Έγγραφη μήνυση εναντίον μου, κατατέθηκε απο τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου, που υποστηρίζει ότι υπέπεσα σε "αξιόποινες πράξεις" επειδή τέλεσα δημοσίως τη θεία Λειτουργία, στο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στις 24 Αυγούστου. Ακολούθως το Υπόμνημα εξηγήσεων που κατέθεσα:
Σχετικά με το ότι τέλεσα
Θεία Λειτουργία (στις 24 Αυγούστου αλλά και σε κάθε άλλη Κυριακή ή εορτή) αλλά και ότι συνεχίζω να ιερουργώ, ως ορθόδοξος
ιερέας, εντός της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στη Σκάλα Δήμου
Ναυπακτίας (και νυν Μετόχι της Ιεράς
Σταυροπηγιακής Πατριαρχικής Μονής Αμπελακιωτίσσης), αναφέρω αρχικά, ότι αναρμόδια ο επιχώριος μητροπολίτης
Ναυπάκτου, ως εκπρόσωπος του νομικού προσώπου «Εκκλησία Ελλάδος»,
υπεισέρχεται, χωρίς να έχει αρμοδιότητα,
σε εσωτερικά ζητήματα πνευματικής φύσεως, όπως είναι η προσευχή και η λατρεία,
των μελών ενός Κοινοβίου μοναστηριού. Το ζήτημα της προσευχής, της τέλεσης
λατρείας και μυστηρίων με τελετουργία, δεν έχει έννομες συνέπειες και δεν
μπορεί να είναι αντικείμενο που ανάγεται σε ποινική νομοθεσία.
Όσον αφορά στα
κοινόβια μοναστήρια, αυτά αποτελούν αυτοδιοίκητες θρησκευτικές κοινότητες, και
λειτουργούν βάσει των Ιερών Κανόνων και βάσει Εσωτερικού δικού τους Κανονισμού.
1. Αναφέρομαι αρχικά στο γνωστό κείμενο μου από
15-4-2014 «Ομολογία αντί Απολογίας»,
http://romfea.gr/arthra-apopseis/23674-2014-04-15-19-37-03#.VQ3hN5i7L7w.gmail
βλ. κατωτέρω ολόκληρο το δημοσίευμα,
που προσαρτάται στο παρόν Υπόμνημα, και που το έχω ήδη δημοσιεύσει, αλλά και το
έχω υποβάλει επίσημα δια του πληρεξουσίου δικηγόρου μου, κατά
την πειθαρχική διαδικασία, ενώπιον
ακροατηρίου, στο αρμόδιο για
κληρικούς πειθαρχικό όργανο
(Δευτεροβάθμιο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο). Στο κείμενό μου αυτό δήλωσα, εξ’ αρχής, και το επαναλαμβάνω σήμερα στο παρόν υπόμνημα,
ότι όλη η εναντίον μου πειθαρχική δίωξη και «πολεμική τακτική» από τον συγκεκριμένο
μητροπολίτη κ. Ιερόθεο Βλάχο, ξεκίνησε χρονικά το 1998, δηλαδή από την στιγμή
που ο ίδιος ζήτησε εγγράφως, οικονομικές απολαβές (κρατήσεις) από εκτελούμενα έργα του
ανεγειρόμενου Ξενώνα στο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως,
υπέρ διαφόρων «εκκλησιαστικών ταμείων», γεγονός παράνομο, στο οποίο βεβαίως,
ούτε εγώ προσωπικά, αλλά ούτε και οι άλλοι μοναχοί του μοναστηριού της
Μεταμορφώσεως, θελήσαμε να «υπακούσουμε».
Στο κείμενό μου
αυτό, «Ομολογία αντί Απολογίας» ήδη έχω
δηλώσει ότι ιερουργώ, τελώντας τις Θείες
Λειτουργίες, τις Βαπτίσεις κλπ. και ότι θα συνεχίσω να λειτουργώ ως ιερέας προσευχόμενος
δημόσια ή και κατ’ ιδίαν, εντός της Ιεράς Μονής, όπου ίδρυσα για το σκοπό αυτό,
μαζί με άλλους και συνεχίζω αδιαλείπτως από το 1980 να εγκαταβιώνω εκεί,
εξυπηρετώντας και την αυτοδιοίκητη μοναστική κοινοβιακή Αδελφότητα της Μεταμορφώσεως – Αμπελακιωτίσσης (σήμερα), αλλά και τους τυχόν επισκέπτες χριστιανούς
προσκυνητές.
2. Ως ιερομόναχος-Αρχιμανδρίτης-Ιεροκήρυκας,
δεν υπάγομαι στην κατηγορία των εγγάμων τακτικών
εφημερίων των Ιερών Ναών των Ενοριών της Μητρόπολης Ναυπάκτου. Ο εκάστοτε τοπικός
μητροπολίτης της περιοχής, δεν προβλέπεται από τους Ιερούς Κανόνες της
Ορθόδοξης Εκκλησίας, και από τα Τυπικά (καταστατικά των μοναστηριών) αλλά και
από τους ισχύοντες νόμους της ελληνικής Πολιτείας, να αναμιγνύεται ή να
υπεισέρχεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στα εσωτερικά ζητήματα της λειτουργίας και
διοίκησης των Κοινοβίων Μοναστηριών.
Αρμοδιότητα του κάθε επισκόπου ως μητροπολίτη,
είναι κυρίως τα ζητήματα διοίκησης των
κληρικών των ενοριών της περιφερείας του.
Ως προς τα ζητήματα
αναρμόδιας ανάμειξής του τοπικού μητροπολίτη Ναυπάκτου εις τα εσωτερικά
ζητήματα, είτε πνευματικής είτε διοικητικής φύσεως, του μοναστηριού και των μοναχών και
ιερομονάχων, της Μονής Μεταμορφώσεως και
ειδικά και της Μονής Αμπελακιωτίσσης (με
τη νομική συγχώνευση πλέον των δύο μοναστηριών) ήδη έχω προβεί αρμοδίως και σε
αναφορά, εις το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεδομένου του γεγονότος ότι ούτε την
έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εξ όσων γνωρίζω, έχουν αρκετές από τις
ενέργειες του μητροπολίτη Ναυπάκτου. Η εκκλησιαστική δικαιοδοσία του εκάστοτε
τοπικού μητροπολίτη Ναυπάκτου, του νομικού προσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι συγκεκριμένη
και περιορίζεται, ειδικά μάλιστα, ως προς τα κοινόβια μοναστήρια, και ακόμη πιο
ειδικά ως προς τα πατριαρχικά σταυροπηγιακά μοναστήρια της εκκλησιαστικής
δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
3. Σύμφωνα με τα δόγματα της Ορθόδοξης
Εκκλησίας, αλλά και σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, και το ελληνικό
Εκκλησιαστικό Δίκαιο, η πνευματική - ιερατική ιδιότητα είναι ανεξάλειπτη, αποτελεί
καθαρά υπόθεση πνευματικής φύσεως και δεν μπορεί να καταργείται βεβαίως η
ιεροσύνη του κληρικού, με τις όποιες πειθαρχικές
ποινές, μπορεί να επιβληθούν σε ένα ιερέα. Για το λόγο αυτό, έχουμε πολλές
φορές και άρση των ποινών, χωρίς βέβαια να επαναλαμβάνουμε ποτέ την χειροτονία
του ιερέα που είχε τιμωρηθεί πειθαρχικά.
Είναι γεγονός, ότι
δεν ανήκω σήμερα στους μισθοδοτούμενους κληρικούς του κρατικού νομικού προσώπου
δημοσίου δικαίου, με την επωνυμία
«Εκκλησία Ελλάδος». Εχω διαγραφεί από τις μισθοδοτικές καταστάσεις, από
τον μητροποίτη κ. Ι. Βλάχο. Όχι διότι το επιθυμώ, αλλά, διότι με τις διοικητικές και καθαρά εκδικητικές ενέργειες, κατά τη δική μου
εκτίμηση, του τοπικού μητροπολίτη Ναυπάκτου, έχω πλέον (επί του παρόντος) «καθαιρεθεί» δηλαδή διαγραφεί από τους
κληρικούς της Μητρόπολης Ναυπάκτου του νομικού προσώπου της «Εκκλησίας Ελλάδος». Το πνευματικό έργο που
επιτελώ σήμερα, ως ιερέας, είναι σε
καθαρά εθελοντική βάση, άνευ ουδενός οικονομικού ανταλλάγματος.
4. Βεβαίως την δυσμενή εις βάρος μου
διοικητική πράξη (Απόφαση της καθαίρεσης),
την έχω ήδη εμπρόθεσμα προσβάλλει, ως προς το εκτελεστό μέρος της, ενώπιον του αρμόδιου ακυρωτικού δικαστηρίου,
του Γ’ τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας,
και αναμένεται η συζήτηση και κρίση του Δικαστηρίου επί της νομιμότητας της
πράξης αυτής, που εκδόθηκε με πρόταση
του μητροπολίτη κ. Βλάχου, από το αρμόδιο Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Πειθαρχικό όργανο του
νομικού προσώπου «Εκκλησία της Ελλάδος».
Επίσης εκκρεμούν τρείς
σχετικές υποθέσεις προς συζήτηση στα ακυρωτικά δικαστήρια, ΣτΕ και Δ.Εφ.Πατρών,
που αφορούν στην απόλυσή μου από τη θέση του Ιεροκήρυκα, καθώς και στην διαγραφή μου από τις μισθοδοτικές
καταστάσεις, των ιερέων, όπου είμαι εγγεγραμμένος από το 1980 με Προεδρικό
Διάταγμα. Επίσης εκκρεμεί προς συζήτηση στο ΣτΕ, Γ Τμήμα, προσφυγή μου για
έλεγχο της νομιμότητος και ακύρωση της πειθαρχικής ποινής της καθαίρεσης.
5. Αναφέρω επίσης
στο παρόν υπόμνημά μου, και το κατωτέρω σχετικό με το ζήτημα άρθρο μου, όπως
ακριβώς και δημοσιεύτηκε:
Βλέπε:
http://newspressagrinio.blogspot.gr/2014/08/blog-post_86.html
Σάββατο,
23 Αυγούστου 2014
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ "ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΕ ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΙΣ ΜΗΝΥΣΕΙΣ"
Εισαγωγικά: Απορώ, για ποιο λόγο,
σεβ. τοπικός μητροπολίτης Ναυπάκτου, κ.κ. Ιερόθεος, επιμένει
να με αναφέρει δημόσια αλλά και ενώπιον του αρμοδίου Εισαγγελέα, ότι
«παρανόμως» τελετουργώ, ως ιερέας, τελώντας ιερές ακολουθίες στο
Μοναστήρι όπου εγκαταβιώνω, στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του
Σωτήρος, στη Σκάλα του Δήμου Ναυπακτίας.
-Με την επιστολή μου αυτήν, τον καλώ, αλλά
και τον παρακαλώ, όπως σταματήσει από του να υποβάλλει...
νέα μήνυση, αύριο Κυριακή,
στο αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα με αφορμή την κάθε Θεία Λειτουργία που τελώ.
Αρκούν οι μηνύσεις-αναφορές, που έχει ήδη αρμοδίως υποβάλλει. Ας περιμένει με
υπομονή, να δούμε το τι θα πει η ελληνική Δικαιοσύνη, στην οποία έχει ήδη
απευθυνθεί.
Υπενθυμίζω μάλιστα, το γεγονός, ότι
στο αρμόδιο Δευτεροβάθμιο Συνοδικό 7 μελές πειθαρχικό συμβούλιο, ήδη με την «Ομολογία
αντί Απολογίας» που κατέθεσα, δήλωσα προφορικά και γραπτά στο
ακροατήριο, ενώπιον των επτά συνέδρων μητροπολιτών, ότι δεν θα σταματήσω
να ιερουργώ, μέσα στο Μοναστήρι μου, παρά την εντολή απαγόρευσης του
μητροπολίτη Ναυπάκτου. Στην "ομολογία" μου αυτή εξήγησα και τους
λόγους. http://ignatiosstavropoulos.blogspot.com/2014/04/blog-post.html
-Υπενθυμίζω, ότι ο κάθε
τοπικός μητροπολίτης (ως διορισμένος από το νομικό πρόσωπο «Εκκλησία Ελλάδος»,
δεν είναι ταυτόχρονα και προϊστάμενος του Εισαγγελέα, ή του Δημάρχου ή των
άλλων ανεξάρτητων Αρχών. Αυτά έχουν τελειώσει, (ευτυχώς). Το δικαστήριο
αποφασίζει. Ούτε βέβαια, άλλοι μητροπολίτες (άλλων ορθόδοξων δικαιοδοσιών), ή
άλλοι προϊστάμενοι εκκλησιών ή θρησκευτικών κοινοτήτων στην Ελλάδα (π.χ.
Επίσκοποι άλλων εκκλησιών, ή εβραίοι Ραβίνοι ή μουσουλμάνοι Μουφτήδες), μπορούν
στην Ελλάδα και στην Ευρώπη να αντικαταστήσουν τις αρμόδιες Αρχές.
Όταν μάλιστα υπάρχουν σε εκκρεμότητα
προσφυγές στο Συμβούλιο Επικρατείας, ή στα άλλα ακυρωτικά Δικαστήρια, δεν
μπορεί η τοπική Αστυνομία να ελέγξει από μόνη της, την εκτελεστότητα ή το
δεδικασμένο και να ενεργεί καταργώντας τα δικαστήρια.. Η κάθε αστυνομική
υπηρεσία, εντολές παίρνει μόνο από νομιμοποιούμενα όργανα. Το αντίθετο
συμβαίνει μόνο στα θεοκρατικά καθεστώτα.
Ειδικότερα, σχετικά, με τα τοπικά
εκκλησιαστικά της Ναυπάκτου, αναφέρω ενώπιον κάθε Αρχής τα κάτωθι:
1. Από το 1980 ως σήμερα (2014) εγκαταβιώνω
στην ανδρώα Κοινοβιακή Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στη Σκάλα Δήμου
Ναυπακτίας του Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Στο μοναστήρι αυτό ως συνιδρυτής,
έχω διαθέσει όλη τη μισθοδοσία μου από το 1980, για την δημιουργία και αποπεράτωσή
του, και προσφέρω εθελοντικά κάθε υπηρεσία είτε πρακτικής φύσεως είτε
τελετουργικής – πνευματικής ιερατικής αποστολής.
2. Ως Μοναχός, έδωσα και υπόσχεση παραμονής
έως θανάτου μου στο Μοναστήρι και στην μοναστική Αδελφότητα. Ως ιερέας έχοντας
ισόβιο την ιεροσύνη, που δεν εξαλείφεται με διοικητικές ποινές, έχω και
επί πλέον προσωπικό, ιερό πνευματικό-τελετουργικό, αλλά και συνειδησιακό
καθήκον και ιερή υποχρέωση, εντός του Μοναστηριού όπου κατοικώ, να τελώ και τις
ιερές προσευχές – ιερές ακολουθίες – θείες Λειτουργίες κλπ, είτε κατ
ιδίαν, είτε και με τη συμμετοχή άλλων Μοναχών, είτε και παρουσία προσκυνητών.
Οι Ορθόδοξες Ιερές Μονές, στην
Ελλάδα, είναι τόποι Λατρείας και ως Ιεροί τόποι Λατρείας προστατεύονται,
και δεν αποτελούν ξενοδοχείο ύπνου και φαγητού των μοναχών.
3. Τα τελευταία χρόνια, ο τοπικός
Μητροπολίτης Ναυπάκτου, ως νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου
δημοσίου δικαίου «Εκκλησίας Ελλάδος», (όπου υπηρετώ από το έτος 1980 ως
υπάλληλος με Προεδρικό Διάταγμα) στην περιοχή της Μητροπόλεως Ναυπάκτου,
εξέδωσε σειρά από διάφορες δυσμενείς διοικητικές πειθαρχικές ποινές
σε βάρος μου (π.χ. αργία, στέρηση μισθού, διαγραφή από τις μισθοδοτικές
καταστάσεις, «ακοινωνησία», οριστική απόλυση κλπ). Τέλος εξέδωσε και την
«καθαίρεση», που για Έλληνα πολίτη, εν ενεργεία διορισμένο Ιερομόναχο -
Αρχιμανδρίτη, σημαίνει και την διαγραφή του, από τους κληρικούς του
νομικού προσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος. (Όσες από τις πειθαρχικές
ποινές έχουν εκτελεστότητα, και άρα ελέγχονται από το νόμο, έχουν
αρμοδίως και εμπρόθεσμα προσβληθεί και εκκρεμούν να εξεταστούν ως προς την
νομιμότητά τους από τα αρμόδια δικαστήρια, το Συμβούλιο της Επικρατείας και το
Διοικ. Εφετείο Πατρών).
4. Το ότι σήμερα, συνεχίζω δημόσια να
ιερουργώ, μόνο μέσα στο Μοναστήρι, μετά από κάθε πειθαρχική ποινή, ακόμα και
μετά την «καθαίρεση» που εκκρεμεί να συζητηθεί στο ΣτΕ, ως Κοινοβιάτης
Ιερομόναχος του Μοναστηριού της Μεταμορφώσεως, δεν σημαίνει ότι άσκησα
και ασκώ κάποιο διοικητικό ή δικαιοδοτικό καθήκον, ενός ιερέα-υπαλλήλου
του νομικού προσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ώστε να μπορεί να
στοιχειοθετηθεί σε βάρος μου το έγκλημα της αντιποίησης υπηρεσίας θρησκευτικού
λειτουργού. Απλά προσεύχομαι, ιερουργώ, τελετουργώ, δηλαδή ασκώ το προσωπικό -
πνευματικό καθαρά καθήκον και την συνειδησιακή μου υποχρέωση έναντι της
χριστιανικής πίστης μου, της αφιέρωσης μου, και της ιερατικής ισόβιας αποστολής
μου. Δεν εκδίδω δηλαδή καμιά διοικητική πράξη, ούτε και ασκώ διοίκηση, για το
νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος, που με ενέργειες του τοπικού
μητροπολίτη, διέγραψε από τους κληρικούς του. Και βέβαια δεν ιερουργώ στους
ιερούς Ναούς της Μητρόπολης «Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου» της Εκκλησίας
Ελλάδος.
5. Οι πράξεις οι καθαρά πνευματικού
χαρακτήρα, και όχι διοικητικού, μέσα στο Μοναστήρι, όπως είναι η προσευχή κατά την τέλεση της Θ.
Λειτουργίας, ή οι Ιερές Ακολουθίες του Εσπερινού, της Παράκλησης στην Παναγία,
ή τέλεση του μυστηρίου της Βάπτισης,
ακόμη και όταν τελούνται δημόσια με συμμετοχή και κάποιων άλλων Μοναχών ή
πιστών χριστιανών προσκυνητών και όχι κατ' ιδίαν, δεν μπορεί να αποτελούν σε
καμία περίπτωση κάποια διοικητική ενέργεια, και δεν έχουν εκτελεστότητα, έναντι
του νόμου. Στην περίπτωσή μου ειδικά, ως Ιερομονάχου, τελούνται εντός του μοναστηριού όπου
ίδρυσα και εγκαταβιώνω ως φιλοξενούμενος και τελούνται, όχι από
υπαλληλική ή επαγγελματική ιδιότητα, αλλά για λόγους καθαρά συνειδησιακούς, και
για λόγους έκτακτης ανάγκης, μη υπάρχοντος μάλιστα κανενός άλλου ιερουργού, για
την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών της αυτοδιοίκητης μοναστικής
κοινοβιακής κοινότητος των ορθοδόξων Μοναχών που είναι όλοι Έλληνες πολίτες,
καθώς βέβαια και για την εξυπηρέτηση όσων τυχόν προσκυνητών
χριστιανών προσέρχονται εθελούσια στις Ιερές Ακολουθίες του Μοναστηριού.
Σημειώνω ότι επανειλημμένα, έχω καλέσει τον
Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιερόθεο, να τελέσει αυτός προσωπικά την
Θεία Λειτουργία, σε επίσημες εορτές, στο Μοναστήρι, όπου έχει πλήθος πιστών,
αλλά ουδέποτε ο ίδιος θέλησε να το πράξει. Αυτό βέβαια είναι δικαίωμά του, αλλά
δεν είναι δικαίωμά του το να απαγορεύει σε μας τους μοναχούς-ιερείς, την
ελεύθερη τέλεση της Λατρείας στον Ιησού Χριστό, όπως βέβαια, δεν έχει
δικαίωμα να απαγορεύει την ελεύθερη Λατρεία των Εβραϊκών Κοινοτήτων ή των
Μουσουλμανικών κλπ. Αν θέλει να το πετύχει αυτό, οφείλει να προσκομίσει
Δικαστική Απόφαση. Δεν νομίζω όμως ότι μπορεί αυτό να το επιτύχει, γιατί ακόμη
και επί τουρκοκρατίας, η ελεύθερη Λατρεία των Χριστιανών και των Μοναχών,
προστατευότανε και από το ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων, το Κοράνιο.
6. Επιπρόσθετα αναφέρω, και τον «όρκο» -
υπόσχεση- κατά το τυπικό της εκκλησιαστικής μοναχικής αφιέρωσης, που έχω δώσει
επίσημα, για την συνέχιση της ορθόδοξης μοναστικής λειτουργικής παράδοσης και
μοναστηριακής ζωής, στο μοναστήρι και στην ανδρική Κοινοβιακή Αδελφότητα της
Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.
Δεν
πρέπει να ξεχνάμε, ότι οι Ορθόδοξες Ιερές Μονές, ως χώροι πνευματικής ασκήσεως
και Θείας Λατρείας, στους οποίους τόσο οι πιστοί, όσο και οι θρησκευτικοί
λειτουργοί και οι ιερομόναχοι, ασκούμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα, αποτελούν
αναπόσπαστο τμήμα του πολιτιστικού περιβάλλοντος, το οποίο απολαύει και στην
Ελλάδα, συνταγματικής προστασίας.
http://romfea.gr/arthra-apopseis/23674-2014-04-15-19-37-03
Δημιουργηθηκε στις Τρίτη,
15 Απριλίου 2014
Γράφτηκε από τον/την Romfea.gr
- 22.31
Απάντηση στο Δελτίο Τύπου της Ι.Μ. Ναυπάκτου
δίνει με το παρακάτω κείμενο ο Αρχιμ. Ιγνάτιος Σταυρόπουλος, το οποίο απέστειλε
στο Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων Romfea.gr
Δημοσιεύω σήμερα, από το αρχείο, την Ομολογία, που έδωσα,
ενώπιον του δευτεροβάθμιου συνοδικού οργάνου, που δεν μπήκε καθόλου στην ουσία
των ζητημάτων, αλλά που διεκπεραίωσε απλά, τον τύπο της διαδικασίας. Η
νομιμότητα θα κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατρείας, όπου θα κρίνει την
υπόθεση.
Σεβασμιώτατοι, Πρόεδρε,
και Μέλη του Συμβουλίου,
Η καταγγελία εναντίον μου, στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη,
ξεκινά, από τον σεβ. μητροπολίτη Ναυπάκτου, όταν στην προσπάθειά του να κλείσει
οριστικά το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως στη Ναύπακτο, στάθηκα εμπόδιο, και
άρχισα να τελώ επίσημα τη Θεία Λειτουργία, από τον Δεκέμβριο του 2012.
1. Δεν θα βρισκόμαστε σήμερα στη συνεδρίαση αυτή, αν δεν
ζητούσε από την ΔΙΣ, ο σεβ. Ναυπάκτου, με έγγραφό του το 2007, να επιβληθεί και
στο πρόσωπό μου, το εκτός νόμου και εκτός ιερών Κανόνων, επιτίμιο της
«ακοινωνησίας», το οποίο μου εστάλη με έγγραφο ταχυδρομικώς, και βέβαια, χωρίς
να τηρηθεί καμιά απολύτως ακροαματική ή άλλη ανακριτική διαδικασία. Απλά ο
μητροπολίτης Ναυπάκτου, παρήγγειλε να εκδοθεί μια «ακοινωνησία»!
2. Από το 1980 όπου έχω χειροτονηθεί ως Διάκονος και στη
συνέχεια το 1985 ως πρεσβύτερος-Αρχιμανδρίτης, έχω κατά διάφορους τρόπους
συνεργαστεί και υπηρετήσει, με τρείς Αρχιεπισκόπους, και με έξι διαφορετικούς
μητροπολίτες. Επίσης έχω φοιτήσει ως σήμερα, σε τέσσερα διαφορετικά ανώτατα
πανεπιστημιακά ιδρύματα. Και έχω συμμετάσχει σε αρκετές διεθνείς συναντήσεις.
Κανένας δεν ανακάλυψε στο πρόσωπό μου και στην πορεία μου, ως σήμερα,
προβλήματα ή σκάνδαλα και κάποιο λόγο, για να με καταγγείλει και να τιμωρήσει
σε πειθαρχική διαδικασία. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε ο σημερινός μητροπολίτης
Ναυπάκτου, που μου έχει επιβάλλει προσωπικά ο ίδιος 15 ποινές, ως σήμερα.
Πολλές μάλιστα από αυτές διπλές και τριπλές για το ίδιο ζήτημα. Όπως π.χ. τρείς
φορές την ποινή της «ακοινωνησίας».
Γιατί άραγε; Μήπως απλά και μόνο επειδή αρνήθηκα να φύγω
από το μοναστήρι που έχτισα και επειδή δεν συμφώνησα να του δίνονται παράνομες
προμήθειες από τα έργα της Μονής;
Και
πως μπορεί να δικαιολογηθεί, ότι επειδή τάχα μου επεβλήθη η «ακοινωνησία» από
την ΔΙΣ, μου στερεί η διοίκηση της Μητρόπολης Ναυπάκτου, ως Έλληνα πολίτη, και
τον μισθό και την υγειονομική περίθαλψη, ενώ παράλληλα μου έχει κάνει
παρακρατήσεις γιαυτό από το 1980; Είναι γνωστό, ότι και έγκλειστος να ήμουν
στις φυλακές, θα δικαιούμαι και τον μισθό και την δωρεάν περίθαλψη.
3. Το μακράς διαρκείας ιστορικό των προβλημάτων στη
διοικητική σχέση επιχώριου Μητροπολίτου και Κοινοβίου της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως
στη Ναύπακτο, ξεκινάει από το 1998. Τότε, ο κ. Ιερόθεος, ατυχώς, άρχισε ξαφνικά
τις οικονομικές απαιτήσεις του για προμήθειες, από το έργο του Ξενώνα, που
έχτιζε το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας στη Μονή.
Πληθώρα δικαστηρίων ανά την επικράτεια, έδειξαν το τι
ακριβώς συνέβη. Απολύτως κανένα εκκλησιολογικό πρόβλημα ή ζήτημα κάποιας
υπηρεσιακής «ανταρσίας» ή «στρηνιασμού», δεν υπήρξε, και δεν υπάρχει στην
ιστορία αυτή. Ούτε από μένα προσωπικά ούτε και από τους άλλους μοναχούς, που
υπηρετούμε ευσυνείδητα στην αποστολή μας.
4. Την αυστηρή αυτή τιμωρία του να μη ιερουργώ, ποτέ, στη
Μητρόπολη όπου υπηρετώ, ως ιεροκήρυκας, την εφάρμοσα από το 2007, ως το τέλος
του 2012, δίνοντας τόπο στην οργή, και χάριν της ειρήνης. Όμως, για λόγους
καθαρά συνειδησιακούς και έκτακτης ανάγκης, άρχισα, και συνεχίζω σήμερα να
ιερουργώ, μέσα στο μοναστήρι της μετανοίας μου, όταν απεκαλύφθη από τα
γεγονότα, (2007-2012), ότι ο επιχώριος μητροπολίτης, δεν ενδιαφερόταν με την
ποινή, να συνετίσει εμένα προσωπικά.
Απλά στόχευε να κλείσει οριστικά το κοινόβιο μοναστήρι
και γιαυτό ακριβώς τον λόγο, και ζήτησε εγγράφως να απαγορεύσει παντελώς και
την τέλεση Θείας Λατρείας, επιβάλλοντας την ακοινωνησία σε όλους τους
ιερομόναχους. Σε μια εποχή, που η επίσημη κρατική ελλαδική Εκκλησία, άρχισε να
συμφωνεί στην ίδρυση Ισλαμικού Τεμένους, στην Αθήνα, ο μητροπολίτης Ναυπάκτου,
επιχειρεί να «κλείσει», ένα μοναστήρι, απαγορεύοντας στους άνδρες ιερομόναχους
την Θεία Ιερουργία, κάνοντας δηλαδή με απλά λόγια, μια ανδρική Μονή, να είναι
εν τοις πράγμασι, ότι είναι και μια γυναικεία…
Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, διευκόλυνε με τον
τρόπο του και κάποιους ιερομονάχους, για να εγκαταλείψουν οριστικά το μοναστήρι
τους. Και το χειρότερο, εντελώς αυθαίρετα, και μονομερώς, ο μητροπολίτης,
άρχισε και διέγραφε κατά βούληση, και ονόματα κάποιων μοναχών από το
μοναχολόγιο του κοινοβίου μας, που δεν ήθελαν από μόνοι τους να φύγουν. Σα να
κατείχε ο μητροπολίτης το μοναχολόγιο, και όχι το μοναστήρι. Βέβαια περιέργως,
όλοι οι μοναχοί που δέχτηκαν να εγκαταλείψουν το μοναστήρι, απαλλάχτηκαν
αυτόματα από την «ακοινωνησία»… Το γεγονός αυτό από μόνο του, αποδεικνύει και
την προσχηματικότητα των εναντίον μου επιχειρημάτων του σεβ. Ναυπάκτου, στο
σημερινό κατηγορητήριο.
Αποδείχτηκε περίτρανα, ότι δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον
για εκκλησιολογική τακτοποίηση των ζητημάτων. Απλά έπρεπε να βρεθεί τρόπος να
αδειάσει το μοναστήρι, ώστε άδειο, να είναι στην απόλυτη διαχειριστική ευθύνη
του τοπικού μητροπολίτη. Έτσι λοιπόν, όλοι οι «ακοινώνητοι» του μοναστηριού,
γίνονταν αυτόματα, σε κοινωνία, αρκεί να εγκατέλειπαν τη Μονή.
5. Ουδέποτε υπήρξε, ή μου κοινοποιήθηκε κάποια απόφαση
της Ιεραρχίας της Εκκλησίας Ελλάδος, που να με αφορά προσωπικά σε κάποιο
ζήτημα, και την οποία τάχα δεν εφήρμοσα, όπως αναληθώς κατηγορήθηκα στο παρόν
κατηγορητήριο. Η περίπτωση της «ακοινωνησίας» ως ποινή, αναφέρεται στο πρόσωπό
μου σε τρία έγγραφα, ένα του σεβ. μητροπολίτη Ναυπάκτου και δύο της Διαρκούς
Ιεράς Συνόδου. Σε κανένα κείμενο της Ιεραρχίας. Ούτε βέβαια και μου επιδόθηκε
ποτέ τέτοια Απόφαση.
6. Η δημόσια γνωστοποίηση του ωραρίου προγράμματος των
ιερών ακολουθιών του μοναστηριού, με οποιοδήποτε τρόπο, ή η επίσης η
κωδωνοκρουσία, ουδέποτε και από κανένα, δεν θεωρείται «σκανδαλισμός πιστών»,
παρά μόνο σε καθαρά ισλαμοκρατούμενες χώρες, όπως Πακιστάν, Αφγανιστάν κλπ
7. Ένα απλό ζήτημα της τοπικής εκκλησίας της μητροπόλεως
Ναυπάκτου, κατέστη μείζονος σημασίας και έγινε ζήτημα της Διαρκούς Ιεράς
Συνόδου, πράγμα το οποίο καθόλου δεν συμβαδίζει με το εκκλησιολογικό καθεστώς
των ορθοδόξων εκκλησιών. Οι τοπικές εκκλησίες, πάντα με κέντρο τον επίσκοπο,
κλήρος και λαός, επιλύουν τα εσωτερικά τους ζητήματα. Ποτέ δεν μου έγινε
αντιληπτό γιατί η ανάμειξη της Ιεράς Συνόδου σε τέτοιας φύσεως τοπικά ζητήματα,
όταν δεν έγινε ποτέ ως σήμερα μία σύναξη όλων μαζί των κληρικών και των μοναχών
στην μητρόπολη Ναυπάκτου, όλα τα χρόνια της θητείας του σεβ. κ. Ιερόθεου, όπου
θα μπορούσαν να διευθετηθούν τα πάντα με αγάπη και συνεννόηση.
7. Ως προς
την εγκυρότητα των τελουμένων ιεροπραξιών και τα προβλεπόμενα από τους
Ιερούς Κανόνες της Ορθοδοξίας, για τους κληρικούς που έχουν πειθαρχική δίωξη, αναφέρω και τα ακόλουθα (βλ. απόσπασμα από σχετική
γνωμοδότηση υπό του Δρ. Νικολάου Δημαρά, που έχει κατατεθεί πρόσφατα ενώπιον
του ΔΕφ.Πατρών, που θα κρίνει το ζήτημα της διακοπής της μισθοδοσίας, όπου πρωτόδικα έχω ήδη δικαιωθεί):
«Κατά
τόν Μέγιστο τῶν Κανονολόγων καί Θεολόγων Ἅγιον Νικόδημον τόν Ἁγιορείτην, ὑπάρχει
πολύ μεγάλη διαφορά ἀνάμεσα στό ἄκυρο καί στό ἀνυπόστατο μιᾶς ἱεροπραξίας. Ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος, ὅτι ἄν, σύμφωνα μέ τόν
ιγ΄ ἱερόν Κανόνα τῆς Ἀντιόχειας, οἱ χειροτονίες καί οἱ ἄλλες ἱεροπραξίες πού
κάνει παρ' ἐνορίαν κάποιος ἐπίσκοπος εἶναι ἄκυρες, γιαὐτό τό λόγο, ὑποστηρίζουν
μερικοί, ὅτι καί τά μυστήρια πού κάνει ὁ καθηρημένος ἱερέας εἶναι ἄκυρα καί
παντελῶς ἀνύπαρκτα, καί γιαὐτό ὑπάρχει ἀνάγκη νά γίνουν ἀπό τήν ἀρχή, σάν νά
μήν ἔγιναν τελείως. "Ὁ μέν γάρ
δικαίως καθαιρεθείς καί ἐσωτερικῶς ἀπό λόγου του, διά τήν ἀναξιότητά του, καί ἐξωτερικῶς
ἀπό τήν σύνοδον, ἔχασε τήν ἐνέργειαν τῆς ἱερωσύνης." Καί ὁ Μέγας
Βασίλειος στόν γ΄ Κανόνα του λέγει, ὅτι ὁ ἅπαξ καθαιρεθείς Διάκονος διαρκῆ ἔχει
τήν δίκην τῆς καθαιρέσεως καί ἁπλῶς ἅπαντες οἱ τήν πρός θάνατον ἁμαρτίαν ἁμαρτάνοντες
κληρικοί, τοῦ βαθμοῦ κατάγονταί φησιν, ἐν τῷ λβ΄ αὐτοῦ Κανόνι, καί οὐκ ἀποδίδεται
πλέον εἰς αὐτούς ὁ κλῆρος καί ἡ ἱερωσύνη, εἰ δέ οὐκ ἀποδίδεται, δῆλον ὅτι καί οἱ
ἱεροπραξίαι, ὅπου ἤθελαν κάμει, λογίζονται ὡσάν νά ἔγιναν ἀπό λαϊκούς, εἰς τόν ὁποίων
τόν τόπον αὐτοί ἐπερρίφθησαν. Καί ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέγει,
πώς ὁ καθηρημένος ἱερεύς δέν κάμνει κανένα ἔργον ἱερατικόν, ἀλλά κοσμικός εἶναι,
καθώς τό πρότερον, καί Χάριν Ἁγίου Πνεύματος δέν ἔχει, διατί ἐπάρθη ἀπό αὐτόν.
Καί ταῦτα ἰσχύουν, ὅπως ρητῶς
ὁρίζει καί ὁ Μέγας Βασίλειος ἀνωτέρω ἀφ'
ἑνός γιά τούς πρός θάνατον ἁμαρτάνοντες ἁμαρτίαν κληρικούς, ἀλλά ἀφ' ἑτέρου
ἀκόμη καί γιά αὐτούς τούς δικαίως καθηρημένους καί τίς
ἱεροπραξίες πού θά τολμήσουν νά κάνουν αὐτοί, ἐξηγεῖ ὁ Μέγας Κανονολόγος καί
Θεολόγος Ἅγιος Νικόδημος, ὅτι ὁ ΣΤ΄ Κανών τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς λέγει ἄκυρη
τήν χειροτονία τοῦ ἀπολύτως χειροτονηθέντος, ὄχι δηλ. ἀνύπαρκτη καί ἀνυπόστατη,
οὔτε γιατί εἶναι ἀνύπαρκτα καί ἀνυπόστατα ὡς μή ὄντα τά ὑπ' αὐτοῦ ἐνεργηθησόμενα
μυστήρια, ἀλλά ἐπειδή μένει ἀργή καί δέν τίθεται σέ ἐνέργεια καί πράξη.
Ἔτσι, λοιπόν, καί τά ἄκυρα
πού διορίζει ὁ ιγ΄ Κανών τῆς Ἀντιόχειας πρέπει νά νοηθοῦν καί νά ἐκληφθοῦν, ὅπως
ἡ Ἁγία Δ΄ Οἰκουμενική τά ἐννόησε καί τά ἐξέλαβε, ὄχι δηλ. ὡς ἀνύπαρκτα καί ἀνυπόστατα
ὡς μή ὄντα, ἀλλά ὡς ἅγια καί τέλεια, καί ὄχι ὅπως ἐφαλμένα τά ἐννοοῦν
καί τά ἐκλαμβάνουν μερικοί ἑρμηνευτές.
Σύνοδος δέ πού ἔγινε ἐπί τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰωάννου τοῦ Κομνηνοῦ
καί ἐπί Πατριάρχου Μιχαήλ τοῦ Ὀξείτου τό
ἔτος 1143, στήν Κωνσταντινούπολη, κατηγορεῖ τόν Λονέτιον, γιατί βάπτισε γιά
δεύτερη φορά ἐκεῖνον, πού βαπτίσθηκε ἀπό ἱερέα καθηρημένον γιά φανερά ἐγκλήματα,
γιατί νόμισε, ὅτι δέν εἶναι τέλειο τό βάπτισμα, πού τέλεσε ὁ καθηρημένος ἱερεύς.
Ἡ γνώμη αὐτή τοῦ Ἁγίου
Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ἐνισχύεται, ἐκτός ἀπό τήν ἀναφερθεῖσα Σύνοδο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1143, καί ἀπό τόν πολύν Ἰωσήφ τόν Βρυέννιον, στήν ἐπιστολή του πρός Νικῆταν,
πού λέγει, ὅτι εἶναι ἅγια καί τέλεια τά παρά τῶν καθηρημένων τολμηθέντα,!
Ἐπίσης ἐνισχύεται καί ἀπό
τόν σοφό Εὐγένιο Βούλγαρι ἐν ταῖς
Κριτικαῖς ἐπιστάσεσι τῆς τοῦ Νεοφύτου γραμματικῆς, πού φέρει ὡς συνήγορο
καί τόν ἅγιο Νικόλαον Καββάσιλαν.
Πόσο
μάλλον ἑπομένως:
n εἶναι ἅγια καί τέλεια τά παρά τῶν ἀδίκως καθηρημένων
τελεσθέντα,
n κατά τόν ΣΤ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οίκουμενικῆς Συνόδου,
n κατά τήν τοπικήν Σύνοδον ἐπί τοῦ Αὐτοκράτορος Ίωάννου τοῦ
Κομνηνοῦ καί Πατριάρχου Μιχαήλ τοῦ Ὀξείτου τό 1143,
n κατά τήν ἑρμηνείαν τοῦ Μεγίστου Κανονολόγου καί Θεολόγου Ἁγίου
Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου στόν ιγ΄ Κανόνα τῆς Ἀντιοχείας σέ συνδυασμό μέ τόν Στ΄
ἱερόν Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά
n καί σύμφωνα μέ τούς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Ἰωσήφ
τόν Βρυέννιον, Εὐγένιον Βούλγαριν καί ἅγιον Νικόλαον τόν Καββάσιλαν.
Οἱ δέ
Κανόνες τῶν Συνόδων καί δή τῶν Οίκουμενικῶν, ὥς έν προκειμένῳ ὁ ΣΤ' τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς
καί οἱ ἑρμηνεῖες τῶν Πατέρων ὑπερισχύουν κάθε άντίθετης διάταξης τοῦ κοινοῦ
δικαίου, ἀφοῦ εἶναι περιβεβλημένοι μέ αὐξημένη Συνταγματική ἰσχύ (Ἄρθρο 3, παρ.
1 τοῦ Συντάγματος).
Ἡ ἱερωσύνη
τοῦ ἱερέως δέν λειτουργεῖ, τέλος, κατά παραχώρηση τῆς “ἐξουσίας” τοῦ ἐπισκόπου, ὅπως ἀντορθόδοξα καί κατά τήν αἱρετική λατινική θεωρία τῆς
ἐξαρτήσεως τῶν πάντων ἀπό τόν πάπα, ὑποστηρίζεται καί ἀπό μερικούς ἐπισκόπους
στήν Ἑλλάδα.
Ἡ ἱερωσύνη δίδεται μέ
χειροτονία, κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, διά ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν,
διά τῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν τῆς χειροτονίας, συμμετέχοντος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ
καί ἐπιδοκιμάζοντος, ἐνδυομένου τοῦ ἱερέως τῶν ἱερατικῶν ἀμφίων ἐνώπιον τῆς
Ἁγίας Τραπέζης.
Γιά τόν λόγο αὐτό δέν εἶναι
δυνατή ἡ ἀφαίρεση τῆς ἱερωσύνης μέ διοικητική πράξη (ἀπόφαση), τοῦ ἐπισκόπου,
πού λαμβάνεται σέ κάποιο γραφεῖο, καί μάλιστα τοῦ βασιλείου ἱερατεύματος, τοῦ
περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ (Μ. Βασίλειος), μή συναινοῦντος.
Τό ὅτι ἡ ἱερωσύνη τοῦ ἱερέως-ἱερομονάχου
ἐνεργεῖ καί ἀνεξάρτητα ἀπό τόν ἐπίσκοπο, ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό δικαίωμα καί
δή τήν ὑποχρέωση τοῦ ἱερέως νά διακόψει τό μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου του, ἐάν εὕρει
αὐτόν σφάλλοντα ὡς πρός τήν πίστιν ἤ ἐάν καταγγείλει αὐτόν ὡς ἄδικον κατά τόν
31ον Ἀποστολικόν Κανόνα καί κατά τόν ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄ Ἱερᾶς Συνόδου ἐπί Μεγάλου
Φωτίου συγκληθείσης.
Οἱ Ἱεροί αὐτοί Κανόνες
δίδουν τό δικαίωμα στόν Πρεσβύτερο, ἱερέα-ἱερομόναχο νά λειτουργεῖ δυνάμει τῆς ἱερωσύνης
του, πού τοῦ ἔδωσε ἡ καθολική Ἐκκλησία, διακόπτοντας τήν κοινωνία μέ τόν ἐπίσκοπό
του καί χωρίς νά μνημονεύει τόν ἐπίσκοπο πού σφάλλει στήν δικαιοσύνη ἤ στήν
πίστη, καθ' ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία τελεῖται στό ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος καί
τοῦ Χριστοῦ, τοῦ λαοῦ συνεργοῦντος καί συλλειτουργοῦντος, καί ὄχι στό ὄνομα τοῦ
οἰκείου ἐπισκόπου. (Λειτουργία=ἔργον τοῦ Λαοῦ).
Β. Ἡ σύγκρουση τοῦ θεμελιώδους δικαιώματος τῆς ἀξίας καί ἀξιοπρέπειας
τοῦ ἀνθρώπου (Menschenrechtswürde) καί τῆς στοιχειώδους ἀσκήσεως τοῦ θεμελιώδους δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας μέ τό δικαίωμα αὐτοπροσδιορισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας (Selbstbestimmungsrecht), λειτουργούσης ὡς φορέως κρατικῆς ἐξουσίας στήν αὐθαιρεσία τῆς ὁποίας θέτει ὅρια τό ἀτομικό
δικαίωμα τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀσκήσεως τῆς θεμελιώδους ἐλευθερίας
τῆς συνειδήσεως. Τό ἀπαραβίαστο τοῦ πυρῆνα τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος (unantastbarkeit des Wesensgehalts des Grundrechts Art. 19, Par. 2 GG).
Πνευματικό
θεμέλιο καί κοινωνικό πρότυπο γιά τό δίκαιο, ἀποτελεῖ τό ἀνθρωπιστικό ἰδεῶδες,
τό ὁποῖο ἔχει ἀναχθεῖ σέ βασικό κριτήριο τῆς ἑρμηνείας καί ἐφαρμογῆς τοῦ
δικαίου ἀπό ὅλους τούς μεγάλους νομικούς καί φιλοσόφους τοῦ δικαίου, ὅπως ὁ Stammler, ἀλλά καί ἀπό τόν Schiller. πού ὁραματιζόταν τήν ἡμέρα πού ὁ ἀνθρωπισμός θά ἀκτινοβολοῦσε στίς
δικαστικές αἴθουσες.
Στή νομική σκέψη, λοιπόν, εἰσήχθησαν ὡς
κριτήρια εὑρέσεως τοῦ δικαίου θεμελιακές ἀξίες, ὅπως ἡ ἀνθρώπινη ἀξία καί ἀξιοπρέπεια,
ἡ ἰσότητα, ἡ ἀλληλεεγγύη πρός τόν συνάνθρωπο, ἡ ἀνεκτικότητα, ἡ συγκατάβαση καί
ἡ ἐπιείκεια, πού ἀπορρέουν ἀπό τό ἀνθρωπιστικό ἰδεῶδες ὅλου τοῦ δικαίου.
Ἰδιαίτερα
μετά τόν β΄ παγκόσμιο πόλεμο κατέστη συνείδηση, ὅτι δέν εἶναι δυατή ἡ ὀρθή ἀπονομή
τῆς δικαιοσύνης χωρίς καταφυγή στίς ἀρχές αὐτές, πού λειτουργοῦν ὡς ἀντικειμενικά-τελολογικά
κριτήρια ἑρμηνείας, καί ταυτόχρονα χωρίς σταθερή καθοδήγηση τοῦ ἐφαρμοστῆ τοῦ
δικαίου ἀπό τήν ἰδέα τῆς οὐσιαστικῆς δικαιοσύνης. Μέ τό πέρασμα ἀπό τήν θεωρία
τῆς σταθμίσεως τῶν συμφερόντων (Interessenjurisprudenz) στήν θεωρία τῶν νομοθετικῶν ἀξιολογήσεων (Wertungsjurisprudenz), τό ἀνθρωπιστικό ἰδεῶδες συνδέθηκε ἀπερίσπαστα μέ τούς ἀντικειμενικούς σκοπούς
τοῦ δικαίου καί ἐντάχθηκε ὁριστικά στό ἀξιολογικό ὁπλοστάσιο τοῦ ἐφαρμοστῆ τοῦ
δικαίου.
Πίσω ἀπό τίς διατάξεις τοῦ Δικαίου καί τίς
θεμελιώδεις ἀξιολογήσεις του βρίσκεται, κατά κοινή παραδοχή, ἡ ἠθική τοῦ
προσώπου (τοῦ ἀνθρώπου), πού χωρίς νά τήν ἐκφράζει ρητά ὁ νομοθέτης, ὡστόσο τήν
προϋποθέτει ὡς αὐτονόητη.
Αὐτό τό ἀνθρωπιστικό
πρότυπο τοῦ δικαιϊκοῦ συντάκτη ἔχει ὡς ἀφετηρία τόν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο, πού αὐτοπροσδιορίζεται
ὡς ἠθικό καί λογικό πρόσωπο, πού κατά τήν φύση του καί τόν προσδιορισμό του
διαμορφώνει ἐλεύθερα καί ὑπεύθυνα τήν παρουσία του καί τό περιβάλλον του στά
πλαίσια πάντοτε τῶν δεδομένων δυνατοτήτων, ταυτόχρονα δέ θέτει στόχους καί
περιορισμούς στίς δραστηριότητές του, χωρίς νά προσβάλλεται ὅμως ὁ πυρήνας τοῦ ἀτομικοῦ
δικαιώματος τῆς προστασίας τῆς προσωπικότητας καί τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας καί ἀξιοπρέπειας
κατ' ἐξοχήν στό χῶρο τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαίου.
Ὁ ἠθικός
περσοναλισμός μέ τήν ἀναγνώριση τοῦ προσώπου καί τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας
στό Σύνταγμα κυριαρχεῖ σήμερα ὡς ὕψιστη ἀξία σέ ὅλη τήν ἔννομη τάξη.
Ἀπό τήν ἀνθρώπινη
ἀξία ἀπορρέει, ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἀπέναντι σέ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἔχει ἕνα
δικαίωμα νά ἀντιμετωπίζεται ὡς πρόσωπο. Αὐτή ἡ ἀρχή τῆς ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως
εἶναι μία θεμελιώδης ἀρχή ὄχι μόνον τῆς δικῆς μας ἐννόμου τάξεως, ἀλλά καί κάθε
ἀνεπτυγμένης ἐννόμου τάξεως. Εἶναι μία θεμελιώδης ἀρχή τοῦ ὀρθοῦ δικαίου. Ἀπό τήν προστασία τῆς ἀνθρώπινης
ἀξίας καί τήν ἀναγνώριση τοῦ δικαιώματος γιά ἐλεύθερη ἀνάπτυξη τῆς
προσωπικότητας πού παρέχει τό Σύνταγμα ἀπορρέει καί ἡ θεμελιώδης ἐλευθερία τῆς
θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Τόν πυρῆνα καί αὐτοῦ τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος δέν εἶναι
δυνατόν νά θίξει καμμία κρατική ἐξουσία, οὔτε καί ἡ ἐξουσία τοῦ ἐπισκόπου, ἐνεργοῦντος
ὡς φορέως τῆς κρατικῆς διοικητικῆς ἐξουσίας. Καί ἡ ἐξουσία αὐτή βρίσκει τόν περιορισμό
της στό ἀτομικό δικαίωμα τῆς προστασίας
τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας, τῆς ἐλεύθερης ἀνάπτυξης τῆς προσωπικότητος καί τῆς
θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Καί ἡ ἐπισκοπική ἤ ἐν γένει κάθε ἐκκλησιαστική ἐξουσία,
στά πλαίσια τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς αὐτοδιαθέσεώς της, δέν εἶναι σέ καμμία
περίπτωση ἐπιτρεπτό νά ἐξικνεῖται μέχρι τῆς καταλύσεως καί τῆς τελείας ἀναιρέσεως
τοῦ ἐλαχίστου τῆς προστασίας τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας
κατά τήν ἐλεύθερη ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀτόμου, πού τῆς παρέχουν τά ἀντίστοιχα
ἀτομικά δικαιώματα καί ἰδιαιτέρως τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας πού κυρίως
ἐκδηλώνεται μέ τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας γιά τήν Θεία Κοινωνία καί τόν ἁγιασμό
τῶν ἐφεσιβλήτων στίς ὑπό συζήτηση περιπτώσεις.
Ἰδιαίτερα ἀπό
τό θεμελιῶδες δικαίωμα τῆς προστασίας τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας καί τῆς ἀξιοπρέπειας
ἀπορρέει, ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἕνα δικαίωμα νά ἀντιμετωπίζεται κυρίως ἀπό τήν
κρατική ἐξουσία καί ἀπό κάθε φορέα κρατικῆς ἐξουσίας καί κάθε διοικητική ἀρχή, ὅπως
εἶναι καί ἡ ἐκκλησιαστική ἀρχή, ὡς πρόσωπο, καί νά μή στερεῖται χωρίς σπουδαῖο
λόγο, κατά τά ἀνωτέρω ἐκτεθέντα, τῶν βασικῶν δικαιωμάτων ὅπως τῆς κοινωνικῆς ἀσφάλισης
καί τοῦ μισθοῦ, πού θεμελιώνονται σέ διατάξεις τοῦ Δημοσίου Δικαίου καί ἀποτελοῦν
ἀναμφισβήτητες ἐλάχιστες ἀξιώσεις γιά τήν πραγμάτωση καί τήν ἀνάπτυξη τῆς
προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου καί δή τῶν ἐφεσιβλήτων ἱερομονάχων, πού κατά κοινή παραδοχή εἶναι
πρόσωπα καταξιωμένα στήν συνείδηση τῆς τοπικῆς κοινωνίας ἀλλά καί διεθνῶς,
λειτουργούντων ἀξίως καί κατ' ἐπίγνωση τῆς θείας ἀποστολῆς τους, ὡς λίαν ἀξιόλογοι
θεολόγοι, ὡς διακόνοι τῆς ἀγάπης καί τοῦ θείου Λόγου, τῆς ἱεραποστολῆς καί τῆς
φιλανθρωπίας ἐπί πολλές δεκαετίες μέχρι σήμερα».
[2]
Ἱερόν Πηδάλιον, Ἁγίου Νικοδήμου Ἀγιορείτου, Θεσσαλονίκη,
1982, ἀκριβής ἀνατύπωσις τῆς γ΄ ἐκδόσεως τοῦ 1864, σελ. 29, ὑποσ. 1. Ὅσον ἀφορᾶ,
ὅμως, τίς ἱεροπραξίες τῶν αἱρετικῶν, αὐτές θεωροῦνται ἀπό τόν Ἅγιο Νικόδημο
ὡς μή οὖσαι, δηλ. ἀνύπαρκτες, καί ἀνυπόστατες. Βλ. σελ. 29, ὑποσ. 1, στήν ἑρμηνεία
τοῦ ΚΗ΄ Ἀποστολικοῦ.