Το αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο Μεσολογγίου, μετά από υπαλληλική προσφυγή, των διορισμένων ως κληρικών από το 1980, Αρχιμ. Νεκτάριου Γκολιόπουλου και Αρχιμ. Ιγνάτιου Σταυρόπουλου, εξέδωκε την ιστορική, ως άνω απόφαση αρ. 191/ 2010, με την οποία γιά πρώτη φορά ελληνικό δικαστήριο έκρινε σχετικά με το κατά πόσο νόμιμα ή όχι, με μόνο αιτιολογικό την επιβολή "επιτιμίου ακοινωνησίας" δύνανται νομίμως να απολύονται από τις θέσεις τους κληρικοί.
Το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο κάνει δεκτή την προσφυγή των δύο κληρικών και ακυρώνει τις δύο πράξεις του μητροπολίτη Ναυπάκτου, την 710/ 24-9-2007 & 717/ 26-9-2007.
Αριθμός Απόφασης 191/ 2010
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΤΡΙΜΕΛΕΣ
σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, ημέρα Τρίτη και ώρα 10.00, με δικαστές τους Ιωάννη Σακκά, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Φώτιο Βαρεμένο, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και Σοφία Παπαδήμα, Πρωτοδίκη Δ.Δ. (εισηγήτρια) και γραμματέα τη Σουλτάνα Χρυσοπούλου, δικαστική υπάλληλο, γ ι α να δικάσει την προσφυγή με χρονολογία κατάθεσης 26.10.2007, τ ω ν 1) Ιερομονάχου π. Νεκταρίου Γκολιόπουλου και 2) Ιερομονάχου π. Ιγνατίου Σταυρόπουλου, οι οποίοι παραστάθηκαν μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους Κωνσταντίνου Ζησιμόπουλου και Αλεξάνδρου Λουκόπουλου, κ α τ ά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου», που εδρεύει στη Ναύπακτο και εκπροσωπείται από τον Μητροπολίτη, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Πάσσιου. Κατά τη συζήτηση, οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά. Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Η κ ρ ί σ η τ ο υ ε ί ν α ι η ε ξ ή ς : 1. Επειδή, η κρινόμενη προσφυγή νομίμως φέρεται προς συζήτηση μετά την έκδοση της 577/2009 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο, ως καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο. Με την προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχετ. τα 2433629 και 4018206 Σειράς Α’ παράβολα Δημοσίου), ζητείται η ακύρωση α) της 710/24.9.2007 απόφασης του Μητροπολίτη της Ιεράς Μητρόπολης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, με την οποία ο πρώτος προσφεύγων διαγράφηκε από την κατάσταση μισθοδοσίας της παραπάνω Μητρόπολης και β) της 717/26.9.2007 απόφασης του ιδίου ως άνω Οργάνου, με την οποία ο δεύτερος προσφεύγων διαγράφηκε από την κατάσταση μισθοδοσίας της ίδιας Μητρόπολης. Η προσφυγή ασκείται νομίμως, οι δε προσφεύγοντες παραδεκτώς ομοδικούν, εν όψει των οριζομένων στα άρθρα 115, 122 και 123 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και είναι περαιτέρω εξεταστέα κατ’ ουσίαν. 2. Επειδή, ο Κανονισμός 5/1978 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Α’ 48) «περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων» ορίζει στο άρθρο 1 ότι : «1. Σκοπός του παρόντος Κώδικος είναι η καθιέρωσις κανόνων διεπόντων την υπηρεσιακήν κατάστασιν των υπαλλήλων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου …2. Εις τας διατάξεις του παρόντος υπάγονται πάντες οι τακτικοί, οι επί θητεία και οι μετακλητοί υπάλληλοι των ιερών Μητροπόλεων και λοιπών εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου περιλαμβανομέ- νων και των ασφαλιστικών τον κλήρου οργανισμών ανεξαρτήτως της ιδιότητος αυτών ως κληρικών, μοναχών η λαϊκών … Οι υπάλληλοι των γραφείων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, οι ιεροκήρυκες και οι υπάλληλοι των Ιερών μονών υπάγονται εις τον παρόντα κώδικα, … 3. …», στην παράγραφο 1 του άρθρου 43 ότι : « Ο τακτικός εκκλησιαστικός υπάλληλος δικαιούται του βασικού μισθού της θέσεως και του βαθμού του, κατά το οριζόμενον εκάστοτε διά τους τακτικούς δημοσίους υπαλλή- λους αντίστοιχου κλάδου και βαθμού μισθολόγιον, …», στο άρθρο 44 ότι : «1. Η επί του μισθού αξίωσις του εκκλησιαστικού υπαλλήλου άρχεται. α) Του διορισθέντος από της εγκαταστάσεως εις την θέσιν του, προσηκόντως βεβαιουμένης. β) … γ) … δ) … 2. … 3. Μισθός δεν οφείλεται διά μη παρασχεθείσαν, υπαιτιότητι του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, υπηρεσίαν, ανυπαιτίως δε κατά την κρίσιν της υπηρεσίας. …», στο άρθρο 130 ότι : «1. Η υπαλληλική σχέσις λύεται διά του θανάτου, της εκπτώσεως, της αποδοχής της παραιτήσεως και της απολύσεως του εκκλησιαστικού υπαλλήλου. 2. Επί των επί θητεία εκκλησιαστικών υπαλλήλων η υπαλληλική σχέσις λύεται αυτοδίκαιως και διά της παρελεύσεως του χρόνου της θητείας εφ όσον αύτη δεν ήθελεν ανανεωθή πρό της λήξεώς της. 3. ..» και στο άρθρο 148 ότι : «1. Κληρικοί διοριζόμενοι καθ’ οιονδήποτε τρόπον είς θέσεις εκκλησιαστι-κων υπαλλήλων θεωρούνται μετακλητοί υπάλληλοι εφ’ όσον είναι διωρισμένοι εις θέσιν εφημερίου ενοριακού ναού. 2. Δια τον διορισμόν Κληρικών ή μοναχών εις θέσεις οριζομένας ως τακτικάς εφαρμόζονται αι διατάξεις του παρόντος απαιτουμένης επιπροσθέτως άδειας εις ον υπάγονται ούτοι αρχιερέως. … 3. Οι κατά την παρ. 1 του παρόντος μετακλητοί υπάλληλοι υπέχουν απάσας τας υποχρεώσεις του τακτικού υπαλλήλου και απολαύουν των αυτών οίων και ούτοι δικαιωμάτων πλην του δικαιώματος της μονιμότητος δυνάμενοι να απολυθούν δια πράξεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου εκδιδομένης μετ’ απόφασιν του υπηρεσιακού συμβουλίου εις οίας περιπτώσεις επιτρέπεται να απολυθή και ο τακτικός υπάλληλος ως και οσάκις προηγήθη πράξις του οικείου αρχιερέως δι’ ής ούτοι εντέλλονται όπως επιστρέψουν εις την μονήν της μετανοίας των ή όπως ασκήσουν καθήκοντα ή άσκησις των οποίων καθιστά αδύνατον την παράλληλον άσκησιν και των υπαλληλίσκων των καθηκόντων. …4. …». 3. Επειδή, περαιτέρω, ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977, Α’ 146) ορίζει στο άρθρο 37 ότι: «1. Ο εφημέριος μεριμνά δια την λατρευτικήν και πνευματικήν ζωήν των ενοριτών και δια πάν ζήτημα αφορών εις την πνευματικήν και υλικήν πρόοδον της Εκκλησίας. 2. Αι κεναί οργανικαί εφημεριακαί θέσεις πληρούνται μονίμως μεν δι’ εγγάμων πρεσβυτέρων, προσωρινώς δε και αγάμων, κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα, …3. …4. …» και στο άρθρο 38 παρ. 1 ότι : «Τα της μισθοδοσίας των εφημερίων και των διακόνων διέπονται υπό των ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων». Συναφώς, ο 2/1969 Κανονισμός της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «Περί Ιερών Ναών, Ενοριών και Εφημε΄ριων» (Α’ 193), ο οποίος εφαρμόζεται βάσει του άρθρου 67 του ν. 590/1977, ορίζει στο άρθρο 33 ότι: «1. Οι εφημέριοι των Ενοριακών Ναών, οι καταλαμβάνοντες οργανικά εφημεριακά θέσεις υπό την έννοιαν του παρόντος Κανονισμού, είναι τακτικοί, διοριζόμενοι υπό του οικείου Αρχιερέως ως ακολούθως. 2. … 3. … 4. Εις την κενήν οργανικήν θέσιν και μέχρι της κατά τον παρόντα Κανονισμόν πληρώσεως αυτής διά τακτικού εφημερίου, ο οικείος Αρχιερεύς τοποθετεί προσωρινόν εφημέριον (άρθρο 46 παρ. 4 α.ν. 2200/40)» και στο άρθρο 45 παρ. 1 και 2 ότι: «1. Απαγορεύεται η ανακήρυξις Ιερομονάχων ως υποψηφίων εφημερίων (άρθρον 56 παρ. 1 α.ν. 2200/40 ως ετροποποιήθη). 2. Οι καλούμενοι προσωρινώς εις χηρευούσας ενορίας Ιερομόναχοι παραμένουσιν εις αυτάς μέχρι της οριστικής πληρώσεως της θέσεως (άρθρον 56 παρ. 2 α.ν. 2200/40)». 4. Επειδή, εξάλλου, όπως έχει κριθεί, το επιτίμιο ακοινωνησίας, το οποίο επιβάλλεται από την Εκκλησία, ως πνευματικό οργανισμό, στους λειτουργούς της, δεν προβλέπεται από πολιτειακό νόμο, αλλά από ιερούς κανόνες πνευματικής φύσης [Κανών 5 Α’ Οικουμενικής Συνόδου, Κανών 8 Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, Κανόνες 2 και 17 Συνόδου Αντιοχείας, Κα- νόνες 29 (37) και 79 (87) Συνόδου Καρθαγένης κ.ά.] και ανάγεται στην εσωτερική μυστηριακή σχέση κοινωνίας της Ορθόδοξής Εκκλησίας με τους λειτουργούς της , σχέση στην οποία οι τελευταίοι αυτοπροαίρετα προσχωρούν δια της ιεροσύνης. Η επιβολή δε του επιτιμίου της ακοινωνησίας, ως πνευματικού περιεχομένου πράξη, δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν υπόκειται στον δικαστικό έλεγχο, ευθέως ή παρεμπιπτόντως (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2976-2991/1996, ΣτΕ 615/2004, 614/2004 κ.ά.). Από τα ανωτέρω δε, παρέπεται ότι η «ποινή» αυτή, ως εκ του αμιγώς πνευματικού της χαρακτήρα, δεν επηρεάζει την υπηρεσιακή σχέση του κληρικού με το νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας και τα δικαιώ-ματα που απορρέουν από αυτή (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 825/1988), αλλά ανα-φέρεται στην ιδιότητά του ως θρησκευτικού λειτουργού, που θεμελιώνε- ται με το μυστήριο της χειροτονίας και αποσκοπεί στη διατήρηση της εσωτερικής τάξης και πειθαρχίας στην Εκκλησία (πρβλ. ΣτΕ 2310/2008 επτ.). 5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής : Ο πρώτος προσφεύγων είχε διοριστεί σε θέση ιεροκήρυκα της ενορίας Αγίου Νικολάου Αντιρρίου της Ιεράς Μητρόπολης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, με την 648/23.11.1984 πράξη του οικείου Μητροπολίτη. Αργότερα, με την 38/3.11.1995 πράξη του ιδίου ως άνω Οργάνου, διορίστηκε προσωρινός εφημέριος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 33 του 2/1969 Κανονισμού. Στη συνέχεια όμως, με την 31/19.1.2005 πράξη του ιδίου Μητροπολίτη, ανακλήθηκε ο κατά τα άνω διορισμός του ως προσωρινού εφημερίου, ενώ με την 323/6.6.2005 απόφαση του, ο Μητροπολίτης του απαγόρευσε να λειτουργεί στα όρια της Μητρόπολης. Ακολούθως, με την 3519/6.9.2007 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, επιβλήθηκε στον πρώτο προσφεύγοντα το επιτίμιο της ακοινωνησίας, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται σε αυτή. Κατόπιν δε αυτού, ο ίδιος ως άνω Μητροπολίτης εξέδωσε την ήδη πρώτη προσβαλλομένη 710/24.9.2007 πράξη, με την οποία διέγραψε τον πρώτο προσφεύγοντα από την κατάσταση μισθοδοσίας της παραπάνω Ιεράς Μητρόπολής, με την αιτιολογία ότι : «Κατόπιν εκδόσεως της από 4-9-2007 (αριθμ. Πρωτ. 3519/6.9.2007) Συνοδικής αποφάσεως περί επιβολής εις σε του επιτιμίου της «αποκοπής εκ της εκκλησιαστικής Κοινωνίας», ήτοι του επιτιμίου «της ακοινωνησίας», δια του οποίου «στερείσθε της δυνατότητος ίνα τελείτε την θείαν Λειτουργίαν και οιανδήποτε ιεροπραξίαν και τελετήν και μετέχητε του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας», εξέλιπε η δυνατότης να προσφέρης οιανδήποτε υπηρεσίαν εις την Ιεράν Μητρόπολιν και δια τούτο διαγράφομεν σε εκ της καταστάσεως μισθοδοσίας των Κληρικών της Ιεράς ημών Μητροπό-λεως». Εξάλου, ο δεύτερος προσφεύγων, ο οποίος είχε διοριστεί σε οργανική θέση ιεροκήρυκα – εκκλησιαστικού υπαλλήλου του νομικού προσώπου της ίδιας ως άνω Ιεράς Μητρόπολης με την 2/10.10.1983 πράξη του οικείου Μητροπολίτη, απολύθηκε από την θέση αυτή, με την 398/23.6.2005 απόφαση του ίδιου Μητροπολίτη, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της 4/20.5.2005 απόφασης της Ιεράς Συνόδου, περί επιβολής σε αυτόν της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης. Στη συνέχεια δε, με την 3519/6.9.2007 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, επιβλήθηκε στον δεύτερο προσφεύγοντα το επιτίμιο της ακοινωνησίας, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται σε αυτή. Κατόπιν δε αυτού, ο ίδιος ως άνω Μητροπολίτης εξέδωσε την ήδη δεύτερη προσβαλλόμενη 717/26.9.2007 απόφαση, με την οποία διέγραψε τον δεύτερο προσφεύγοντα από την κατάσταση μισθοδοσίας της παραπάνω Ιεράς Μητρόπολης, με την αυτή αιτιολογία, όπως παρατέθηκε ανωτέρω. 6. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή, όπως αναπτύσσεται με το παραδεκτώς κατατεθέν από 20.9.2010 υπόμνημα, οι προσφεύγοντες ζητούν την ακύρωση των παραπάνω αποφάσεων, κατά το μέρος που τους αφορούν, προβάλλοντας ότι η διαγραφή τους από τις οικείες μισθοδοτικές καταστάσεις εδράζεται σε παράνομη και ελλιπή αιτιολογία, διότι η επιβολή του επιτιμίου της ακοινωνησίας, δεν δύναται, κατά νόμο, να οδηγήσει σε παύση της μισθοδοσίας τους, αλλά, πιθανόν, σε αναστολή της άσκησης των καθηκόντων τους, ως θρησκευτικών λειτουργών. Εξάλλου, η καθ’ ης Ιερά Μητρόπολη, με το παραδεκτώς κατατεθέν από 24.9.2010 υπόμνημα και την 138/23.4.2008 έκθεση απόψεων, ζητεί την απόρριψη της προσφυγής, προβάλλοντας ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις τυγχάνουν νόμιμες διότι α) εκδόθηκαν κατά δεσμία εξουσία, σε εκτέλεση της 3519/6.9.2007 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, η οποία είναι ανέλεγκτη από τα διοικητικά δικαστήρια, β) κατόπιν της ανωτέρω απόφασης της Ιεράς Συνόδου οι προσφεύγοντες ουδεμία υπηρεσία μπορούσαν να προσφέρουν στην Ιερά Μητρόπολη και, συνεπώς, δεν δικαιολογούνταν η μισθοδοσία τους από αυτή, γ) οι προσφεύγοντες δεν έχουν πλέον την ιδιότητα των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, δυνάμει της 31/19.1.2005 πράξης του οικείου Μητροπολίτη περί ανάκλησης του διορισμού του πρώτου προσφεύγοντος από τη θέση του προσωρινού εφημερίου και της 398/23.6.2005 απόφασης του ιδίου ως άνω Οργάνου περί απόλυσης του δευτέρου προσφεύγοντος και δ) τα εκ του νόμου απορρέοντα δικαιώματα για μισθό και ασφάλιση δεν απολαμβάνουν όσοι αργούν και δεν δύνανται να προσφέρουν τη συγκεκριμένη υπηρεσία, όπως εν προκειμένω οι προσφεύγοντες. 7. Επειδή, με βάση τα παραπάνω και εν όψει των διατάξεων που παρατέθηκαν, όπως ερμηνεύθηκαν, σε προηγούμενες σκέψεις, η αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων, με τις οποίες οι προσφεύγοντες διαγράφηκαν από τη μισθοδοτική κατάσταση των κληρικών της καθ’ ης Ιεράς Μητρόπολης για το λόγο ότι μετά την έκδοση της 3519/6.9.2007 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, με την οποία τους επιβλήθηκε το επιτίμιο της ακοινωνησίας, εξέλιπε η δυνατότητά τους να προσφέρουν οποιαδήποτε υπηρεσία στην Ιερά Μητρόπολη, δεν είναι νόμιμη. Τούτο δε διότι μόνη η επιβολή σε βάρος των προσφευγόντων του, αμιγώς πνευματικού χαρακτήρα, μέτρου του «επιτιμίου της ακοινωνησίας» με την οικεία απόφαση της Ιεράς Συνόδου, δεν επηρέασε, πολλώ δε μάλλον, δεν έλυσε, την υπηρεσιακή τους σχέση, ως κληρικών, με το νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας και τα δικαιώματά τους που απορρέουν από αυτή, όπως, εν προκειμένω, το δικαίωμα για την απόληψη μισθού. Συνεπώς, μη νομίμως διαγράφηκαν από την οικεία μισθοδοτική κατάσταση εκ μόνου λόγου της επιβολής σε βάρος τους του επιτιμίου της ακοινωνησίας, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την καθ’ ης Ιερά Μητρόπολη είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός της καθ’ ης ότι οι προσφεύγοντες μετά την έκδοση των 31/19.1.2005 και 398/23.6.2005 πράξεων του οικείου Μητροπολίτη, δεν είχαν πλέον την ιδιότητα των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, ουδεμία επιρροή ασκεί στη νομιμότητα των προσβαλλομένων, διότι αυτές δεν διαλαμβάνουν ως αιτιολογία της διαγραφής τους από τη μισθοδοτική κατάσταση τη λύση της υπαλληλικής σχέσης των προσφευγόντων με το νομικό πρόσωπο της Ιεράς Μητρόπολης, αλλά την επιβολή σε αυτούς του επιτιμίου της ακοινωνησίας. Συναφώς, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της καθ’ ης ότι οι προσφεύγοντες ουδεμία υπηρεσία μπορούσαν να προσφέρουν στην Ιερά Μητρόπολη, μετά την έκδοση της επίμαχης συνο- δικής απόφασης και, συνεπώς, δεν δικαιολογούνταν η μισθοδοσία τους από αυτή, δεδομένου ότι, κατά τα εκτεθέντα στη δεύτερη και την τέταρτη σκέψη, οι προσφεύγοντες, ως εκκλησιαστικοί υπάλληλοι, δεν απώλεσαν την αξίωση για καταβολή μισθού εκ μόνης της επιβολής σε βάρος τους του επιτιμίου της ακοινωνησίας, κατά την αιτιολογία των προσβαλλομένων. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός ότι οι προσβαλλόμενες εκδόθηκαν κατά δεσμία εξουσία σε εκτέλεση της 3519/6.9.2007 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, η οποία είναι ανέλεγκτη από τα διοικητικά δικαστήρια, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προσβαλλόμενος και τούτο διότι εν προκειμένω το Δικαστήριο δεν ελέγχει κατά νόμο την επικαλούμενη συνοδική απόφαση, αλλά τις προσβαλλόμενες εκτελεστές διοικητικές πράξεις, οι οποίες εκδόθηκαν σύμφωνα με πολιτειακούς νόμους που επιβάλλουν την τήρηση ορισμένης διοικητικής διαδικασίας. Εξάλλου, τα προβαλλόμενα από την καθ’ ης περί απείθειας και περιφρονητικής συμπεριφοράς των προσφευγόντων προς τις εκκλησιαστικές Αρχές και την πολιτική έννομη τάξη δεν συνιστούν νομικά επιχειρήματα και, ως εκ τούτου, τυγχάνουν ανεπίδεκτα δικαστικής εκτίμησης. Κατόπιν όλων αυτών, οι προσβαλλόμενες πράξεις τυγχάνουν μη νόμιμες και, για το λόγο αυτό, ακυρωτέες, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την προσφυγή. 8. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις. Περαιτέρω, το καταβληθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί στους προσφεύγοντες, η δε καθ’ ης Ιερά Μητρόπολη να απαλλαγεί από την καταβολή των δικαστικών εξόδων των προσφευγόντων, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων (άρθ. 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).
Δ ι α τ α ύ τ α Δέχεται την προσφυγή.
Ακυρώνει α) την 710/24.9.2007 απόφαση του Μητροπολίτη της Ιεράς Μητρόπολης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου και
β) την 717/26.9.2007 απόφαση του ιδίου ως άνω Οργάνου. Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στους προσφεύγοντες. Απαλλάσσει την καθ’ ης Ιερά Μητρόπολη από την καταβολή δικαστικών εξόδων. Η διάσκεψη έγινε στο Μεσολόγγι στις 20.10.2010 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 29-10-2010. Ο Πρόεδρος Η Εισηγήτρια Η Γραμματέας
Αριθμός Απόφασης 191/ 2010
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΤΡΙΜΕΛΕΣ
σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, ημέρα Τρίτη και ώρα 10.00, με δικαστές τους Ιωάννη Σακκά, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Φώτιο Βαρεμένο, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και Σοφία Παπαδήμα, Πρωτοδίκη Δ.Δ. (εισηγήτρια) και γραμματέα τη Σουλτάνα Χρυσοπούλου, δικαστική υπάλληλο, γ ι α να δικάσει την προσφυγή με χρονολογία κατάθεσης 26.10.2007, τ ω ν 1) Ιερομονάχου π. Νεκταρίου Γκολιόπουλου και 2) Ιερομονάχου π. Ιγνατίου Σταυρόπουλου, οι οποίοι παραστάθηκαν μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους Κωνσταντίνου Ζησιμόπουλου και Αλεξάνδρου Λουκόπουλου, κ α τ ά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου», που εδρεύει στη Ναύπακτο και εκπροσωπείται από τον Μητροπολίτη, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Πάσσιου. Κατά τη συζήτηση, οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά. Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Η κ ρ ί σ η τ ο υ ε ί ν α ι η ε ξ ή ς : 1. Επειδή, η κρινόμενη προσφυγή νομίμως φέρεται προς συζήτηση μετά την έκδοση της 577/2009 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο, ως καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο. Με την προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχετ. τα 2433629 και 4018206 Σειράς Α’ παράβολα Δημοσίου), ζητείται η ακύρωση α) της 710/24.9.2007 απόφασης του Μητροπολίτη της Ιεράς Μητρόπολης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, με την οποία ο πρώτος προσφεύγων διαγράφηκε από την κατάσταση μισθοδοσίας της παραπάνω Μητρόπολης και β) της 717/26.9.2007 απόφασης του ιδίου ως άνω Οργάνου, με την οποία ο δεύτερος προσφεύγων διαγράφηκε από την κατάσταση μισθοδοσίας της ίδιας Μητρόπολης. Η προσφυγή ασκείται νομίμως, οι δε προσφεύγοντες παραδεκτώς ομοδικούν, εν όψει των οριζομένων στα άρθρα 115, 122 και 123 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και είναι περαιτέρω εξεταστέα κατ’ ουσίαν. 2. Επειδή, ο Κανονισμός 5/1978 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Α’ 48) «περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων» ορίζει στο άρθρο 1 ότι : «1. Σκοπός του παρόντος Κώδικος είναι η καθιέρωσις κανόνων διεπόντων την υπηρεσιακήν κατάστασιν των υπαλλήλων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου …2. Εις τας διατάξεις του παρόντος υπάγονται πάντες οι τακτικοί, οι επί θητεία και οι μετακλητοί υπάλληλοι των ιερών Μητροπόλεων και λοιπών εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου περιλαμβανομέ- νων και των ασφαλιστικών τον κλήρου οργανισμών ανεξαρτήτως της ιδιότητος αυτών ως κληρικών, μοναχών η λαϊκών … Οι υπάλληλοι των γραφείων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, οι ιεροκήρυκες και οι υπάλληλοι των Ιερών μονών υπάγονται εις τον παρόντα κώδικα, … 3. …», στην παράγραφο 1 του άρθρου 43 ότι : « Ο τακτικός εκκλησιαστικός υπάλληλος δικαιούται του βασικού μισθού της θέσεως και του βαθμού του, κατά το οριζόμενον εκάστοτε διά τους τακτικούς δημοσίους υπαλλή- λους αντίστοιχου κλάδου και βαθμού μισθολόγιον, …», στο άρθρο 44 ότι : «1. Η επί του μισθού αξίωσις του εκκλησιαστικού υπαλλήλου άρχεται. α) Του διορισθέντος από της εγκαταστάσεως εις την θέσιν του, προσηκόντως βεβαιουμένης. β) … γ) … δ) … 2. … 3. Μισθός δεν οφείλεται διά μη παρασχεθείσαν, υπαιτιότητι του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, υπηρεσίαν, ανυπαιτίως δε κατά την κρίσιν της υπηρεσίας. …», στο άρθρο 130 ότι : «1. Η υπαλληλική σχέσις λύεται διά του θανάτου, της εκπτώσεως, της αποδοχής της παραιτήσεως και της απολύσεως του εκκλησιαστικού υπαλλήλου. 2. Επί των επί θητεία εκκλησιαστικών υπαλλήλων η υπαλληλική σχέσις λύεται αυτοδίκαιως και διά της παρελεύσεως του χρόνου της θητείας εφ όσον αύτη δεν ήθελεν ανανεωθή πρό της λήξεώς της. 3. ..» και στο άρθρο 148 ότι : «1. Κληρικοί διοριζόμενοι καθ’ οιονδήποτε τρόπον είς θέσεις εκκλησιαστι-κων υπαλλήλων θεωρούνται μετακλητοί υπάλληλοι εφ’ όσον είναι διωρισμένοι εις θέσιν εφημερίου ενοριακού ναού. 2. Δια τον διορισμόν Κληρικών ή μοναχών εις θέσεις οριζομένας ως τακτικάς εφαρμόζονται αι διατάξεις του παρόντος απαιτουμένης επιπροσθέτως άδειας εις ον υπάγονται ούτοι αρχιερέως. … 3. Οι κατά την παρ. 1 του παρόντος μετακλητοί υπάλληλοι υπέχουν απάσας τας υποχρεώσεις του τακτικού υπαλλήλου και απολαύουν των αυτών οίων και ούτοι δικαιωμάτων πλην του δικαιώματος της μονιμότητος δυνάμενοι να απολυθούν δια πράξεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου εκδιδομένης μετ’ απόφασιν του υπηρεσιακού συμβουλίου εις οίας περιπτώσεις επιτρέπεται να απολυθή και ο τακτικός υπάλληλος ως και οσάκις προηγήθη πράξις του οικείου αρχιερέως δι’ ής ούτοι εντέλλονται όπως επιστρέψουν εις την μονήν της μετανοίας των ή όπως ασκήσουν καθήκοντα ή άσκησις των οποίων καθιστά αδύνατον την παράλληλον άσκησιν και των υπαλληλίσκων των καθηκόντων. …4. …». 3. Επειδή, περαιτέρω, ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977, Α’ 146) ορίζει στο άρθρο 37 ότι: «1. Ο εφημέριος μεριμνά δια την λατρευτικήν και πνευματικήν ζωήν των ενοριτών και δια πάν ζήτημα αφορών εις την πνευματικήν και υλικήν πρόοδον της Εκκλησίας. 2. Αι κεναί οργανικαί εφημεριακαί θέσεις πληρούνται μονίμως μεν δι’ εγγάμων πρεσβυτέρων, προσωρινώς δε και αγάμων, κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα, …3. …4. …» και στο άρθρο 38 παρ. 1 ότι : «Τα της μισθοδοσίας των εφημερίων και των διακόνων διέπονται υπό των ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων». Συναφώς, ο 2/1969 Κανονισμός της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «Περί Ιερών Ναών, Ενοριών και Εφημε΄ριων» (Α’ 193), ο οποίος εφαρμόζεται βάσει του άρθρου 67 του ν. 590/1977, ορίζει στο άρθρο 33 ότι: «1. Οι εφημέριοι των Ενοριακών Ναών, οι καταλαμβάνοντες οργανικά εφημεριακά θέσεις υπό την έννοιαν του παρόντος Κανονισμού, είναι τακτικοί, διοριζόμενοι υπό του οικείου Αρχιερέως ως ακολούθως. 2. … 3. … 4. Εις την κενήν οργανικήν θέσιν και μέχρι της κατά τον παρόντα Κανονισμόν πληρώσεως αυτής διά τακτικού εφημερίου, ο οικείος Αρχιερεύς τοποθετεί προσωρινόν εφημέριον (άρθρο 46 παρ. 4 α.ν. 2200/40)» και στο άρθρο 45 παρ. 1 και 2 ότι: «1. Απαγορεύεται η ανακήρυξις Ιερομονάχων ως υποψηφίων εφημερίων (άρθρον 56 παρ. 1 α.ν. 2200/40 ως ετροποποιήθη). 2. Οι καλούμενοι προσωρινώς εις χηρευούσας ενορίας Ιερομόναχοι παραμένουσιν εις αυτάς μέχρι της οριστικής πληρώσεως της θέσεως (άρθρον 56 παρ. 2 α.ν. 2200/40)». 4. Επειδή, εξάλλου, όπως έχει κριθεί, το επιτίμιο ακοινωνησίας, το οποίο επιβάλλεται από την Εκκλησία, ως πνευματικό οργανισμό, στους λειτουργούς της, δεν προβλέπεται από πολιτειακό νόμο, αλλά από ιερούς κανόνες πνευματικής φύσης [Κανών 5 Α’ Οικουμενικής Συνόδου, Κανών 8 Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, Κανόνες 2 και 17 Συνόδου Αντιοχείας, Κα- νόνες 29 (37) και 79 (87) Συνόδου Καρθαγένης κ.ά.] και ανάγεται στην εσωτερική μυστηριακή σχέση κοινωνίας της Ορθόδοξής Εκκλησίας με τους λειτουργούς της , σχέση στην οποία οι τελευταίοι αυτοπροαίρετα προσχωρούν δια της ιεροσύνης. Η επιβολή δε του επιτιμίου της ακοινωνησίας, ως πνευματικού περιεχομένου πράξη, δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν υπόκειται στον δικαστικό έλεγχο, ευθέως ή παρεμπιπτόντως (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2976-2991/1996, ΣτΕ 615/2004, 614/2004 κ.ά.). Από τα ανωτέρω δε, παρέπεται ότι η «ποινή» αυτή, ως εκ του αμιγώς πνευματικού της χαρακτήρα, δεν επηρεάζει την υπηρεσιακή σχέση του κληρικού με το νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας και τα δικαιώ-ματα που απορρέουν από αυτή (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 825/1988), αλλά ανα-φέρεται στην ιδιότητά του ως θρησκευτικού λειτουργού, που θεμελιώνε- ται με το μυστήριο της χειροτονίας και αποσκοπεί στη διατήρηση της εσωτερικής τάξης και πειθαρχίας στην Εκκλησία (πρβλ. ΣτΕ 2310/2008 επτ.). 5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής : Ο πρώτος προσφεύγων είχε διοριστεί σε θέση ιεροκήρυκα της ενορίας Αγίου Νικολάου Αντιρρίου της Ιεράς Μητρόπολης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, με την 648/23.11.1984 πράξη του οικείου Μητροπολίτη. Αργότερα, με την 38/3.11.1995 πράξη του ιδίου ως άνω Οργάνου, διορίστηκε προσωρινός εφημέριος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 33 του 2/1969 Κανονισμού. Στη συνέχεια όμως, με την 31/19.1.2005 πράξη του ιδίου Μητροπολίτη, ανακλήθηκε ο κατά τα άνω διορισμός του ως προσωρινού εφημερίου, ενώ με την 323/6.6.2005 απόφαση του, ο Μητροπολίτης του απαγόρευσε να λειτουργεί στα όρια της Μητρόπολης. Ακολούθως, με την 3519/6.9.2007 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, επιβλήθηκε στον πρώτο προσφεύγοντα το επιτίμιο της ακοινωνησίας, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται σε αυτή. Κατόπιν δε αυτού, ο ίδιος ως άνω Μητροπολίτης εξέδωσε την ήδη πρώτη προσβαλλομένη 710/24.9.2007 πράξη, με την οποία διέγραψε τον πρώτο προσφεύγοντα από την κατάσταση μισθοδοσίας της παραπάνω Ιεράς Μητρόπολής, με την αιτιολογία ότι : «Κατόπιν εκδόσεως της από 4-9-2007 (αριθμ. Πρωτ. 3519/6.9.2007) Συνοδικής αποφάσεως περί επιβολής εις σε του επιτιμίου της «αποκοπής εκ της εκκλησιαστικής Κοινωνίας», ήτοι του επιτιμίου «της ακοινωνησίας», δια του οποίου «στερείσθε της δυνατότητος ίνα τελείτε την θείαν Λειτουργίαν και οιανδήποτε ιεροπραξίαν και τελετήν και μετέχητε του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας», εξέλιπε η δυνατότης να προσφέρης οιανδήποτε υπηρεσίαν εις την Ιεράν Μητρόπολιν και δια τούτο διαγράφομεν σε εκ της καταστάσεως μισθοδοσίας των Κληρικών της Ιεράς ημών Μητροπό-λεως». Εξάλου, ο δεύτερος προσφεύγων, ο οποίος είχε διοριστεί σε οργανική θέση ιεροκήρυκα – εκκλησιαστικού υπαλλήλου του νομικού προσώπου της ίδιας ως άνω Ιεράς Μητρόπολης με την 2/10.10.1983 πράξη του οικείου Μητροπολίτη, απολύθηκε από την θέση αυτή, με την 398/23.6.2005 απόφαση του ίδιου Μητροπολίτη, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της 4/20.5.2005 απόφασης της Ιεράς Συνόδου, περί επιβολής σε αυτόν της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης. Στη συνέχεια δε, με την 3519/6.9.2007 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, επιβλήθηκε στον δεύτερο προσφεύγοντα το επιτίμιο της ακοινωνησίας, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται σε αυτή. Κατόπιν δε αυτού, ο ίδιος ως άνω Μητροπολίτης εξέδωσε την ήδη δεύτερη προσβαλλόμενη 717/26.9.2007 απόφαση, με την οποία διέγραψε τον δεύτερο προσφεύγοντα από την κατάσταση μισθοδοσίας της παραπάνω Ιεράς Μητρόπολης, με την αυτή αιτιολογία, όπως παρατέθηκε ανωτέρω. 6. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή, όπως αναπτύσσεται με το παραδεκτώς κατατεθέν από 20.9.2010 υπόμνημα, οι προσφεύγοντες ζητούν την ακύρωση των παραπάνω αποφάσεων, κατά το μέρος που τους αφορούν, προβάλλοντας ότι η διαγραφή τους από τις οικείες μισθοδοτικές καταστάσεις εδράζεται σε παράνομη και ελλιπή αιτιολογία, διότι η επιβολή του επιτιμίου της ακοινωνησίας, δεν δύναται, κατά νόμο, να οδηγήσει σε παύση της μισθοδοσίας τους, αλλά, πιθανόν, σε αναστολή της άσκησης των καθηκόντων τους, ως θρησκευτικών λειτουργών. Εξάλλου, η καθ’ ης Ιερά Μητρόπολη, με το παραδεκτώς κατατεθέν από 24.9.2010 υπόμνημα και την 138/23.4.2008 έκθεση απόψεων, ζητεί την απόρριψη της προσφυγής, προβάλλοντας ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις τυγχάνουν νόμιμες διότι α) εκδόθηκαν κατά δεσμία εξουσία, σε εκτέλεση της 3519/6.9.2007 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, η οποία είναι ανέλεγκτη από τα διοικητικά δικαστήρια, β) κατόπιν της ανωτέρω απόφασης της Ιεράς Συνόδου οι προσφεύγοντες ουδεμία υπηρεσία μπορούσαν να προσφέρουν στην Ιερά Μητρόπολη και, συνεπώς, δεν δικαιολογούνταν η μισθοδοσία τους από αυτή, γ) οι προσφεύγοντες δεν έχουν πλέον την ιδιότητα των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, δυνάμει της 31/19.1.2005 πράξης του οικείου Μητροπολίτη περί ανάκλησης του διορισμού του πρώτου προσφεύγοντος από τη θέση του προσωρινού εφημερίου και της 398/23.6.2005 απόφασης του ιδίου ως άνω Οργάνου περί απόλυσης του δευτέρου προσφεύγοντος και δ) τα εκ του νόμου απορρέοντα δικαιώματα για μισθό και ασφάλιση δεν απολαμβάνουν όσοι αργούν και δεν δύνανται να προσφέρουν τη συγκεκριμένη υπηρεσία, όπως εν προκειμένω οι προσφεύγοντες. 7. Επειδή, με βάση τα παραπάνω και εν όψει των διατάξεων που παρατέθηκαν, όπως ερμηνεύθηκαν, σε προηγούμενες σκέψεις, η αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων, με τις οποίες οι προσφεύγοντες διαγράφηκαν από τη μισθοδοτική κατάσταση των κληρικών της καθ’ ης Ιεράς Μητρόπολης για το λόγο ότι μετά την έκδοση της 3519/6.9.2007 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, με την οποία τους επιβλήθηκε το επιτίμιο της ακοινωνησίας, εξέλιπε η δυνατότητά τους να προσφέρουν οποιαδήποτε υπηρεσία στην Ιερά Μητρόπολη, δεν είναι νόμιμη. Τούτο δε διότι μόνη η επιβολή σε βάρος των προσφευγόντων του, αμιγώς πνευματικού χαρακτήρα, μέτρου του «επιτιμίου της ακοινωνησίας» με την οικεία απόφαση της Ιεράς Συνόδου, δεν επηρέασε, πολλώ δε μάλλον, δεν έλυσε, την υπηρεσιακή τους σχέση, ως κληρικών, με το νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας και τα δικαιώματά τους που απορρέουν από αυτή, όπως, εν προκειμένω, το δικαίωμα για την απόληψη μισθού. Συνεπώς, μη νομίμως διαγράφηκαν από την οικεία μισθοδοτική κατάσταση εκ μόνου λόγου της επιβολής σε βάρος τους του επιτιμίου της ακοινωνησίας, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την καθ’ ης Ιερά Μητρόπολη είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός της καθ’ ης ότι οι προσφεύγοντες μετά την έκδοση των 31/19.1.2005 και 398/23.6.2005 πράξεων του οικείου Μητροπολίτη, δεν είχαν πλέον την ιδιότητα των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, ουδεμία επιρροή ασκεί στη νομιμότητα των προσβαλλομένων, διότι αυτές δεν διαλαμβάνουν ως αιτιολογία της διαγραφής τους από τη μισθοδοτική κατάσταση τη λύση της υπαλληλικής σχέσης των προσφευγόντων με το νομικό πρόσωπο της Ιεράς Μητρόπολης, αλλά την επιβολή σε αυτούς του επιτιμίου της ακοινωνησίας. Συναφώς, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της καθ’ ης ότι οι προσφεύγοντες ουδεμία υπηρεσία μπορούσαν να προσφέρουν στην Ιερά Μητρόπολη, μετά την έκδοση της επίμαχης συνο- δικής απόφασης και, συνεπώς, δεν δικαιολογούνταν η μισθοδοσία τους από αυτή, δεδομένου ότι, κατά τα εκτεθέντα στη δεύτερη και την τέταρτη σκέψη, οι προσφεύγοντες, ως εκκλησιαστικοί υπάλληλοι, δεν απώλεσαν την αξίωση για καταβολή μισθού εκ μόνης της επιβολής σε βάρος τους του επιτιμίου της ακοινωνησίας, κατά την αιτιολογία των προσβαλλομένων. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός ότι οι προσβαλλόμενες εκδόθηκαν κατά δεσμία εξουσία σε εκτέλεση της 3519/6.9.2007 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, η οποία είναι ανέλεγκτη από τα διοικητικά δικαστήρια, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προσβαλλόμενος και τούτο διότι εν προκειμένω το Δικαστήριο δεν ελέγχει κατά νόμο την επικαλούμενη συνοδική απόφαση, αλλά τις προσβαλλόμενες εκτελεστές διοικητικές πράξεις, οι οποίες εκδόθηκαν σύμφωνα με πολιτειακούς νόμους που επιβάλλουν την τήρηση ορισμένης διοικητικής διαδικασίας. Εξάλλου, τα προβαλλόμενα από την καθ’ ης περί απείθειας και περιφρονητικής συμπεριφοράς των προσφευγόντων προς τις εκκλησιαστικές Αρχές και την πολιτική έννομη τάξη δεν συνιστούν νομικά επιχειρήματα και, ως εκ τούτου, τυγχάνουν ανεπίδεκτα δικαστικής εκτίμησης. Κατόπιν όλων αυτών, οι προσβαλλόμενες πράξεις τυγχάνουν μη νόμιμες και, για το λόγο αυτό, ακυρωτέες, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την προσφυγή. 8. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις. Περαιτέρω, το καταβληθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί στους προσφεύγοντες, η δε καθ’ ης Ιερά Μητρόπολη να απαλλαγεί από την καταβολή των δικαστικών εξόδων των προσφευγόντων, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων (άρθ. 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).
Δ ι α τ α ύ τ α Δέχεται την προσφυγή.
Ακυρώνει α) την 710/24.9.2007 απόφαση του Μητροπολίτη της Ιεράς Μητρόπολης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου και
β) την 717/26.9.2007 απόφαση του ιδίου ως άνω Οργάνου. Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στους προσφεύγοντες. Απαλλάσσει την καθ’ ης Ιερά Μητρόπολη από την καταβολή δικαστικών εξόδων. Η διάσκεψη έγινε στο Μεσολόγγι στις 20.10.2010 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 29-10-2010. Ο Πρόεδρος Η Εισηγήτρια Η Γραμματέας
Ο Μητροπολιτης Ναυπακτου, υπέβαλε αίτηση και το Διοικητικό Εφετείο Πατρων, έκανε δεκτή την Έφεση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο επιτίμιο ακοινωνησίας, το οποίο επιβάλλεται από την Εκκλησία, ως πνευματικό οργανισμό, στους λειτουργούς της, δεν προβλέπεται από πολιτειακό νόμο, αλλά σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες πνευματικής φύσης [Κανών 5 Α’ Οικουμενικής Συνόδου, Κανών 8 Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, Κανόνες 2 και 17 Συνόδου Αντιοχείας, Κανόνες 29 (37) και 79 (87) Συνόδου Καρθαγένης κ.ά.], ανάγεται στην εσωτερική μυστηριακή σχέση κοινωνίας της Ορθόδοξής Εκκλησίας με τους λειτουργούς της, οι οποίοι αυτοπροαίρετα προσχωρούν δια της ιεροσύνης. Η επιβολή του επιτιμίου της ακοινωνησίας, ως πνευματικού αμιγώς περιεχομένου πράξη, δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν υπόκειται στον δικαστικό έλεγχο, ευθέως ή παρεμπιπτόντως (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2976-2991/1996, ΣτΕ 615/2004, 614/2004 κ.ά.). Όθεν συνάγεται ότι δεν επηρεάζει την υπηρεσιακή σχέση του κληρικού με το νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 825/1988), αλλά αναφέρεται στην ιδιότητά του ως θρησκευτικού λειτουργού, που θεμελιώνεται με το μυστήριο της χειροτονίας και αποσκοπεί στη διατήρηση της εσωτερικής τάξης και πειθαρχίας στην Εκκλησία (πρβλ. ΣτΕ 2310/2008 επτ.)
ΑπάντησηΔιαγραφή