ΑΠΑΝΤΗΤΙΚΟ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΟΜΕΝΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ & ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ
ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΟΜΕΝΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ & ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ
ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΟΥΝΤΟΣ ΩΣ ΑΝΑΚΡΙΤΟΥ πρ. κ. Θ. Βαμβίνη
ΥΠΟ
Αρχιμ. Ιγνάτιου Σ. Σταυρόπουλου Δρ, (κατά κόσμο,
Πλάτων Απόστολος Ιγνάτιος)
(με Αρ. Ταυτ.
Σ 777425, Α.Τ. Ναυπάκτου, Ιδρυτικού Μέλους και
Γραμματέα της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, ίδρυση ως νπδδ,
1980)
Κατοίκου Ναυπάκτου, εγκαταβιούντος
–
φιλοξενουμένου, στην Ιερά Μονή
Μεταμορφώσεως του Σωτήρος
Γενικά:
Α. Αρνούμαι στο σύνολό
τους τις αποδιδόμενες στο πρόσωπό μου, κατωτέρω κατηγορίες, όπως αυτές
αναλυτικότερα αναφέρονται στην με αρ. πρωτ. 461/ 26 -11- 2012 καταγγελία –
«κανονική αγωγή και δίωξη», του Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγ.
Βλασίου.
Β. Οι κατηγορίες
περιγράφονται ως: α) «Δεινή καταφρόνηση των Αποφάσεων της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής
Αρχής…, κατά συρροήν, β) «Στρηνιασμό κατά
της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Αρχής…», γ)
«Τέλεση …αντικανονικής «λειτουργίας», δ) Καταφρόνηση της… Εκκλησιαστικής Αρχής
και απείθεια προς Αυτήν», ε) « Δεινή
παράβαση της μοναχικής ομολογίας… κατά συρροήν, στ) « Σκανδαλισμό της
συνειδήσεως των πιστών…».
Γ. Όμως, όλες οι ανωτέρω «κατηγορίες» ελέγχονται ως παντελώς
αβάσιμες, αόριστες, αυθαίρετες, πλημμελώς αιτιολογημένες, αστήρικτες,
αναληθείς, προσχηματικού χαρακτήρα, κατευθυνόμενες, εκδικητικού χαρακτήρα και
με στόχευση όχι το δίκαιο ή τη συμμόρφωση, αλλά την προσωπική «εξόντωση».
Ταυτόχρονα παραβαίνουν
βασικές αρχές Δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δεν πηγάζουν από την Ιερο -
Κανονική και Νόμιμη άσκηση των αρμοδιοτήτων της εποπτείας και του
ελέγχου, του επιχώριου Μητροπολίτου, ή της ΔΙΣ, του νομικού προσώπου της
Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως αυτές απορρέουν από τους Νόμους της Ελληνικής
Πολιτείας ή από τους Ιερούς Κανόνες και τις Ιερές Παραδόσεις της
Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ειδικότερα:
ΜΕΡΟΣ
Α'
ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ
ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ
1) α. Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας (ΙΣΙ), και όχι η
Διαρκής Ιερά Σύνοδος (ΔIΣ), είναι η «Ανωτάτη Αρχή της Εκκλησίας
της Ελλάδος». Παραπλανητική και αναληθής λοιπόν η περιγραφή στην κατηγορία
με αρ Α΄ και με αρ. Β΄ τάχα περί «καταφρόνησης» και «στρηνιασμού» κατά της Ανωτάτης
Εκκλησιαστικής Αρχής», χωρίς κάν να
αναφέρεται το πότε ακριβώς και ποια συγκεκριμένη απόφαση της «Ιεραρχίας»
και με ποιο ακριβώς τρόπο (ως Ανωτάτης
Αρχής) καταφρόνησα.
β. Δεν υπάρχει και δεν αναφέρεται, απείθειά μου,
σε κάποια εντολή της ΙΣΙ, από την οποίαν αναμένεται σχετική Απόφασή της,
ως προς την Νομό / Κανονικότητα της Ακοινωνησίας, επιβαλλομένης γενικώς, είτε
κατ’ εμού, είτε συλλήβδην κατά της Μοναχικής Αδελφότητος της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως Ναυπάκτου, ένθα εγκαταβιώ από της ιδρύσεώς της, ως
σήμερα.
γ. Η ΔΙΣ
εν προκειμένω, και συγκεκριμένα οι αποφάσεις της, ( 3519/ 6-9-2007, 4736/
19-12-2007, 111/ 15-1-2009, 3146/ 27-8-2010 & 1238/ 28-3-2011), τις οποίες
και αναφέρει ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου στην καταγγελία του, εκδόθηκαν καθ’
υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως. Μόνο η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας
( και όχι η ΔΙΣ), βλ. Ν. 590/ 1977 άρθρο 4,παρ. θ΄, έχει σχετική
αρμοδιότητα να «αποφασίζει δια την επιβολήν ποινής αφορισμού κατά τα υπό των
Ιερών Κανόνων οριζόμενα». Όσον δε
αφορά στις αρμοδιότητες της ΔΙΣ, (βλ. Ν. 590/ 1977 άρθρο 9, παρ. 2, «Η Δ.Ι.Σ. ασκεί πάσαν
εκκλησιαστικήν – διοικητικήν εξουσίαν… εξαιρέσει των εν τω άρθρω 4 του
παρόντος, υπό στοιχεία ζ΄, θ΄, ι΄ και ιγ΄ οριζομένων…»
δ. Εν προκειμένω η ΔΙΣ, παρέβη το καθήκον της,
και εξ όσων γνωρίζω, δεν διαβίβασε, ως όφειλε, την πρόταση – εισήγηση του Σεβ.
Μητροπολίτη Ναυπάκτου με το θέμα της Ακοινωνησίας εμού και των υπολοίπων μελών
της Μονής, προς την Ι. Σύνοδο της Ιεραρχίας, («Ανωτάτη Αρχή της
Εκκλησίας της Ελλάδος»), για την εκδίκαση – αντιμετώπιση, της όλως περίεργης αυτής, ακοινωνησίας, αλλά
εξετράπη και σε παράβαση καθήκοντος και υπέρβαση και κατάχρηση Εξουσίας. (Καν. 5ος
Α' ΟΙΚ. Συν. πρβλ. ν.90/1977 άρθρο 4 παρ. 12 & άρθρο 2
παρ. 2).
Άρα,
κρίνονται ως παραπλανητικά, αναληθή, αντιφατικά και βεβαίως εκτός νομοθετικής
εξουσιοδοτήσεως και εκτός Ιερών Κανόνων,
τα όσα, σχετικά καταγγέλλονται σήμερα, υπό του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου.
(βλ. σελ. 1 και 2 καταγγελίας αρ. πρωτ. 461/ 26-11-2012).
2) Προεστός του Μοναχού
δεν αναφέρεται ότι είναι ο οικείος Επίσκοπος, αλλά ο Ηγούμενος, και η
Αδελφότητα. « ... Σώζεις μέχρι θανάτου την υπακοήν τω Προεστώτι, και
πάση τη εν Χριστώ Αδελφότητι;». (Ακολουθία Μικρού και Μεγάλου
Σχήματος). Συνεπώς, υπακοή οφείλω εκεί που έχω δώσει όρκο, αφού, επί του
παρόντος, δεν ασκώ «εν τω κόσμω», ιεροκηρυκτικά καθήκοντα. «Πάντας
τους εν ταις εκκλησίαις και πόλεσι κληρικούς, και ταις τούτων ενορίαις μοναχούς,
οι θείοι κανόνες τοις επισκόποις εκείνων κελεύουσι», (Σχόλια
Ζωναρά στον 8ο Κανόνα της Δ' Οικ, Συν. « ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΘΕΊΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ
ΚΑΝΟΝΩΝ » τόμο 2ος σελ. 234).
Δεν
υπάρχει λοιπόν, «καταφρόνηση», και «απείθεια» κατά της «προϊσταμένης
εκκλησιαστικής Αρχής», όπως αναληθώς αναφέρει η κατηγορία με αρ. Δ΄.
3) Η «ακοινωνησία»,
προφανώς επεβλήθη σε μένα, ως προς την άσκηση του Ιεροκήρυκα «στον κόσμο»,
δηλ. ενορίες κλπ, διό και ουδεμία επικοινωνία μου υπήρξε, προς τα εκεί, μετά
την επιβολή της ακοινωνησίας από τον οικείο Επίσκοπο, προς τον οποίον όφειλα
«υπαλληλική» υπακοή.
Στο
Μοναστήρι μου ουδείς, έξωθεν της μοναστικής Αδελφότητος, μπορεί να μου
απαγορεύσει την συμμετοχή και συνεργασία μου με τους αδελφούς μου Μοναχούς και
Ιερομονάχους, και το να εκτελώ, αμελλητί, τα Ιερατικά καθήκοντα της Θείας
Λατρείας, για τα οποία βεβαίως και έχω δώσει ιερά υπόσχεση και τα οποία εντελώς
προσωπικοί συνειδησιακοί λόγοι, μου επιβάλλουν να τα εφαρμόζω πιστά, όσο μου
επιτρέπουν οι δυνάμεις μου.
Ελέγχεται
τουλάχιστον ως παντελώς ατυχής, και βέβαια μη σύμφωνος με Ι. Κανόνες της
Ορθοδοξίας ή Νόμους της Πολιτείας, ο ανύπαρκτος όρος {«αντικανονική
«λειτουργία»} (!), που αναφέρει η κατηγορία αρ. Γ΄ .
4) Μοναχική Ομολογία έδωσα, ότι θα υπακούω στον
Ηγούμενο και στην Αδελφότητα και παραμένω εισέτι πιστός. Δεν
καταγγέλλεται ουδεμία παράβαση της Μοναχικής μου Ομολογίας υπό της Αδελφότητος
του Κοινοβίου.
5) Τελώντας Θεία
Λειτουργία εντός της Μονής μου, που δεν υπάρχει
σχετική απαγόρευση από την Αδελφότητα της Μονής, δεν πράττω «δεινή παράβαση της μοναχικής ομολογίας», βλ. κατηγορία με αρ. Ε΄.
σχετική απαγόρευση από την Αδελφότητα της Μονής, δεν πράττω «δεινή παράβαση της μοναχικής ομολογίας», βλ. κατηγορία με αρ. Ε΄.
Και τούτο εγένετο για την
καθημερινή «τροφή» του Μοναχού, που δεν είναι άλλη, παρά η Θεία Μετάληψη του
Σώματος και του Αίματος του Κυρίου Ιησού Χριστού. (Βλ. κατηγ. με
αρ. ΣΤ΄).
Η ενημέρωση πιστών, προφορικώς ή γραπτώς, ή
δια κωδωνοκρουσίας από τις καμπάνες, περί του ότι γίνονται Θ. Λειτουργίες στην
Ιερά Μονή, γίνεται πάντοτε με την πεποίθηση και την βεβαιότητα, ότι δεν
υφίσταται ουδεμία δέσμευσή μου για την εδώ, εν τη Ιερά Μονή, άσκηση των
Ιερατικών μου καθηκόντων.
6) Ουδέναν εσκανδάλισα,
γιατί σκανδαλισμός είναι, το να εμποδίσεις κάποιον, με λόγους, έργα, και με
γραπτά κείμενα, από την ορθή οδό του καθήκοντος, που οδηγεί στην Βασιλεία
των ουρανών, «τί δε εστί τα σκάνδαλα; Τα κωλύματα της ορθής
οδού» (Χρυσόστομος).
Επ' αυτού ο Κύριος είναι
λίαν σαφής και κατηγορηματικός, «ύπαγε οπίσω Μου, σατανά. σκάνδαλόν μου
ει ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων» (Ματθ. 16,21-23 ).
Δεν αναφέρεται και δεν
αποδεικνύεται ούτε το ποιοι, ούτε το
πότε ούτε το γιατί προκλήθηκε «σκανδαλισμός συνειδήσεως πιστών», βλ. κατηγορία
με αρ. ΣΤ΄.
7) Ο σκανδαλισμός
αλλού οφείλει να αναζητηθεί. Σε όλους
αυτούς που πρώτοι «ήρξαντο χειρών αδίκων», ως ήδη ελέχθη ανωτέρω. Δηλαδή
στον οικείο Επίσκοπο και τα μέλη της ΔΙΣ που παρέβησαν, ενσυνείδητα, τα
καθήκοντά τους, και «ετσιθελικά» εξετράπησαν σε υπέρβαση και κατάχρηση
Εξουσίας, για να ικανοποιήσουν το παράτολμο αίτημα του οικείου Επισκόπου
της Επαρχίας Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, που οδήγησε την υπόθεση σε πενταετή
περιπέτεια, γιατί είναι αλήθεια, ότι «ενός κακού μύρια έπονται».
ΜΕΡΟΣ
Β'
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ
1) Ο Κανόνας 10ος των Αγ.
Αποστόλων ομιλεί «περί του συνευχομένου με αφωρισμένο, σε σπίτι ». Δεν με αφορά
διότι δεν κατηγορούμαι για κάτι τέτοιο.
2) Ο Κανόνας 39ος των Αγ.
Αποστόλων αφορά τον Πρεσβύτερο και τον Διάκονο του κοσμικού Ιερατείου. Δεν με
αφορά διότι δεν κατηγορούμαι για κάτι τέτοιο.
3) Κανόνας 5ος
Α' ΟΙΚ. Συνόδου, ομιλεί «περί έρευνας του αφορισμού από το σύνολο των
Επισκόπων», και εν προκειμένω της ΙΣΙ.
Ως «κατηγορούμενος», αναμένω εισέτι την Απόφασή της ΙΣΙ, με τις σύννομες
και Κανονικές ενέργειες της ΔΙΣ.
4) Ο Κανόνας 8ος της Δ ΟΙΚ. Συνόδου ομιλεί «περί
των Ιερομονάχων που εκτελούν Εφημεριακά καθήκοντα στον κόσμο». Ο κανόνας
αυτός δεν με αφορά διότι δεν ασκώ εφημεριακά καθήκοντα.
5) Οι 18ος Κανόνας της Δ' Οικ. Συνόδου και 34ος
ομιλούν «περί συνωμοσίας Κληρικών κατά Επισκόπων». Δεν με αφορά ως «κατηγορούμενο»,
γιατί, όχι μόνον δεν εμπλέκομαι σε συνωμοσίες και φατρίες Ιερωμένων, αλλά και
δεν κατηγορούμαι για αυτά τα «Κεφαλικά» Κανονικά παραπτώματα.
6) Ο Κανόνας 57ος Συνόδου Λαοδικείας, ομιλεί για κοσμικούς
περιοδευτάς Ιερωμένους, και ως εκ τούτου δεν με αφορά ως κατηγορούμενο, διότι
δεν ασκώ πλέον, μετά την επιβολή της «ακοινωνησίας» κοσμικά εφημεριακά
καθήκοντα.
8) Ο Κανόνας 14οςΣυνόδου Σαρδικής ομιλεί για «Κληρικό που
έχει αφορισθεί από οξύχολο Επίσκοπο και πρέπει να εξεταστεί η περίπτωσή του από
τον Μητροπολίτη της Επαρχίας, (αναφέρεται στο τότε ισχύον Μητροπολιτικό
Σύστημα Διοίκησης της Εκκλησίας). Ο Ιερός αυτός Κανόνας με δικαιώνει
απόλυτα ως «Κατηγορούμενο», στο Κανονικό μου αίτημα, να εξεταστεί η επιβληθείσα
«ακοινωνησία» από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας (ΙΣΙ ) της Εκκλησίας της
Ελλάδος.
9) Ο Κανόνας 29(37) της
Συνόδου Καρθαγένης κάνει λόγο για την ισχύ του αφορισμού μέχρι να εκδικαστεί,
και ότι μέχρι τότε ο καταστάς ακοινώνητος Ιερωμένος, να μην προβεί σε καμία
Ιερατική πράξη. Κατ’ αρχάς, σημειώνεται, ότι δεν επεβλήθη αφορισμός, αλλά
επεβλήθη η μη προβλεπόμενη ποινή της ακοινωνησίας. Δεύτερον, ο ιερός Κανόνας
εννοεί το κοσμικό Ιερατείο και τους Ιερομονάχους που ασκούν κοσμικά Εφημεριακά καθήκοντα. Άρα δεν με αφορά ως «Κατηγορούμενο», διότι
μετά την επιβολή της «ακοινωνησίας» δεν εκτέλεσα κοσμικά Ιερατικά καθήκοντα.
Συνεπώς, δεν με αγγίζουν ποσώς οι διατάξεις του εν λόγω Ιερού Κανόνα.
10) Ο Κανόνας 85ος του Οικουμενικού Πατέρα της Ορθοδόξου
Εκκλησίας μας, Μεγ. Βασιλείου, απευθύνεται προς τους Αρχιερείς και όλους τους έχοντας
εξουσίαν «δεσμείν τε και λύειν» και τους παρακαλεί να μην συναινούν με τους
αμαρτάνοντας και να μην ανέχονται την κοινωνία όσων επιμένουν στις αμαρτίες
τους, αλλά να εύχονται γι' αυτούς να απαλλαγούν από τις αμαρτίες τους και να
σωθούν τελικά. Ο Κανόνας αυτός δεν έχει εφαρμογή σε μένα ως κατηγορούμενο
αλλά στους Αρχιερείς.
11) Το Γραφικό Λουκ.10.16 αναφέρεται και αφορά, ειδικά και
μόνον, στους Αγίους Αποστόλους και την εξουσία τους, επί των όσων Διδάσκουν,
και η αναφορά του, εν προκειμένω, δημιουργεί ερωτήματα. Δεν θα προβώ σε
περαιτέρω διευκρινήσεις. Πάντως, ο Επίσκοπος και ο Πρεσβύτερος ή ο Πρεσβύτερος
και ο Επίσκοπος ουδεμία άμεση σχέση έχουν με το αναφερόμενο Γραφικό εδάφιον,
γιατί οι Απόστολοι εδίδασκαν ως εξουσίαν έχοντες, και οι Ιερωμένοι της
Εκκλησίας Εκείνου, είναι, μηδενός εξαιρουμένου, δούλοι Χριστού, και
πιστοί υπηρέτες και τηρητές των όσων οι Άγιοι Απόστολοι εμαθήτευσαν και εδίδαξαν. Η Εκκλησία μας είναι
Αποστολική. Ενδεχόμενη υπερβολή στα λεγόμενα αυτά της Γραφής θα είναι εκτός
πραγματικότητας και αληθείας.
12) Τα Γραφικά Ιωάν. 20, 22-23 και Α'
Κορ.14,40 αναφέρονται εντελώς ξεκρέμαστα, και δεν γνωρίζω για ποίον ακριβώς
λόγο.
13) Το όσα αναφέρονται
στο Γραφικό Eβρ. 13,17 αφορούν, αποκλειστικά και μόνον, τους πιστούς οι
οποίοι οφείλουν υπακοή στους πνευματικούς προεστούς τους. Ο πνευματικός
προεστός των Ιερομονάχων και Μοναχών είναι ο Ηγούμενος.
ΜΕΡΟΣ
Γ
ΠΕΡΙ
ΤΟΥ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ
Α. Όλο το Ανακριτικό έργο, κατά τη γνώμη μου, είναι κατευθυνόμενο. Δεν αφήνονται οι μάρτυρες
να εκθέσουν ελεύθερα τις απόψεις τους, αλλά και όταν τούτο αρχίζουν να το
πράττουν, διακόπτονται, με κατευθυνόμενες εν πολλοίς, παραπειστικές ερωτήσεις,
πράγμα που αποσκοπεί, όχι στην αποκάλυψη της αλήθειας, αλλά στην λήψη του
ζητουμένου, που δεν είναι άλλο, παρά η εδραίωση της ενοχής του κατηγορουμένου,
σε αντίθεση των διατάξεων του ισχύοντος ν.5383/32 άρθρο 106.
Β. Κλήθηκαν εννέα (9) μάρτυρες
κατηγορίας. Οι έξι εξ αυτών αρνήθηκαν να παραλάβουν την πρόσκληση του Ανακριτή
και παρουσιάστηκαν μόνον τρείς, γεγονός που σημαίνει ότι αρνήθηκαν να
καταθέσουν εις βάρος μου. Αρνήθηκαν μάλιστα και Ιερωμένοι ακόμη, για να
καταθέσουν σε βάρος μου. Αυτό είναι ένα αποδεικτικό στοιχείο ότι διαβλέπουν αν
μη τι άλλο, μια προσπάθεια εξοντώσεώς μου με νομιμοφανή διαδικασία και όχι μια
σοβαρή αντιμετώπιση του όλου ζητήματος.
Γ. Το γεγονός, σε τόσο
σοβαρές κατηγορίες κατά κληρικού, να μη
καλείται και άρα να μη προσέρχεται, ούτε ένας μάρτυρας κληρικός επιστήμων, ούτε ένας μάρτυρας λαϊκός θεολόγος, ούτε ένας
μάρτυρας ειδικός επιστήμων καθηγητής του
Κανονικού ή του Εκκλησιαστικού Δικαίου, ούτε ένας Επίσκοπος, δεν εμφανίζει το
ανακριτικό έργο ότι γίνεται με συναίσθηση της ευθύνης ενός πνευματικού
«δικαστηρίου», όπως θεωρώ ότι φιλοδοξεί να είναι το επισκοπικό δικαστήριο
ενός λόγιου Μητροπολίτη.
ΜΕΡΟΣ
Δ'
ΠΕΡΙ «ΕΠΙΤΙΜΙΟΥ
ΑΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑΣ»
«αποκοπησ από κάθε εκκλησιαστικη
κοινωνια»
«μικρόυ Αφορισμόυ».
(Στην συνέχεια ενσωματώνεται σύντομη μελέτη, ως προς
το «επιτίμιο της ακοινωνησίας, γενικά στην Ορθόδοξη Εκκλησία και ειδικότερα στο
νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος.).
Τι σημαίνει η λέξη «επιτίμιο»
κατά την ορθόδοξη ερμηνεία;
Απαντούν
οι Καθηγητές του Πανεπιστημίου των Θεολογικών Σχολών και άλλοι σύγχρονοι
Θεολόγοι : 1. Ανδρέας Θεοδώρου, 2. Ν. Ματσούκας, 3. Ευθύμιος Στύλιος, 4. Παν.
Τρεμπέλας.
«Επιτίμιο η κανόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποκαλείται η πράξη που πρέπει να
καταβάλει ο εξομολογούμενος πιστός, ως θεραπευτική άσκηση κατά της αμαρτητικής
επιθυμίας και ως απόδειξη της αληθινής μετανοίας του. Εν αντιθέσει με την
Ρωμαιοκαθολική χριστιανοσύνη, τα επιτίμια δεν αποτελούν τιμωρία για
την ικανοποίηση του Θεού, αλλά είναι θεραπευτικό μέσο, που βοηθά
στην πνευματική ανάρρωση του πιστού. Έτσι λοιπόν τα επιτίμια είναι πράξεις τις
οποίες προτείνει ο Πνευματικός στον εξομολογούμενο κατά τη διάρκεια της
Εξομολόγησης. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία συνηθισμένα επιτίμια είναι η
εντατικότερη προσευχή, η μελέτη ψυχωφελών βιβλίων, η νηστεία, η αγαθοεργία, ενώ
για σημαντικά παραπτώματα η αποχή για ορισμένο χρόνο από την Θεία
Ευχαριστία».
Βιβλιογραφία:
1. Παναγιώτη Τρεμπέλα,
"Δογματική", Τόμος Γ , σελ.278, Σωτήρ, Αθήνα 2003.
2. Νικ. Ματσούκα, "Δογματική και
Συμβολική Θεολογία Β " σελ. 493, Πουρναράς, Θεσ/νίκη2007.
3. Ευθυμίου
Στύλιου, "Μικρό Χριστιανικό Λεξικό", σελ. 80, Αποστολική Διακονία,
Αθήνα 1998.
4. Ανδρ.
Θεοδώρου, "Βασική Δογματική Διδασκαλία", σελ. 267 Αποστολική
Διακονία, Αθήνα 2006.
Άρα,
σύμφωνα με τους Θεολόγους Πανεπιστημιακούς Καθηγητές, τα αληθινά επιτίμια, (1.)
δεν αποτελούν τιμωρία, (2.) είναι θεραπευτικά μέσα, (3.) τα προτείνει, (4.)
μόνον ο Πνευματικός, (5.) στον εξομολογούμενο, (6.) κατά τη διάρκεια της
Εξομολόγησης.
Τι σημαίνει «πνευματικό
επιτίμιο ακοινωνησίας» και «μικρός αφορισμός»;
Οι
όροι είναι άγνωστοι στην Αγία Γραφή, στους Ιερούς Κανόνες και στην Ορθόδοξη
Θεολογία. Είναι σύγχρονη, αυθαίρετη πρακτική, εκτός του ελληνικού νόμου 5383/32
περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων.
Τι σημαίνει η λέξη «ακοινώνητος»;
Οι Ιεροί
Κανόνες αναφέρουν μόνο τον όρο «ακοινώνητος». Και όταν
αναφέρουν τον όρο «ακοινώνητος», εννοούν μόνο τον όρο «αφωρισμένος».
Αυτό ακριβώς, λέγει ο άγιος
Νικόδημος ο αγιορείτης:
"Το όνομα,ακοινώνητος,…
δηλοί τον μήτε κοινωνούντα, μήτε συνιστάμενον και προσευχόμενον με τους πιστούς
εν εκκλησία, αλλά αφοριζόμενον από αυτούς, και ευγαίνοντα έξω της
εκκλησίας και προσευχής.
Οι υποστηρικτές του «επιτίμιου της
ακοινωνησίας, αποκοπής εκ της εκκλησιαστικής κοινωνίας, και μικρού αφορισμού» ισχυρίζονται,
ότι το προβλέπουν οι Ιεροί Κανόνες. Και παραπέμπουν σε κάποιους Ιερούς Κανόνες.
Όταν όμως τους μελετήσει κάποιος, διαπιστώνει ότι δεν αναφέρουν καθόλου, ούτε τους όρους αυτούς, ούτε το δήθεν «επιτίμιο». Στην συνέχεια
παρατίθενται οι Ιεροί αυτοί Κανόνες, ώστε κάθε άνθρωπος να διαπιστώσει την
αλήθεια.
Παραπέμπουν,
συνήθως στους εξής Ι. Κανόνες:
ΤΩΝ
ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Κανών ι’ (10): «Περί
του συνευχομένου ακοινωνήτω… αφοριζέσθω.
Μιλάει για κείνον που συμπροσεύχεται με
αφωρισμένο, να αφορίζεται κι αυτός, «αφοριζέσθω».
Κανών ιβ’ (12): «Περί του δεξαμένου τον άδεκτον».
Λέει ότι αν, κάποιος αφωρισμένος, κληρικός η
λαϊκός, πάει σε κάποια πόλη και τον δεχθεί κάποιος άλλος, να αφορισθούν,
«αφοριζέσθω» και οι δύο.
ΤΗΣ
Α΄ ΟΙκουμενικΗς ΣΥΝΟΔΟΥ
Κανών ε’ (5): «Τους αφωρισμένους μη
δέχεσθαι παρ' άλλων επισκόπων».
Λέει ότι δεν πρέπει οι Επίσκοποι να δέχονται τους
αφωρισμένους, αλλ’ όμως, συμπληρώνει, ότι πρέπει να εξετάζουν αν τους αφώρισε ο
Δεσπότης τους, από εμπάθεια και κακία.
Κανών ις’ (16): «Περί του επιμένοντος τη
τοιαύτη μεταβάσει».
Λέει για Κληρικούς πρεσβυτέρους, η διακόνους, που
φεύγουν από την εκκλησία τους και πάνε σε άλλη εκκλησία και επιμένουν να μένουν
εκεί. Και λέει να είναι αφωρισμένοι.
ΤΗΣ
Β΄ ΟΙκουμενικΗς ΣΥΝΟΔΟΥ.
Κανών ς’ (6): «Τίνες
αν είεν οι κατηγορούντες επισκόπους;»
Λέει να μη δέχονται τις κατηγορίες εναντίον των
Επισκόπων, από τους αιρετικούς.
ΤΗΣ Δ΄ ΟΙκουμενικΗς ΣΥΝΟΔΟΥ.
Κανών δ’ (4): «Ώστε
μη συνιστάν μονήν άνευ επισκοπικής γνώμης». Μιλάει για εκείνους που
χτίζουν Μοναστήρι, χωρίς την γνώμη του Επισκόπου η που φεύγουν από τα
Μοναστήρια τους και γυρίζουν στις πόλεις και εκεί δημιουργούν προβλήματα. Αυτοί
λέγει πρέπει να αφορίζονται.
Κανών κ’ (20): «Περί των δεχομένων επισκόπων ξένους
κληρικούς».
Λέει ότι αν κάποιοι Επίσκοποι δεχθούν Κληρικό από
άλλη εκκλησία χωρίς την συγκατάθεση του Επισκόπου της άλλης Εκκλησίας, πρέπει
να αφορίζεται.
Κανών κγ’ (23): «Περί του μη διατρίβειν εν τη του
Κωνσταντίνου τους άλλοθεν ακοινωνήτους κληρικούς». Μιλάει για κάποιους
αφωρισμένους Κληρικούς, οι οποίοι πήγαιναν και δημιουργούσαν προβλήματα στην Κωνσταντινούπολη.
Αποφασίζει να διωχθούν από την Κωνσταντινούπολη.
ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ.
Κανών β’ (2): «Περί
των καταφρονούντων της εν εκκλησία ευχής, ή και της θείας ευχαριστίας, τοις τε
ακοινωνήτοις κοινωνούντων». Μιλάει για εκείνους που περιφρονούν την προσευχή
στην Εκκλησία και την Θεία Κοινωνία και διατάζει να τους αποβάλλουν από την
εκκλησία, δηλαδή να αφορίζονται. Και για Κληρικούς που θα έχουν σχέση με αυτούς,
να αφορίζονται και αυτοί.
Κανών ιζ’ (17): «Ο μη δεχόμενος την
εγχειρισθείσαν αυτώ εκκλησίαν επίσκοπος, ακοινώνητος». Λέει ότι ο Επίσκοπος που
δεν πάει στην Επισκοπή που του έδωσαν, να αφορίζεται.
ΤΗΣ
ΚΑΡΘΑΓΕΝΗΣ.
Κανών θ’ (9): «Περί των κατ' αξίαν των οικείων
ατοπημάτων εκ του εκκλησιαστικού συλλόγου εκβαλλομένων». Μιλάει για τους Επισκόπους που συμφωνούν
με εκείνους, που δικαίως αφωρίσθηκαν και
διατάζει να αφορίζονται κι αυτοί.
Κανών κθ’ (29): «Ει
τις από κοινωνίας ων, προ του ακουσθήναι κοινωνήσαι τολμήσοι, αυτός καθ' εαυτού
την καταδίκην προήγαγεν». Λέει ότι όποιος αφωρισμένος, πριν απολογηθεί,
τολμήσει να κοινωνήσει, να καταδικάζεται. (Τώρα, οι σύγχρονοι, δεν επιτρέπουν,
την απολογία).
Κανών οθ’(79): «Περί των μη φροντιζόντων κληρικών εντός
ενιαυτού πράξαι το ίδιον πράγμα». Λέει ότι εάν ο
αφωρισμένος επί ένα χρόνο δεν απολογηθεί, να μη γίνει δεκτή ποτέ η απολογία
του.
-
Από τα
ανωτέρω, είναι φανερό, ότι οι Ι. Κανόνες δεν ομιλούν περί του δήθεν «επιτιμίου
ακοινωνησίας» και μετά από όσα διδάσκει η Ορθόδοξη Θεολογία περί επιτιμίου,
φαίνεται καθαρά, ότι στην Ορθόδοξη
Πίστη και Παράδοση το κάθε αληθινό πνευματικό επιτίμιο :
-
είναι ένα
θεραπευτικό μέσο, για τις κρυφές ασθένειες της ψυχής του ανθρώπου,
-
είναι μία
πρόταση και συμβουλή του Πνευματικού προς τον Εξομολογούμενο, που
-
προτείνεται
στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως, και για διάρκεια ορισμένου χρόνου.
-
Προϋποθέτει
την ύπαρξη Πνευματικού - Εξομολόγου, την από τον εξομολογούμενο εκούσια επιλογή
κάποιου, ως Πνευματικού - Εξομολόγου του.
-
Το ποιόν θα
έχει ο κάθε ένας ως Πνευματικό, δεν επιβάλλεται από καμία Αρχή,
Προϋποθέτει
επίσης:
-
την τέλεση
του Μυστηρίου της Εξομολογήσεως,
-
την εκούσια
προσέλευση του εξομολογούμενου στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως,
-
την από τον
εξομολογούμενο εκούσια εξαγόρευση των αμαρτιών στον Πνευματικό,
-
την από τον
εξομολογούμενο εκούσια αποκάλυψη των πνευματικών ασθενειών στον Πνευματικό.
-
την από τον
εξομολογούμενο εκούσια εκζήτηση βοηθείας για την θεραπεία της ψυχής του,
- την
συμβουλή, προτροπή, ως επιτίμιο του Πνευματικού προς τον εξομολογούμενο,
-
την εκούσια
αποδοχή του επιτιμίου από τον εξομολογούμενο,
- Κανένα είδος
επιτιμίου δεν αποκόπτει τον εξομολογούμενο από την εκκλησιαστική κοινωνία.
- Κανένας
άλλος πλην του επιλεγμένου από τον εξομολογούμενο Πνευματικού Εξομολόγου δεν
έχει δικαίωμα να επιβάλλει επιτίμιο.
-
Ο
Πνευματικός δεν αποκαλύπτει δημόσια το επιτίμιο, που υπέδειξε κρυφά, στον
εξομολογούμενο.
Είναι
προφανές ότι τα δήθεν «πνευματικά επιτίμια της ακοινωνησίας, αποκοπή από την
εκκλησιαστική κοινωνία», έχουν το αντίθετο νόημα από το αληθινά θεολογικό
επιτίμιο:
1.
Εννοούν
τιμωρίες και όχι πνευματικού χαρακτήρα
συμβουλές, προτροπές.
2.
Εννοούν
εκδικήσεις, εκβιασμούς, διωγμούς και
όχι πνευματικά θεραπευτικά μέσα.
3.
Εννοούν
διαταγές και όχι προτάσεις και οδηγίες.
4.
Εννοούν
επιβολή εντολών για διοικητικούς και όχι
για πνευματικούς λόγους. Άρα ψευδώς αποκαλούνται, «πνευματικά επιτίμια».
5.
Εννοούν επιβολή ποινής χωρίς δίκη, χωρίς
προβλεπόμενη διαδικασία, έστω και αντικανονικά και παράνομα. Η κανονική και
νόμιμη επιβολή ποινής προϋποθέτει δικαστήρια, δηλαδή εφαρμογή Νόμων, δηλαδή
περιορισμό στις αυθαιρεσίες και στα συμφέροντα. Είναι εκτός του ισχύοντος Νόμου
5383/ 32.
6. Εννοούν εύκολη - γρήγορη επιβολή ποινής, χωρίς
καθυστέρηση στα δικαστήρια…
7. Εννοούν
ισόβια ποινή, χωρίς όρια χρόνου, ενώ σύμφωνα
με τους Ιερούς Κανόνες, αλλά και τους Νόμους, κάθε ποινή έχει προβλεπόμενη
χρονική διάρκεια, η οποία μάλιστα, ανακοινώνεται μαζί με την ποινή.
8.
Εννοούν
ανεξέλεγκτη ποινή, (=μη παραδεκτώς εξεταζόμενη από δικαστήρια), που μπορεί τάχα να περιλαμβάνει όλες τις ποινές
μαζί, που μπορεί να επιβληθούν σε λαϊκό, μοναχό και κληρικό, χωρίς να μπορεί
αυτός να προστατευθεί ούτε από Νόμους, ούτε από τακτικά δικαστήρια, ούτε από
τίποτα άλλο, χωρίς να απολογηθεί, χωρίς βοήθεια συνηγόρων, χωρίς
να δικαστεί ποτέ, χωρίς μάρτυρες κατηγορίας και υπερασπίσεως, χωρίς σεβασμό στα
ανθρώπινα δικαιώματα των Διεθνών Συμβάσεων. Καταδίκη, μόνο με ένα γράμμα… Δι’
αλληλογραφίας, τρόπον τινά!
9. Εννοούν εξοντωτική ποινή, ώστε να μπορεί να απολυθεί
ανέλεγκτα κάθε «τιμωρημένος» Κληρικός από την θέση του, ώστε να στερηθεί τον
μισθό του και όλα τα προς το ζην, ακόμα και την υγειονομική του περίθαλψη.
10. Εννοούν αντιχριστιανική ποινή, που, μπορεί τάχα ακόμα
και να απαγορεύει την τέλεση Θείας Λατρείας του Χριστού
11. Εννοούν αντισυνταγματική ποινή, που στερεί τάχα την
ελευθερία θρησκευτικής συνειδήσεως - Λατρείας.
12.
Εννοούν εκβιαστική δύναμη απεριόριστης διοικητικής εξουσίας, που
εξασφαλίζει στους επιβάλλοντας την δυνατότητα απεριόριστου εκφοβισμού και
εκβιασμού επί όλων των λαϊκών, μοναχών και κληρικών, ώστε με τον φόβο του
πνευματικού «επιτιμίου» να μετατρέπουν τους ανθρώπους σε τυφλά όργανά, χωρίς
αντίλογο και κυρίως χωρίς καμία δικαστική προστασία!
Εννοούν επίσης ότι
ισοδυναμεί με :
13.
Αφορισμό, με άλλη ονομασία. Διότι είναι
δύσκολο να επιβληθεί αφορισμός
14. Επιβολή «επιτιμίου», χωρίς
να είναι οι αρμόδιοι Πνευματικοί Εξομολόγοι.
15. Επιβολή σε
πολλούς μαζί, ομαδικά.
16. Επιβολή εκτός
Μυστηρίου Εξομολογήσεως.
17. Επιβολή όχι
από χριστιανική αγάπη αλλά από κίνητρα εμπάθειας.
18. Επιβολή χωρίς την ύπαρξη του
Πνευματικού του τιμωρούμενου.
Με τον τρόπο αυτό όμως :
19. Αλλοιώνεται, διαστρεβλώνεται και
αλλάζει η έννοια του αληθινού επιτιμίου.
20. Αποκαλύπτεται δημόσια το «επιτίμιο» και
διαπομπεύεται ο χριστιανός.
21. Αποκόπτεται αντικανονικά ο χριστιανός
από την εκκλησιαστική κοινωνία.
22.
Αν και τον «αποκόπτουν» οι επιβάλλοντες, εν τούτοις τον κρατούν στην
«πνευματική» εξουσία τους!
Είναι
προφανές, ότι:
- Το
δήθεν «επιτίμιο», επιβαλλόμενο χωρίς ουδεμία προβλεπόμενη διαδικασία, στην
πράξη, είναι απόπειρα εξαπάτησης του πιστού Λαού και του Αρχών της Πολιτείας
γενικότερα.
- Αλλά
και ο τίτλος του «επιτίμιο», αποτελεί και αυτός απόπειρα εξαπάτησης.
-
Επιβάλλεται ως ποινή, αλλά ως ποινή δεν επιβάλλεται σύμφωνα με τον Νόμο περί Δικαστηρίων
που προβλέπει τα περί ποινών και δίκης των κατηγορουμένων.
- Επί
πλέον, ως ποινή, δεν προβλέπεται από κανένα ποινολόγιο.
Αυτά
ισχύουν στην Ορθόδοξη Θεολογία και Μοναστική Παράδοση. Αυτά λέει και η λογική.
Αυτά αναφέρουν και τα αρμόδια ελληνικά δικαστήρια που αποφάσισαν ότι «δεν
είναι εκτελεστή η απόφαση» περί επιβολής του «πνευματικού επιτιμίου της
ακοινωνησίας». (π.χ. Βλ. Απόφαση της Ολομελείας του
Συμβουλίου της Επικρατείας υπ’ αριθμ. 2976 – 2991 / 1996).
ΤΟ ΨΕΥΔΩΝΥΜΟ «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ
ΕΠΙΤΙΜΙΟ» ΩΣ ΠΟΙΝΗ, ΣΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ
ΜΟΝΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ
Στην
περίπτωση της Αδελφότητος της Ιεράς αυτής Μονής, στην οποία εγκαταβιώ και
φιλοξενούμαι, ως ιδρυτικό μέλος, με τις
ενέργειες του Σεβ. Μητροπολίτη, με προσχηματικές πάντα αιτιολογίες, συνέβησαν ,
τα αντίθετα από αυτά που προβλέπει η Ορθόδοξη Θεολογία και Παράδοση.
Δεν
επεβλήθη κανονικό και αληθινό ορθόδοξο επιτίμιο. Επεβλήθησαν όλα όσα
προαναφέρθηκαν, ως τιμωρίες, με το ψευδώνυμο «πνευματικό επιτίμιο», που
αφορούν στην ποινή του αφορισμού. Αλλά η Αδελφότης δεν καταδικάσθηκε ποτέ με
την ποινή του αφορισμού.
Επίσης,
για όλους τους ως άνω λόγους, κακώς αδίκως, αντι - ιεροκανονικώς, παρανόμως και
ψευδωνύμως, επεβλήθη στην Αδελφότητα της Μονής το δήθεν «επιτίμιο» αυτό.
Επεβλήθη
από αναρμόδιο όργανο. Η μόνη αρμοδία για την αποκοπή κάποιου, από την Ορθόδοξη
Εκκλησία, είναι η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και μάλιστα
σε συμφωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τα άλλα Ορθόδοξα Πατριαρχεία. Με όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Επί
πλέον, οι κατηγορίες του κατηγόρου μου Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, εναντίον όλων
των μελών της Αδελφότητος, ήταν ψευδείς και κατήγγειλε την Αδελφότητα :
- για
να την εκδικηθεί, διότι δεν μπόρεσε να υποχρεώσει τους Πατέρες να χρεωθούν και
να πληρώσουν τα χρήματα που απαιτούσε παρανόμως, υπέρ του μεγάρου του, με την
μορφή «λογιστικών» κρατήσεων,
-
διότι δεν επέτυχε μέχρι σήμερα την διάλυση της Μονής μέσω της Πολιτείας και τον διασκορπισμό των Πατέρων σε άλλα
Μοναστήρια και
-
διότι η Αδελφότης δεν υπέγραψε, (ως παράνομη) την προτεινόμενη κατάργηση του
ισχύοντος νομίμου Εσωτερικού της Κανονισμού, με τις απαιτήσεις του κ. Ιεροθέου,
με τις οποίες ζητούσε την ουσιαστική εκχώρηση της διοικήσεως και διαχειρίσεως
της Μονής στον ίδιο, ως Μητροπολίτη.
Οι
συνέπειες του «επιτιμίου» πιθανόν να ελπίζει ο κ. Ιερόθεος ότι θα του
εξασφαλίσουν, την ικανοποίηση προσωπικών επιδιώξεων και συμφερόντων, διότι
στήριξε επάνω στο «επιτίμιο»:
α) Την διαγραφή, παρανόμως και αντι-ιεροκανονικώς, δύο Μοναχών της
Μονής εκ του «Μοναχολογίου», το οποίο δεν κατέχει και το οποίο τηρεί σύμφωνα με
τον Νόμον μόνο η Αδελφότητα.
β) Τον διορισμό της παράνομης εξωτερικής «τριμελούς διοικητικής και διαχειριστικής επιτροπής»
εγκαθέτων Ιερέων επιλογής του Μητροπολίτη, ίσως για να
διαγράψουν με αυτήν, εκ του «Μοναχολογίου», όλους τους Μοναχούς και να διοικούν
- διαχειρίζονται το Μοναστήρι για να το εκμεταλλευθεί ο Μητροπολίτης κατά το
δοκούν.
γ) Την απαγόρευση της Θείας Λατρείας στους Μοναχούς της Μονής (!)
ίσως, για να επιχειρήσουν να καταργήσουν έτσι την Συνταγματικώς κατοχυρωμένη
θρησκευτική ελευθερία των Μοναχών και για να αφαιρέσουν έτσι από την Μονή το χαρακτηριστικό
της γνώρισμα του ότι είναι τόπος Λατρείας του Θεού, όπως προβλέπει η ισχύουσα
Νομοθεσία, ώστε εν συνέχεια να απαιτήσουν και πάλι την νομική διάλυση του
Ν.Π.Δ.Δ. της Μονής και την εκδίωξη των Μοναχών από την Μονή και να περιέλθει
αυτή στην εκμετάλλευση του Μητροπολίτη Ναυπάκτου. Υπενθυμίζεται ότι τέτοιες
μεθοδεύσεις, ούτε οι ξένοι αλλόθρησκοι κατακτητές της Ελλάδος, δεν τις έκαναν …
δ) Την απόλυση έξι Ιερομονάχων από τις θέσεις τους, οι οποίοι έχασαν
τους μισθούς τους, με τους οποίους συντηρούσαν τους υπόλοιπους Μοναχούς, και
την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη.
ε) Το να επιχειρεί και βοηθηθεί, ο κ. Ιερόθεος να κερδίσει με τα
δικαστήρια πολλά χρήματα, αυτά που απαίτησε από τους κληρικούς ιερομονάχους,
δικαστικά, μαζί με συνεργάτη του, από τους Πατέρες, (1.100.000 Ευρώ) και έχασε την δίκη στο Πρωτοδικείο. Τώρα
έχει κάνει Έφεση στο Εφετείο και απαιτεί αυτή την στιγμή τα ίδια χρήματα, αλλά
απαιτεί και τόκους, (δηλαδή περίπου 1.500.000 Ευρώ). Σημειωτέον ότι οι Ιεροί Κανόνες τονίζουν
αυστηρά ότι αν κάποιος Κληρικός ζητάει τόκους να καθαιρείται. (44ος Αποστολικός
Κανών, 10ος Κανών Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου).
στ) Την απαγόρευση της
τελέσεως της Θείας Λειτουργίας και των λοιπών τελετουργιών στους Ιερομονάχους
της Μονής, ώστε να κλείσουν ουσιαστικά οι Ναοί της Μονής, να μη λειτουργούνται
πλέον. Και ενώ έχει εγγράφως απαγορεύσει να λειτουργείται ο Ναός της Παναγίας
της Ναυπακτιωτίσσης, που είναι το
Καθολικό της Μονής, εκείνος προσωπικά τον θεμελίωσε θριαμβολογώντας ενώπιον
χιλιάδων ανθρώπων. Όμως, και αυτό ήταν
μεγάλο πάθημα για εκείνον, διότι ο Δ΄ Κανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, λέει
ότι αν ο Επίσκοπος ζητάει χρήματα από τους Κληρικούς και Μοναχούς, «προφασιζόμενος
προφάσεις εν αμαρτίαις» και ταυτοχρόνως για λόγους εμπαθείας και εκδικήσεως
ζητήσει η επιβάλλει στους Κληρικούς «αποκοπή από την εκκλησιαστική κοινωνία»
και αν μάλιστα διατάξει να μη λειτουργούνται οι Ναοί, να υφίσταται την
ποινή της ταυτοπαθείας και «να επιστρέψει ο πόνος στο δικό του το κεφάλι».
«Διο και ημείς… ορίζομεν, μηδόλως αισχροκερδώς
επινοείσθαι Επίσκοπον, προφασιζόμενον προφάσεις εν αμαρτίαις, απαιτείν
χρυσόν, η άργυρον, η έτερον είδος τους υπ' αυτόν τελούντος επισκόπους, η
κληρικούς, η μοναχούς. Ει τις ουν δι’ απαίτησιν χρυσού, η ετέρου τινός είδους,
είτε δια τινα ιδίαν εμπάθειαν, ευρεθείη απείργων της λειτουργίας, και αφορίζων
τινά των υπ’ αυτόν κληρικών, η σεπτόν ναόν κλείων, ως μη γίνεσθαι εν αυτώ τας
του Θεού λειτουργίας, και εις αναίσθητον την εαυτού μανίαν επιπέμπων,
αναίσθητος όντως εστί, και τη ταυτοπαθεία υποκείσεται, και επιστρέψει ο πόνος
αυτού επί την κεφαλήν αυτού, ως παραβάτης εντολής Θεού, και των Αποστολικών
διατάξεων». (Δ΄ τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου).
Άρα, μήπως μετά από όσα
έχουν συμβεί, πρέπει να εφαρμοσθούν προς όλους οι Ιεροί Κανόνες και άρα και ο Σεβ. Ναυπάκτου κ.
Ιερόθεος «πρέπει» να υποστεί τις προβλεπόμενες τιμωρίες, δηλαδή της
ταυτοπαθείας και να υποστεί και εκείνος το «επιτίμιο τις ακοινωνησίας,
αποκοπής από την εκκλησιαστική κοινωνία». Πρέπει και αυτό να το εξετάσει η
Σύνοδος της Ιεραρχίας, ως η Ανωτάτη
Εκκλησιαστική Αρχή.
ΟΥΤΕ ΟΙ ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΕΣ ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΖΟΥΝ ΤΟ ΨΕΥΔΩΝΥΜΟ
ΑΥΤΟ «ΕΠΙΤΙΜΙΟ»
Οι υποστηρικτές του
ψευδωνύμου «επιτιμίου» ισχυρίζονται, ότι με το «επιτίμιο», οι
τιμωρημένοι Μοναχοί «αποκόπηκαν από την εκκλησιαστική κοινωνία»» και από
κάθε σχέση με την Εκκλησία. Δηλαδή από την Διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος
και από τον πιστό Λαό. Αλλά, δεν λένε όλη την αλήθεια. Δεν αποκαλύπτουν δηλαδή,
το ότι ούτε η Διοίκηση της Εκκλησίας, με
το αρμόδιο όργανο, δηλαδή η Ι. Σύνοδος της Ιεραρχίας όλων των Επισκόπων, αλλά
ούτε ο πιστός Λαός, δεν έχουν αποφασίσει την πρωτοφανή «αποκοπή από την
εκκλησιαστική κοινωνία». Και, πως θα μπορούσαν άραγε να αποφασίσουν κάτι
τέτοιο, τόσο σοβαρό, χωρίς την συμφωνία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των
λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών; Και μάλιστα, την στιγμή κατά την οποία, ούτε οι
ίδιοι οι επιβάλλοντες δεν εφαρμόζουν το ψευδώνυμο αυτό «επιτίμιο»…
Στην Εκκλησία της
Ελλάδος, ίσχυσαν τα εξής, αντιφατικά, μέχρι σήμερα, με τους τιμωρηθέντες «ακοινώνητους
- αποκομμένους από την εκκλησιαστική κοινωνία» Μητροπολίτες. Ενώ τελούσαν
ως τιμωρημένοι, κανονικά τις Θείες Λειτουργίες, τις Ιερές Ακολουθίες,
τελετουργίες και κοινωνούσαν και οι ίδιοι και μετέδιδαν στους χριστιανούς την
Θεία Κοινωνία… οι άλλοι, οι μη «ακοινώνητοι» Μητροπολίτες και οι Ιερές
Σύνοδοι, τους είχαν αφήσει ανενόχλητους.
Μάλιστα το περιοδικό
ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, (τεύχος 98, 2007), δημοσιεύει και πληροφορεί με κείμενα και
φωτογραφίες, ότι ο τιμωρημένος με το «επιτίμιο», «ακοινώνητος» πρ.
Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνος «κοινωνούσε τακτικά με άκραν ευλάβειαν και
κατάνυξιν» και τελούσε Ιερές Ακολουθίες. Και τον άφηναν κι αυτόν
ανενόχλητο. Και δεν τον τιμώρησαν εκ νέου αν και λειτουργούσε ως «ακοινώνητος».
(Βλέπε συνημμένες φωτογραφίες, καθώς και στην διεύθυνση:
Και μάλιστα, ο τιμωρηθείς
ως «ακοινώνητος» «αποκομμένος» ο Σεβ. κ. Νικόδημος Γκατζιρούλης λειτουργεί κανονικά μέχρι σήμερα και τελεί τα
Μυστήρια, και κοινωνεί την Θεία Κοινωνία. Και δεν είναι «αντικανονική
λειτουργία» (sic), αυτή που τελεί. Και μάλιστα μαζί με τους μη
τιμωρημένους Μητροπολίτες, όπως
δημοσιεύθηκε στο ίδιο Περιοδικό, το έτος 2007, είχε εκκλησιαστική κοινωνία και
συμμετείχε στην κηδεία του Μακαριστού Μητροπολίτου Κωνσταντίνου, μαζί με τον
σημερινό Πρόεδρο της Ι. Συνόδου, μη τιμωρημένο Αρχιεπίσκοπο κ.κ. Ιερώνυμο! «παρισταμένων
επτά Ιεραρχών… πενήντα Πρεσβυτέρων πολλών Μοναχών και τουλάχιστον δύο χιλιάδων
πιστών». Και μάλιστα ο Σεβ. κ. Νικόδημος μίλησε επίσημα την ώρα εκείνη, μέσα
στην Εκκλησία ενώπιον όλων. Δηλαδή, όλοι μαζί συμμετείχαν στην Ιερή Ακολουθία.
Διότι όσοι συμμετέχουν στην προσευχή που γίνεται μέσα στην Εκκλησία,
συμπροσεύχονται και έχουν εκκλησιαστική κοινωνία. Έτσι και ο κ. Ιερώνυμος αλλά
και οι άλλοι Ιεράρχες, Πρεσβύτεροι, Μοναχοί και Λαϊκοί, κοινώνησαν
εκκλησιαστικά με τον «ακοινώνητο».
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του κ. Ιεροθέου και
με τους Ιερούς Κανόνες στους οποίους παραπέμπει (Κανών β τῆς Αντοχείας
κλπ.), έγιναν κι εκείνοι και ο κ. Ιερώνυμος και οι επτά Ιεράρχες, «ακοινώνητοι
και αφωρισμένοι», οι οποίοι είχαν «εκκλησιαστική κοινωνία» μαζί του.
Και ούτε τον κ. Ιερώνυμο, ούτε τον κ. Νικόδημο, ούτε τους άλλους, δεν τους
ενόχλησε κανείς, ούτε ο κύριος υποστηρικτής του «επιτιμίου» Μητροπολίτης
Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος…
Και επί πλέον και ο κ. Ιερόθεος «κοινωνεί
εκκλησιαστικά» με αυτούς που «κοινώνησαν εκκλησιαστικά» με τους «ακοινώνητους»
Μητροπολίτες. Και, άρα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του κ. Ιεροθέου και με
τους Ιερούς Κανόνες στους οποίους παραπέμπει (Κανών β΄ τῆς Αντοχείας κλπ.), σημαίνει
ότι έγινε και ο κ. Ιερόθεος «ακοινώνητος και αφωρισμένος»!
Δημοσιεύει το ίδιο
περιοδικό, ότι «ο Σεβ. Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας κ.
Ιερώνυμος φιλοξένησε τα τελευταία χρόνια στην περιφέρειά του τον αδίκως
διωγμένο επίσκοπο Κωνσταντίνο». Και άρα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του κ.
Ιεροθέου, και με τους Ιερούς Κανόνες στους οποίους παραπέμπει (Κανών ι’ (10) και Κανών ιβ’ (12) των Αγίων
Αποστόλων. Κανών ε’ (5)
τις Α΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου), (βλέπε ανωτέρω), αφού ο Επίσκοπος κ. Ιερώνυμος
δέχθηκε «ακοινώνητον», άρα ο κ. Ιερώνυμος είναι «αφωρισμένος».
Αλλά κανείς δεν λέει ότι είναι αφωρισμένος. Και δεν τον τιμώρησαν. Εξελέγη
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος!
Και ούτε τον κ. Ιερώνυμο,
ενόχλησε ο κύριος υποστηρικτής του «επιτιμίου» Μητροπολίτης Ναυπάκτου. Και επί
πλέον και ο Άγιος Ναυπάκτου, «κοινωνεί εκκλησιαστικά» με τον
Μακαριώτατο. Και βέβαια καλά κάνει. Αυτό όμως σημαίνει ότι δεν πιστεύει στα όσα
ο ίδιος ισχυρίζεται ως αληθινά, γιαυτό και δεν θεωρεί ο κ. Ιερόθεος τον ευαυτό του,
ότι είναι «ακοινώνητος και αφωρισμένος»!
Ο ίδιος Σεβ. κ. Νικόδημος
συμμετείχε παλαιότερα και στην κηδεία του τιμωρημένου «ακοινώνητου» Μητροπολίτου
Λαρίσης Θεολόγου, μαζί με άλλους Μητροπολίτες, μη «ακοινώνητους», τους
Μητροπολίτες, Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ,
Σιδηροκάστρου κ. Ιωάννη, Πολυανής και Κιλκισίου κ. Απόστολο, Κονίτσης κ. Ανδρέα,
Ευρίπου κ. Βασίλειο και πρ. Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνο. Βλεπε:
Και τους τιμωρημένους,
τον κ. Νικόδημο και τον κ. Κωνσταντίνο και τους άλλους, δεν τους ενόχλησε
κανείς, ούτε ο κύριος υποστηρικτής του «επιτιμίου» Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ.
Ιερόθεος… Και επί πλέον και ο κ.
Ιερόθεος «κοινωνεί εκκλησιαστικά» με αυτούς που «κοινώνησαν
εκκλησιαστικά» με τους «ακοινώνητους» Μητροπολίτες. Και, άρα,
σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Σεβ. Ναυπάκτου και με τους Ιερούς Κανόνες, στους
οποίους παραπέμπει (Κανών β΄ τῆς Αντοχείας κλπ.), σημαίνει άραγε ότι
έγινε και πάλιν και πολλάκις «ακοινώνητος και αφωρισμένος»;
Παρόμοια, ο Μακαριστός
Πατριάρχης Ιεροσολύμων Διόδωρος, τιμωρήθηκε ως Πατριάρχης με «ακοινωνησία
και αποκοπή», και όμως λειτουργούσε κανονικά και κοινωνούσε των Αχράντων
Μυστηρίων και συλλειτουργούσε με τους μη τιμωρημένους και κοινωνούσε των
Αχράντων Μυστηρίων. Και δεν τον ξανά - τιμώρησαν, αν και λειτουργούσε.
Εκτός από αυτούς και ο
Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος τιμωρήθηκε κι αυτός ως Αρχιεπίσκοπος από
το Οικ. Πατριαρχείο, με το ίδιο «επιτίμιο» στις 30-4-2004,
αλλά κι εκείνος
λειτουργούσε κανονικά και με μη τιμωρημένους και κοινωνούσε την Θεία Κοινωνία,
στις 2-5-2004, ενώ ήταν τιμωρημένος, όπως δείχνει και το σχετικό βίντεο.
Και τον άφησαν ήσυχο,
μέχρι πού ανακλήθηκε η ποινή του.
Και δεν τον ξανά - τιμώρησαν αν και λειτουργούσε
ως «ακοινώνητος». (Βλέπε και συνημμένες φωτογραφίες).
Κανένας δεν εκινήθη
εναντίον όλων αυτών των «παραβατών», ούτε βέβαια από όσα γνωρίζω ο Σεβ.
κ. Ιερόθεος. Και κανένας τους δεν δικάστηκε και δεν τιμωρήθηκε και πάλι, αν και
λειτούργησε και κοινώνησε και συλλειτούργησε με άλλους. Ούτε ποτέ κανείς
τόλμησε να ονοματίσει τις τελετουργίες «αντικανονικές Λειτουργίες»!
ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ
Όλα όσα δεν εφάρμοσαν οι
Μητροπολίτες και Αρχιεπίσκοποι και Πατριάρχες, γιατί άραγε να γίνεται
προσπάθεια σήμερα, ώστε να επικρατήσουν επιβαλλόμενα στους «ανίσχυρους» Μοναχούς;
Ειδικά, ο κύριος (μήπως
και ο μοναδικός;) υποστηρικτής σήμερα του ψευδωνύμου «επιτιμίου» Σεβ. κ.
Ιερόθεος, γιατί τάχα… «αγανάκτησε» και εξοργίσθηκε ειδικά εναντίον εμού ως Ιερομονάχου
της Μονής, διότι τάχα διέπραξα το μέγα «έγκλημα» και λειτουργώ στο Μοναστήρι και
τάχα… σκανδαλίσθηκε η συνείδησή Του, από την πράξη μου αυτή;
Ποιες και που είναι
δημοσιευμένες, όλες οι ανάλογες διαμαρτυρίες Του, ως Ιεράρχου της Εκκλησίας της
Ελλάδος, για όλους όσους, Δημόσια τέλεσαν τις κατ’ Αυτόν «αντικανονικές
Λειτουργίες»;
Γιατί τόση
μεροληπτικότητα και αντιφατικότητα;
Ο ίδιος ο Σεβ. κ.
Ιερόθεος διακηρύττει τώρα με εγκυκλίους σε Κλήρο και Λαό, ότι «όποιος
κοινωνεί με ακοινώνητο είναι κι αυτός ακοινώνητος». Σύμφωνα με τα λόγια του
και την λογική του, «ακοινώνητοι» είναι και οι Συνοδικοί Μητροπολίτες,
που «κοινώνησαν εκκλησιαστικά» και κοινωνούν με τους κοινωνήσαντες με τους «ακοινώνητους».
Και ερωτάται με όλο το
σεβασμό, ο Σεβ. Ναυπάκτου και οι Σεβ. Συνοδικοί Μητροπολίτες: Με ποια λογική
κατά τους Ι. Κανόνες οι «ακοινώνητοι» Συνοδικοί Μητροπολίτες, και ο «ακοινώνητος»
κ. Ιερόθεος επέβαλαν «ακοινωνησία» στους Μοναχούς της Μεταμορφώσεως
Ναυπάκτου;
Γιατί τόση
αντιφατικότητα;
Οι τρείς μαρτυρικές
καταθέσεις των λαϊκών.
Οι τρεις μάρτυρες,
λαϊκοί, που επελέγησαν και κατέθεσαν στον εκκλησιαστικό ανακριτή, στη Ναύπακτο,
σε ανακρίσεις εναντίον μου,
Α) ενώ όλοι τους γνώριζαν όλα τα πιο πάνω δημόσια περιστατικά,
ουδέποτε χαρακτήρισαν την λειτουργία των «ακοινώνητων» Μητροπολιτών,
Αρχιεπισκόπου, Πατριάρχου, ως «άτοπον» και ως «πόσον σοβαρό ήταν το
θέμα» και ότι «είναι προφανές ότι οι πράξεις του δημιουργούν σκάνδαλο
στον λαό». Ούτε βεβαίως και ρωτήθηκαν σχετικά από τον ανακριτή. Σκόπιμα;
B) κανένας τους δεν «σκανδαλίσθηκε», δεν μίλησε ποτέ και δεν
διαμαρτυρήθηκε και δεν επεδίωξε έμμεσα η άμεσα την καταδίκη και τιμωρία των «ακοινώνητων»
Μητροπολιτών, Αρχιεπισκόπου, Πατριάρχου. Εξ άλλου, κανένας τους δεν
επικαλέσθηκε τα λόγια του Σεβ. κ. Ιεροθέου, ότι «όποιος κοινωνεί με
ακοινώνητο είναι κι αυτός ακοινώνητος», για να πουν στον καταγγέλλοντα
σήμερα Σεβ. κ. Ιερόθεο ότι είναι κι αυτός «ακοινώνητος».
Γ) θεληματικά, άραγε λησμονούν, ότι με βάση τα
παραπάνω λόγια του κ. Ιεροθέου και τις «εκκλησιαστικές κοινωνίες» του,
είναι και οι τρεις αυτοί μάρτυρες «ακοινώνητοι»… αφού «κοινωνούν
εκκλησιαστικά» με τον «ακοινώνητο» (;) κ. Ιερόθεο! Γιατί άραγε τόση
αντιφατικότητα;
Κι επίσης. Από την μία πλευρά, ο Σεβ. κ. Ιερόθεος
και κάποιοι Μητροπολίτες, λένε, ότι τάχα «απέκοψαν από την εκκλησιαστική
κοινωνία», τους Μοναχούς, από την άλλη όμως, θέλουν και επιδιώκουν και
διατηρούν «εκκλησιαστική επικοινωνία» μαζί τους και τους στέλνουν
εκκλησιαστικά έγγραφα και επιστολές. Και θέλουν και προσπαθούν να τους έχουν
στην εξουσία τους.
Συμπερασματικά
1. Είναι εκτός περιγραφής
των Ι. Κανόνων – Ορθόδοξης Παράδοσης και εκτός του ελληνικού Νόμου 5383/32, η
έκδοση της άκρως δυσμενούς και εξοντωτικής για κληρικούς διοικητικής πράξης, που
λέγεται «επιτίμιο ακοινωνησίας», όταν αυτή η Πράξη δεν εκδίδεται από την
Ανωτάτη Εκκλησιαστική Αρχή.
2. Ούτε οι ελάχιστοι θερμοί
υπερασπιστές, αλλά ούτε και οι επιβάλλοντες την μη προβλεπόμενη ως
ποινή-τιμωρία της «αποκοπής από την εκκλησιαστική κοινωνία», δεν
γνωρίζουν τι ακριβώς εννοούν, και αντιφάσκουν, όταν αναφέρονται στο «επιτίμιο
της ακοινωνησίας της αποκοπής από την εκκλησιαστική κοινωνία».
3. Η τέλεση Θ. Λειτουργίας
εντός της Ιεράς Μονής όπου εγκαταβιώνει και όπου κατά τον Νόμο φιλοξενείται
μέχρι θανάτου του ο ιερομόναχος, ουδέποτε μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει σε
Θείους και Ιερούς Κανόνες της Ορθοδοξίας, με το πρόσχημα της επιβολής σ’ αυτόν
του μη προβλεπόμενου από Ιερούς Κανόνες «επιτιμίου ακοινωνησίας». (βλ. σχετικά και fb & blog ignatiosstavropoulos)
Ναύπακτος
12 Δεκ. 2012, (εορτή του Αγίου Σπυρίδωνος)
Ο Καταθέτων το Υπόμνημα
Αρχιμ.
Δρ. Ιγνάτιος Σταυρόπουλος
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος
Χαρης Κων. Φαρμάκης
Βεβαιώνεται ότι παρελήφθη
έντυπο αντίγραφο (30 σελ.) με 2 σελ φωτογραφίες, επισυναπτόμενες στο
παρόν, καθώς και ένα cd. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος
Χαρης Κων. Φαρμάκης
O Ανακριτής, Θ.Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου