Κατατέθηκε
αρμοδίως χθες, (Δ.Εφ.Θεσ/νίκης 14-3-14 ΓΠ 3626/2014) πολυσέλιδο δικόγραφο
-Αίτηση Ακυρώσεως-, για τον έλεγχο της νομιμότητας κάθε δυσμενούς διοικητικής
πράξης του μητροπολίτη Ναυπάκτου, που εξέδωσε, ως πρόεδρος του τοπικού
Επισκοπικού Δικαστηρίου, κατά του Ναυπάκτιου κληρικού Αρχιμ. Ιγνάτιου
Σταυρόπουλου.
Στο δικόγραφο (βλ. ακολούθως), συμπροσβάλλεται και η
σχετική Απόφαση του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου, και όλες οι συναφείς πράξεις, που εκδόθηκαν και σχετίζονται
με αυτή την πρωτόγνωρη υπόθεση της Ναυπάκτου, που λόγω του ιδιαίτερου νομικού
προβληματισμού της, έχει κάνει τον ελλαδικό εκκλησιαστικό και νομικό κόσμο,
αλλά και τους πιο ειδικούς του εκκλησιαστικού δικαίου, διεθνώς, να στρέφουν το
ενδιαφέρον τους και να παρακολουθούν λεπτομερώς την εξέλιξη των σχετικών
ειδήσεων.
Το κείμενο των λόγων ακυρότητας, υπογράφεται από
τον φημισμένο διεθνώς, αλλά και αρμόδιο στα ζητήματα, του ελληνικού
Εκκλησιαστικού Δικαίου, κ. Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου, επίκουρο καθηγητή της
νομικής Σχολής του Αρ.Παν/μίου Θεσσαλονίκης.
Ειδική μνεία εκτός των άλλων, γίνεται στο
γεγονός, ότι ο μοναδικός καταγγέλλων -από το 1998- τον π. Ιγνάτιο, επιχώριος
μητροπολίτης κ. Ι. Βλάχος, ανέλαβε προσωπικά ο ίδιος, και την καταγγελία προς
τα εκκλησιαστικά "δικαστήρια", αλλά και την προεδρία του τοπικού
επισκοπικού δικαστηρίου Ναυπάκτου, καθώς επίσης και στο ότι, ο διορισμένος
υπάλληλος, κληρικός κ. Θ. Βαμβίνης, ορίστηκε ταυτόχρονα και ως εκκλησιαστικός
ανακριτής, αλλά και ως μέλος του επισκοπικού δικαστηρίου, που ο τότε συνήγορος
κ. Χ.Φαρμάκης, αγανακτισμένος, το χαρακτήρισε ως τριτοκοσμικού τύπου,
διαδικασία "Abu Dhabi"(!).
Το πρωτόγνωρο της υπόθεσης, για τα ελλαδικά δεδομένα, οι
πολλές ενστάσεις, το πλήθος των σοβαρών λόγων ακυρότητας, αλλά και η παράλληλη,
ποινική διαδικασία, που είναι σε εξέλιξη στην αρμόδια εισαγγελία, κατά των όσων
συνέβησαν στη μητρόπολη Ναυπάκτου τον Δεκέμβριο του 2012, αναμένεται να
προβληματίσουν ιδιαίτερα την επταμελή σύνθεση του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού
Δικαστηρίου στις 19 Μαρτίου, που συνεδριάζει στην Αθήνα, για να συζητήσει και
πάλι την πολύκροτη αυτή υπόθεση, με την Έφεση του ιεροκήρυκα Αρχιμ. Ιγνάτιου
Σταυρόπουλου.
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
Ιγνατίου (κατά
κόσμον Πλάτωνος-Αποστόλου) ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ του Σπυρίδωνος, κατοίκου
Σκάλας Ναυπάκτου (Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος).
ΚΑΤΑ
Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) υπό
την επωνυμία «Εκκλησία της Ελλάδος», που εδρεύει στην Αθήνα (Ιωάννου Γενναδίου
14 και Ιασίου 1, Τ.Κ. 11521, τηλ. 210-7272204) και εκπροσωπείται νόμιμα.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ
[1] Της υπ’ αριθ. 36/2013 Αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου για
Πρεσβυτέρους, Διακόνους και Μοναχούς Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της
Ελλάδος.
[2] Του υπ’ αριθ. 4361/1927/2013 κλητηρίου θεσπίσματος του
Πρωτοβαθμίου για Πρεσβυτέρους, Διακόνους και Μοναχούς Συνοδικού Δικαστηρίου της
Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
[3] Της υπ’ αριθ. 1/2012 Αποφάσεως του Επισκοπικού Δικαστηρίου του ΝΠΔΔ, υπό την επωνυμία «Ιερά Μητρόπολις Ναυπάκτου
και Αγίου Βλασίου», που εδρεύει στη Ναύπακτο και εκπροσωπείται νόμιμα.
[4] Της υπ’ αριθ. 2/2012 Παρεμπίπτουσας
Αποφάσεως του αυτού Επισκοπικού Δικαστηρίου.
[5] Του υπ’ αριθ. 491/2012 κλητηρίου ‘επικρίματος’ του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου
Βλάχου, που εξέδωσε υπό την ιδιότητά του ως Πρόεδρος του Επισκοπικού
Δικαστηρίου του ΝΠΔΔ υπό την επωνυμία «Ιερά
Μητρόπολις Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου».
Θεσσαλονίκη, 11 Μαρτίου 2014
Ι. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
1.- Με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 36/2013
Απόφαση του Πρωτοβαθμίου για Πρεσβυτέρους, Διακόνους και Μοναχούς
Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο αιτών καταδικάσθηκε σε ποινή
καθαιρέσεως από την ιερωσύνη και επαναφοράς του στην τάξη των μοναχών.
2.- Είχε προηγηθεί η έκδοση των συμπροσβαλλόμενων, ως
παρεμπιπτουσών διοικητικών πράξεων:
(α) υπ’ αριθμ. 1/2012 Αποφάσεως του Επισκοπικού Δικαστηρίου της Ι. Μητροπόλεως Ναυπάκτου, με την οποία ο αιτών
είχε κριθεί ένοχος για όσες κατηγορίες αναφέρει η εν λόγω απόφαση, και με την
οποία η όλη υπόθεση παραπέμφθηκε λόγω αρμοδιότητας (άρθ. 12 Ν. 5383/1932) στο
Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, με τη γενική και αόριστη αιτιολογία ότι οι
επιβλητέες ποινές για τις αποδιδόμενες στον αιτούντα κατηγορίες είναι ανώτερες
εκείνων που προβλέπουν τα άρθ. 10 και 11 του Ν. 5383/1932,
(β) υπ’ αριθ. 2/2012 Παρεμπίπτουσας
Αποφάσεως του αυτού Επισκοπικού Δικαστηρίου (η οποία περιέχεται στα
Πρακτικά της ανωτέρω Αποφάσεως υπ’ αριθ. 1/2012 του Επισκοπικού
Δικαστηρίου),
(γ) υπ’ αριθ. 491/2012 κλητηρίου
θεσπίσματος ενώπιον του Επισκοπικού Δικαστηρίου, και
(δ) υπ’ αριθ. 4361/1927/2013 κλητηρίου ‘επικρίματος’ ενώπιον του
Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου.
3.- Ακολουθούν επικυρωμένες και ενσωματωμένες στην αίτηση ακυρώσεως οι ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις.
4. Σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται
στο περιεχόμενο των πέντε συμ-προσβαλλόμενων εκτελεστών διοικητικών πράξεων, αλλά
και όσα θα εκθέσουμε και αποδείξουμε εγγράφως στη συνέχεια, το ιστορικό της
υπόθεσης συντίθεται ως εξής:
5. Μεταξύ του κ. Ιεροθέου Βλάχου, Μητροπολίτη του
ΝΠΔΔ της Ι. Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, και της Μοναχικής Αδελφότητας
της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σκάλας Ναυπάκτου, υφίσταται από
πολλών ετών σφοδρή δικαστική και εξώδικη αντιδικία, η οποία έχει μέχρι σήμερα
οδηγήσει στην έκδοση πολυάριθμων εκκλησιαστικών διοικητικών πράξεων αλλά και
δικαστικών αποφάσεων, είτε των εκκλησιαστικών είτε των πολιτειακών δικαστηρίων
(σημειώνεται, ότι σειρά τέτοιων αποφάσεων έχει εκδοθεί και από το Συμβούλιο της
Επικρατείας).
6. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αντιδικία αυτή
προσωποποιήθηκε με ιδιαίτερα έντονο τρόπο εκ μέρους του ανωτέρω Μητροπολίτη ε ι
δ ι κ ώ ς κ α τ ά τ ο υ α ι τ ο ύ ν τ ο ς, μέλους της ως άνω
Αδελφότητας. Και τούτο διότι ο τελευταίος, επικαλούμενος λόγους αναφερόμενους όχι
μόνον στην κληρική και μοναχική του ιδιότητα αλλά και την ατομική του συνείδηση ως Έλληνας πολίτης, που απολαύει
πλήρως των συνταγματικών του ανθρώπινων δικαιωμάτων (τα οποία ασφαλώς και δεν υποχωρούν λόγω της παράλληλης
κληρικής/μοναχικής ιδιότητας), αρνήθηκε να υπακούσει σε μη σύννομες εντολές
του Μητροπολίτη.
7. Το γεγονός αυτό, είχε ως συνέπεια την κίνηση πολυάριθμων δικαστικών και εξώδικων διαδικασιών και
διώξεων κατά του αιτούντος, με συχνότητα και ένταση πρωτοφανή για τα
εκκλησιαστικά δεδομένα. Από το σύνολο των πιο πάνω ενεργειών του
Μητροπολίτη, οι οποίες εκδηλώνονται με τρόπο συστηματικό για χρονικό διάστημα
που υπερβαίνει πλέον τα δέκα έτη, περιοριζόμαστε εδώ να αναφέρουμε εκείνες μόνον
οι οποίες σχετίζονται άμεσα με την παρούσα υπόθεση. Ειδικότερα:
Α. Διαδικασία
ενώπιον του Επισκοπικού Δικαστηρίου
8. Με την υπ’ αριθ. 3519/6-9-2007 Απόφαση της Ιεράς
Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, και μετά από πρωτοβουλία του ανωτέρω
Μητροπολίτη, επιβλήθηκε για πρώτη φορά στον αιτούντα «επιτίμιο ακοινωνησίας»,
ήτοι η ποινή που συνεπάγεται στέρηση της δυνατότητας συμμετοχής στη θεία
ευχαριστία. Ο αιτών, ωστόσο, κινούμενος από ατομικούς συνειδησιακούς αλλά και
νομικούς-κανονικούς λόγους, θεώρησε άκυρη την πιο πάνω εκκλησιαστική πράξη,
προβαίνοντας υπό την ιδιότητα του κληρικού σε τέλεση του μυστηρίου αυτού.
9. Το γεγονός αυτό, οδήγησε στην έκδοση νεότερης διαταγής
του Μητροπολίτη, περί διενέργειας ‘εκκλησιαστικής ανακρίσεως’ κατά του αιτούντος.
Την ανάκριση διεξήγαγε και ολοκλήρωσε,
υπό την ιδιότητα του εκκλησιαστικού ανακριτή, ο πρωτοπρεσβύτερος της αυτής
Ιεράς Μητροπόλεως Θωμάς Βαμβίνης. Υπογραμμίζεται ότι ο ίδιος κληρικός –ο οποίος
ας μην παραβλέπεται ότι τυγχάνει ιεραρχικώς και υπηρεσιακώς υφιστάμενος τού και
Προέδρου του Επισκοπικού Δικαστηρίου Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου– συνέταξε
το από 14-12-2012 ‘ανακριτικό πόρισμα’ αλλά και ακολούθως συμμετέσχε στο εν
λόγω Επισκοπικό Δικαστήριο, που εξέδωσε την συμ-προσβαλλόμενη υπ’ αριθ.
1/2012 ιδία απόφαση, όπως και την προσβαλλόμενη Παρεμπίπτουσα Απόφαση του
Επισκοπικού Δικαστηρίου.
10. Ο αιτών κλήθηκε να δικασθεί
ενώπιον του Επισκοπικού Δικαστηρίου με το (επίσης προσβαλλόμενο) υπ’ αριθ.
491/17.12.2012 κλητήριο επίκριμα (ήτοι: ‘εκκλησιαστικό κατηγορητήριο’) του
αυτού Μητροπολίτη.
11. Ωστόσο, το κείμενο του εν
λόγω κλητηρίου επικρίματος ανέφερε κατά του αιτούντα για πρώτη φορά και κατά
τρόπο όλως αιφνιδιαστικό την πρόσθετη κατηγορία ότι «δεν υπακούει» και σε «αποφάσεις
και εντολές της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της 12ης – 10 – 2001».
12. Η κατηγορία όμως αυτή,
ουδαμώς είχε αποδοθεί στον αιτούντα καθ’ όλη την προηγηθείσα ανακριτική
διαδικασία, ώστε ο ίδιος να δυνηθεί να λάβει γνώση αυτής και απαντήσει σχετικώς.
Ως εκ τούτου, τις αναφερόμενες για πρώτη φορά στο υπ’ αριθ. 491/17.12.2012
κλητήριο θέσπισμα Συνοδικές Αποφάσεις/Εντολές της 12.10.2001, ο αιτών
αγνοούσε πλήρως.
13. Τούτο προκύπτει αδιαμφισβήτητα
από το γεγονός ότι στις 6.12.2012, ο αιτών, αν και είχε υποβάλλει έγγραφη αίτηση
προς τον διενεργήσαντα την ανάκριση πρωτοπρεσβύτερο Θωμά Βαμβίνη, προκειμένου
να του χορηγηθούν πλήρη αντίγραφα τής σε βάρος του σχηματισθείσας δικογραφίας,
ώστε να λάβει ο ίδιος γνώση και απαντήσει εμπροθέσμως στις αποδιδόμενες εναντίον
του κατηγορίες, ωστόσο, στα αντίγραφα που χορηγήθηκαν στον αιτούντα, καμία τέτοια Συνοδική Απόφαση/Συνοδική
Εντολή της 12-10-2001 δεν υπήρχε ή έστω αναφερόταν (με το Υπόμνημά μας κατά
την εκδίκαση της υποθέσεως, θα συνυποβάλλουμε και το νομίμως υπογεγραμμένο και
σφραγισμένο «Πρωτόκολλο Παράδοσης και Παραλαβής Φακέλου» του «Ανακριτικού Έργου
επί της υποθέσεως του Ιερομονάχου Ιγνατίου Σταυροπούλου», εκ του οποίου
αποδεικνύονται πλήρως τα ανωτέρω).
14. Έτσι, κατηγορία περί παραβιάσεως Συνοδικών Αποφάσεων/Εντολών του έτους 2001,
ουδέποτε βεβαίως αποδόθηκε, σε όλο το ανακριτικό στάδιο, στον αιτούντα. Αυτός,
συνεπώς, ουδέποτε έλαβε γνώση της σχετικής κατηγορίας, και ούτε μπόρεσε,
ασκώντας το συνταγματικό και έννομο δικαίωμά του περί προηγουμένης ακροάσεως, να λάβει σχετικώς γνώση και απαντήσει, ως
εδικαιούτο (νομική αξιολόγηση περί των ανωτέρω, βλ. σε ΙΙ. Νομικό Μέρος).
15. Για τον ανωτέρω λόγο, κατά
την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του Επισκοπικού Δικαστηρίου της Ι.
Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου (21.12.2012), ο αιτών, προκειμένου να
υπερασπιστεί τον εαυτό του, κατέθεσε σχετική ‘Ένσταση - Αίτηση Εξαιρέσεως’, ζητώντας την κατ’ άρθρο 117
παρ. 1 Ν. 5383/1932 συμπλήρωση της γενόμενης ανακρίσεως, ενόψει του
αιφνιδιασμού του λόγω της ανωτέρω προφανούς ελλείψεως, ώστε να του δοθεί, ως όφειλε, η δικονομική δυνατότητα να απολογηθεί επί
της μη απαγγελθείσας και οψίμως προβληθείσας εναντίον αυτού κατηγορίας.
16. Ωστόσο, με την προσβαλλόμενη
Απόφασή του υπ’ αριθ. 1/2012, το Επισκοπικό Δικαστήριο απέρριψε την ανωτέρω
Ένσταση, χωρίς να αρνηθεί το γεγονός ότι η Συνοδική Απόφαση της 12.10.2001 ουδέποτε
κοινοποιήθηκε στον αιτούντα, αρκούμενο μόνον στην προβολή του αόριστου
και προφανώς προσχηματικού ισχυρισμού ότι … σε αυτόν γνωστοποιήθηκαν οι
νεότερες Συνοδικές Αποφάσεις (των ετών 2007, 2009, 2010, 2011), με τις οποίες η
Ιερά Σύνοδος «ενέμεινε» στην (μη ωστόσο γνωστοποιηθείσα) αρχική Απόφαση του
έτους 2001 (βλ. Απόφαση Επισκοπικού Δικαστηρίου 1/2010, σελ. 3).
17. Ο αιτών, με την ίδια ‘Ένσταση - Αίτηση Εξαιρέσεως’
(21.12.2012), επικαλούμενος ευθέως την αρχή διασφαλίσεως της αμερόληπτης κρίσης
των διοικητικών οργάνων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους (άρθ. 7 παρ. 1 & 2 Ν. 2690/1999:
ΚΔιοικΔιαδ), ζήτησε την ε ξ α ί ρ ε σ η του Μητροπολίτη
κ. Ιεροθέου Βλάχου από την προεδρία του Επισκοπικού Δικαστηρίου, προβάλλοντας
και υπογραμμίζοντας το πασίδηλο (σε όλο τον εκκλησιαστικό χώρο της ελληνικής
επικράτειας αλλά και την τοπική κοινωνία της Ναυπάκτου) γεγονός της
πολυετούς και σφοδρής δικαστικής αντιδικίας μεταξύ αφενός μεν του εν λόγω
Μητροπολίτη-Προέδρου του Επισκοπικού Δικαστηρίου και αφετέρου του ιδίου, ως
κατηγορουμένου. Αντιδικίας η οποία είχε πλέον από ετών προσλάβει το
χαρακτήρα της δημόσιας και ανοικτής προσωπικής αντιπαράθεσης, όπως, μεταξύ
άλλων, προκύπτει και από το όλως ασύνηθες γεγονός ότι ο εν λόγω Μητροπολίτης
δεν δίστασε να επιδιώξει την δημόσια εκπλειστηρίαση της πατρικής οικίας του
αιτούντος, για την ικανοποίηση χρηματικής απαιτήσεως του πρώτου (τα σχετικά
έγγραφα θα προσκομισθούν κατά τη συζήτηση της παρούσας).
18. Εν όψει των ανωτέρω ιδιαίτερα
σοβαρών λόγων, η απόφαση του Επισκοπικού Δικαστηρίου δεν περιέχει η ίδια, ως θα όφειλε, την παραμικρή μνεία στην υποβληθείσα
αίτηση εξαιρέσεως. Αντί τούτου, το Επισκοπικό Δικαστήριο έκρινε αρκετό να
σημειώσει στην ενσωματωμένη στα Πρακτικά του υπ’ αριθ. 2/2012 Παρεμπίπτουσα Απόφαση του ιδίου, ότι η
υποβληθείσα αίτηση περί εξαιρέσεως «προσκρούει στο άρθ. 33 του Ν. 5383/1932» (αναλυτικότερη
νομική αξιολόγηση του επιχειρήματος αυτού, βλ. κατωτέρω: ΙΙ. Νομικό Μέρος).
19. Αλλά και αυτά τούτα τα
Πρακτικά της δίκης αποτελούν –όπως προκύπτει από μία απλή και μόνον ανάγνωσή
τους– αφενός μεν μία πρόδηλη απόδειξη του κλίματος έντασης και σφοδρής προσωπικής
αντιπαράθεσης μεταξύ των προρρηθέντων προσώπων, αφετέρου και ένα απτό δείγμα
προχειρότητας περί της τηρήσεως της σχετικής ‘εκκλησιαστικής δικονομίας’: λόγου
χάριν, προσφέρεται για συμπεράσματα το γεγονός ότι, ενώ στο τέλος της σελ. 6
των Πρακτικών της δίκης, έχοντας προηγηθεί σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, σημειώνεται
με στόμφο σε αυτά ότι «Ως εκ τούτου δεν
προβλέπεται η διαδικασία καταχώρησης των δηλώσεων και αιτημάτων του
κατηγορουμένου…», εντούτοις, λίγες σειρές μετά, και στην αρχή της αμέσως
επόμενης σελίδας 7, καταγράφεται η όλως αντίθετου περιεχομένου φράση «Ως εκ τούτου εκ της προδιαληφθείσης
διατάξεως οριζούσης ότι εις τα πρακτικά περιέχεται το περιεχόμενο της
συζητήσεως, συνάγεται ότι εις τα πρακτικά καταχωρούνται οι δηλώσεις και τα
αιτήματα, έγγραφα και προφορικά των διαδίκων…» !
20. Για τους ανωτέρω λόγους, οι
οποίοι, όπως είναι προφανές, οδήγησαν σε κατάφωρη στρεψοδικία της όλης
διαδικασίας και της εξαχθείσης ‘δικαστικής’ κρίσεως, ο αιτών, μη έχοντας άλλον
τρόπο σύννομης άμυνας των δικαιωμάτων του ως κατηγορουμένου, κατέθεσε στις
24-12-2012 ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου μήνυση κατά του
Μητροπολίτη κ. Ιεροθέου Βλάχου, ο οποίος τελικώς προήδρευσε του Επισκοπικού
Δικαστηρίου, αλλά και κατά του πρωτοπρεσβυτέρου Θωμά Βαμβίνη, Ανακριτού της
υπόθεσης αλλά και Μέλους του ίδιου Δικαστηρίου, για παράβαση καθήκοντος (άρθ.
259 Ποινικού Κώδικα). Ο μηνυτής επικαλέσθηκε περαιτέρω και το άρθ. 13 ΠΚ, διάταξη
βάσει της οποίας οι ανωτέρω προέβησαν στην εν λόγω ποινική παράβαση υπέχοντας
παραλλήλως την ιδιότητα του «υπαλλήλου», νομικό γεγονός που συνεπάγεται επίταση
της ποινικής τους ευθύνης. Η εν λόγω ποινική διαδικασία ευρίσκεται ήδη στην
φάση ολοκληρώσεως της προκαταρκτικής εξετάσεως.
21. Είναι χαρακτηριστικό ότι,
όταν οι ανωτέρω δύο (Μητροπολίτης/Πρωτο-πρεσβύτερος) εκλήθησαν να καταθέσουν,
στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, δεν αιτιολόγησαν με περισσότερα
πραγματικά ή νομικά στοιχεία τις καταγγελλόμενες πράξεις τους, αρκούμενοι να
παραπέμψουν στο περιεχόμενο της ειρημένης υπ’ αριθ. 2/2012 Παρεμπίπτουσας
Αποφάσεως του Επισκοπικού Δικαστηρίου.
Β.
Διαδικασία ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου
22. Δυνάμει του προσβαλλόμενου
υπ’ αριθ. 4361/1927/2013 κλητηρίου θεσπίσματος του Πρωτοβαθμίου για
Πρεσβυτέρους, Διακόνους και Μοναχούς Συνοδικού Δικαστηρίου της Ιεράς Συνόδου
της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο αιτών κλήθηκε ακολούθως να εμφανισθεί ενώπιον αυτού.
23. Εντούτοις, το εν λόγω
κλητήριο θέσπισμα, υποπίπτοντας σε ένα ανάλογο με εκείνο του κλητηρίου
επικρίματος του Επισκοπικού Δικαστηρίου δικονομικό/διαδικαστικό
σφάλμα, πρόσθεσε αιφνιδίως κατά του
αιτούντος μία νέα και άγνωστη σε αυτόν, μέχρι εκείνη τη στιγμή, κατηγορία,
ήτοι της εκ μέρους του προτροπής των
πιστών για συμμετοχή σε άκυρα μυστήρια, δεδομένου ότι αυτοί, σύμφωνα με το
εν λόγω θέσπισμα, «παρωτρύνθησαν δια των προειρημένων ενεργειών του εις
εκδήλωσιν καταφρονήσεως προς την Εκκλησίαν και στρηνιασμού κατ’ Αυτής, ως
κοινωνούντων ακοινωνήτω, επί αδικήμασι σαφώς προβλεπομένοις και ρητώς
τιμωρουμένοις…».
24. Και η κατηγορία όμως αυτή, ουδαμώς είχε αποδοθεί στον αιτούντα καθ’
όλη την προηγηθείσα ανακριτική αλλά και ακροαματική ενώπιον του Επισκοπικού
Δικαστηρίου διαδικασία, ώστε ο ίδιος να δυνηθεί να λάβει γνώση της και
απαντήσει σχετικώς. Ως εκ τούτου, την ως άνω αναφερόμενη για πρώτη φορά στο
υπ’ αριθ. 4361/1927/2013 κλητήριο θέσπισμα του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού
Δικαστηρίου της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο αιτών αγνοούσε πλήρως.
25. Συνεπεία του γεγονότος αυτού,
εν όψει δε και όσων σοβαρών διαδικαστικών πλημμελειών είχαν προηγηθεί κατά την
πρωτοβάθμια δίκη, ο συνήγορος υπεράσπισης του αιτούντος κ. Νικόλαος Αντωνιάδης
υπέβαλλε αρμοδίως ενώπιον του Συνοδικού Δικαστηρίου τις εξής βάσιμες ενστάσεις:
(α) Ένσταση
απόλυτης ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, διότι σε αυτό είχε
ανεπιτρέπτως, κατά παράβαση του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, προστεθεί νέα και
άγνωστη έως την στιγμή της ακροαματικής δίκης κατηγορία σε βάρος του αιτούντος,
ήτοι της εκ μέρους του προτροπής των
πιστών για συμμετοχή σε άκυρα μυστήρια.
(β) Ένσταση
απόλυτης ακυρότητας της προδικασίας, κατόπιν της οποίας παραπέμφθηκε ο
αιτών/κατηγορούμενος ενώπιον του Συνοδικού Δικαστηρίου, ήτοι της κλητεύσεως του π.
Ιγνατίου ενώπιον του Επισκοπικού Δικαστηρίου, της διαδικασίας που έλαβε χώρα
ενώπιον αυτού και, συνακόλουθα, της εκδοθείσας υπ’ αριθμ. 1/2012 Αποφάσεως.
Και τούτο διότι του Επισκοπικού Δικαστηρίου προήδρευσε ο Μητροπολίτης κ. Ιερόθεος
Βλάχος, παρά το γεγονός ότι αυτός τελούσε από δωδεκαετίας (τουλάχιστον!) σε
σφοδρή δικαστική αντιδικία με τον π. Ιγνάτιο, σε κάθε βαθμού επίπεδο (εκκλησιαστικό,
διοικητικό, αστικό και ποινικό). Για τους λόγους αυτούς, προσετίθετο στην
υποβληθείσα ένσταση, συνιστούσε προφανή υπηρεσιακή υποχρέωση του Μητροπολίτη να
υποβάλλει αίτηση αυτοεξαιρέσεως και αποχής του από τα καθήκοντα του Προέδρου
του Επισκοπικού Δικαστηρίου, διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 7 παρ. 1
& 2 Ν. 2690/1999, προέκυπταν σε βάρος του βάσιμες υπόνοιες μεροληψίας.
26. Επί των ανωτέρω ενστάσεων, το
Συνοδικό Δικαστήριο εξέδωσε, μετά από συντομότατη διάσκεψη, την υπ’ αριθ.
35/2013 Παρεμπίπτουσα Απόφασή του (ίδ. Πρακτικά της εν λόγω δίκης, στα οποία
και αυτή καταχωρίζεται), περιοριζόμενο να επαναλάβει όσα είχε σχετικώς
απαντήσει και το Επισκοπικό Δικαστήριο (κατά τρόπον εν πολλοίς αντιγραφικό των
αυτών διατυπώσεων).
27. Αξίζει εν προκειμένω να
σημειωθεί ότι στην εν λόγω Παρεμπίπτουσα Απόφαση του Συνοδικού Δικαστηρίου,
εμπεριέχεται και η όλως παράδοξη
αιτιολογία ότι αυτό «ως όργανον της
Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν έχει αρμοδιότητα να ελέγχη το
κύρος των Αποφάσεων Αυτής, και ως εκ τούτου δεν δύναται να ελέγξη την υπό
στοιχείον ΙΙ (σσ. πρόκειται περί παραδρομής, εννοεί ‘Ι’) ένστασιν περί ακυρότητος του Κλητηρίου
Θεσπίσματος» (πλείονα όμως για την πραγματική νομική φύση και αποστολή των
λεγόμενων ‘Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων’, ίδ. κατωτέρω).
ΙΙ. ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Α. Νομική
φύση των προσβαλλόμενων πράξεων των
Επισκοπικού
και Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίων
28. Σύμφωνα
με τη διάταξη του άρθ. 44 παρ. 1 του Ν. 590/1977, «περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (ΕτΚ
Α΄ 146/1977): «Τα παραπτώματα των κληρικών και μοναχών, τα
σχετικά προς τα καθήκοντα και τας επαγγελίας της ομολογίας αυτών… εκδικάζονται
υπό των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Ειδικός νόμος ρυθμίζει τα της ιδρύσεως,
συγκροτήσεως, αρμοδιότητος και λειτουργίας των δικαστηρίων τούτων, μέχρι της
εκδόσεως του οποίου εξακολουθεί ισχύων ο Ν. 5383/1932, ‘‘περί των εκκλησιαστικών
δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας’’».
29. Με το Ν. 5383/1932 ιδρύθηκαν
από τον εκκλησιαστικό οργανισμό ειδικά πειθαρχικά όργανα για την εκδίκαση των
παραπτωμάτων των κληρικών ή μοναχών και την επιβολή των σχετικών πειθαρχικών ποινών.
Στα εν λόγω εκκλησιαστικά όργανα ανήκουν, μεταξύ άλλων, και τα Επισκοπικά όπως
και τα Συνοδικά Δικαστήρια.
30.
Ακυρωτική νομολογία
και συνταγματική θεωρία, ωστόσο, έχουν εδώ και δεκαετίες, αμφισβητήσει επανειλημμένως
και με σειρά πειστικών επιχειρημάτων,
αφενός
μεν τη συνταγματικότητα των διατάξεων οι οποίες περιέχονται στο πλαίσιο
οργάνωσης και λειτουργίας των λεγόμενων ‘εκκλησιαστικών δικαστηρίων’ του Ν.
5383/1932, ως αντικείμενες στην προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων,
αφετέρου
δε την δικανική ιδιότητα των ιδιότυπων αυτών εκκλησιαστικών οργάνων, που αυτοονομάζονται
‘εκκλησιαστικά δικαστήρια’.
31. Ειδικότερα, μετά από μακρά σειρά
αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, με εν πολλοίς ανόμοιο μεταξύ τους
περιεχόμενο, ως δείγμα μίας προφανούς αλλά και δικαιολογημένης νομολογιακής παλιμβουλίας
[βλ. κυρίως: ΣτΕ 2298/1965, ΝοΒ 14 (1966) 568 • ΟλΣτΕ 2024/1965, ΕΔΔΔ 9 (1965) 395 • ΟλΣτΕ 2800/1972, ΝοΒ 21
(1973) 109-110 • ΣτΕ 368/1977, ΝοΒ
28 (1980) 1285 • ΣτΕ 4120-4122/1980, ΕυρΣτΕ 1980, 44 • ΣτΕ 3665/1982, ΝοΒ 32 (1984) 1605 • ΣτΕ 507/1983, ΝοΒ 33 (1985) 1595], το Ανώτατο
Διοικητικό Ακυρωτικό κατέληξε στην, πάγια πλέον σήμερα, θέση ότι τα
εκκλησιαστικά δικαστήρια αποτελούν όχι ‘δικαστήρια’ αλλά ‘πειθαρχικά συμβούλια’, οι αποφάσεις των οποίων, ως πράξεις
διοικητικών οργάνων, υπόκεινται στην ακυρωτική δικαιοδοσία του ΣτΕ [βλ.: ΣτΕ 195/1987 • ΟλομΣτΕ 825/1988,
ΕλλΔνη 29 (1988) 783-785 • ΣτΕ 2928/1996, ΝοΒ 46
(1998) 1345-1351, με παρ. Στ. Κατσέλα
• ΣτΕ 3180/1996 • ΣτΕ 2739/1997 • ΣτΕ 2716/1998 3180/1996
• ΣτΕ 3180/1996 ].
32. Κατά το διατακτικό της ίδιας
νομολογιακής παραγωγής, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια οφείλουν, για τον πιο πάνω λόγο, να ακολουθούν τουλάχιστον ως προς
τη σύνθεσή τους και την πειθαρχική διαδικασία, τις βασικές αρχές του κοινού πειθαρχικού
δικαίου. Επί του καίριου όμως αυτού ζητήματος, θα επανέλθουμε αναλυτικότερα
πιο κάτω.
33. Περαιτέρω,
επιστήμη και
νομολογία σχεδόν ομοφωνούν πλήρως ότι, η οργάνωση και λειτουργία των ‘εκκλησιαστικών
δικαστηρίων’, όπως αυτή προβλέπεται σήμερα από τις διατάξεις του Ν. 5383/1932,
δεν ανταποκρίνεται στις θεμελιώδεις δικονομικές εγγυήσεις που προβλέπει το
Σύνταγμα, ώστε να διασφαλίζονται η αμερόληπτη απονομή της δικαιοσύνης αλλά και
τα δικαιώματα των προσαγόμενων ενώπιον αυτών κατηγορουμένων κληρικών.
34. Η συναφής κριτική, αν και
ελαύνεται από σωρεία προβληματικών διατάξεων του Ν. 5383/1932, επικεντρώνεται ειδικώς
σε εκείνες οι οποίες προβλέπουν τη συγκρότηση του Επισκοπικού Δικαστηρίου
ουσιαστικώς μόνον από τον οικείο του κατηγορουμένου κληρικού Μητροπολίτη (και
όχι τακτικούς, ισόβιους και ανεξάρτητους δικαστές, όπως όμως επιτάσσουν κατηγορηματικώς
οι διατάξεις των άρθρων 87 § 1 και 88 § 1 του Συντάγματος). Προσφέρεται για
εύγλωττα συμπεράσματα ότι, οι κληρικοί που μετέχουν ως Μέλη στη σύνθεση
του ιδιότυπου ‘εκκλησιαστικού δικαιοδοτικού οργάνου’, έχουν απλώς συμβουλευτική
ψήφο, ενώ αποφασιστική είναι μόνον η ψήφος του Μητροπολίτη-Προέδρου, ο οποίος
είναι και ο υπηρεσιακός προϊστάμενος όλων, λοιπών «δικαστών» και κληρικού κατηγορουμένου.
35. Τα συνταγματικής φύσεως προβλήματα
του Ν. 5383/1932, έχουν προκαλέσει επανειλημμένως οξεία κριτική εκ μέρους όχι
μόνον των νομικών –οι οποίοι συχνά αρνούνται ακόμη και τον χαρακτηρισμό των
οργάνων αυτών ως «δικαστηρίων» [ενδεικτικώς: Δ. Λαζαρίμος, «Τα εκκλησιαστικά
δικαστήρια δεν είναι δικαστήρια», ΝοΒ 8 (1960) 1257-1259 • Γ. Γεωργάτος, «Η δημοσιότητα της
δίκης και τα ανθρώπινα δικαιώματα στα εκκλησιαστικά δικαστήρια», ΝοΒ 47 (1999)
1661 επ. • Μ. Σταθόπουλος, Σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, Αθήνα 1993, 62 επ. • Κ.
Παπαγεωργίου, Εκκλησιαστικό Δίκαιο.
Θεωρία & Νομολογία, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 550 επ.]– αλλ’ εκ μέρους και
των ίδιων των κληρικών, ιδίως μάλιστα όσων τα αντιμετώπισαν ως κατηγορούμενοι,
συνειδητοποιώντας τη βάναυση καταπάτηση
από τα όργανα αυτά και των πλέον στοιχειωδών συνταγματικών τους ελευθεριών.
36. Ας μας επιτραπεί στο σημείο
αυτό, ενόψει της γνωστής λαμπρής
ουμανιστικής παράδοσης που έχει μέχρι σήμερα επιδείξει το Συμβούλιο της
Επικρατείας στο ευαίσθητο ζήτημα της προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων και
ελευθεριών, να αναφέρουμε δύο επώνυμες καταγγελίες.
Η
πρώτη περιέχεται σε κείμενο του πρεσβυτέρου π. Ευαγγέλου Σκορδά, πρώην Γενικού
Γραμματέα του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος (Ι.Σ.Κ.Ε.), επίσημου
συνδικαλιστικού οργάνου των κληρικών της, με τον εύγλωττο τίτλο «Η αιμάσσουσα εκκλησιαστική δικαιοσύνη»
(εφημ. ‘Ελευθεροτυπία’, φύλλο της 31.12.1998), όπου ορθώς σημειώνεται
περί των εκκλησιαστικών αυτών οργάνων ότι:
«Ο
ίδιος ο Μητροπολίτης είναι ο κατήγορος, διώκτης και ανακριτής ή αναθέτει την
ανάκριση σε ιερέα πειθήνιο όργανό του».
Η
δεύτερη καταγράφεται σε κείμενο του Καθηγητή Ιωάννη Παναγόπουλου, στο
έργο του: Εκκλησιαστικόν Δίκαιον. Μελέται
– Άρθρα - Γνωμοδοτήσεις, Αθήναι 1980 (σελ. 489), όπου παρατηρείται με ειλικρίνεια
ότι:
«Είναι κοινόν μυστικόν ότι η
εκκλησιαστική μας δικαιοσύνη, ως ανέκαθεν και σήμερον ακόμη ασκείται, κινείται
και λειτουργεί μετ’ ιδιαζούσης αυστηρότητος μόνον κατά των διακόνων, των
πρεσβυτέρων και των μοναχών».
37. Υπογραμμίζεται εδώ η αυτονόητη
παρατήρηση ότι, κληρικοί και μοναχοί, δεν παύουν λόγω της κληρικής ή μοναχικής
ιδιότητας που οι ίδιοι φέρουν, να διατηρούν παραλλήλως και την ιδιότητα του Έλληνα
πολίτη. Δεν παύουν, συνεπώς, να δικαιούνται και να αξιώνουν την πλήρη και
συνεπή προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων τους, όπως αυτά κατοχυρώνονται από
το ελληνικό Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των Ανθρώπινων
Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ρώμη, 1950). Με άλλη διατύπωση,
ουδεμία διάταξη ή έστω ι. κανόνας προβλέπει αφαίρεση ή την όποια μείωση ως προς
την απόλαυση των συνταγματικών δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών των κληρικών
ή μοναχών, από μόνο το λόγο ότι φέρουν το σχετικό εκκλησιαστικό σχήμα.
38. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό
με την ιδιότητα τόσο της Εκκλησίας της Ελλάδος όσο και των κυριότερων
οργανωτικών της υποδιαιρέσεων ως Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου (άρθ. 1 παρ.
4 Ν. 590/1977), επιβάλλουν σε αυτήν να σέβεται, τηρεί και εναρμονίζεται η ίδια
πλήρως ως προς τον τρόπο οργάνωσης και θεσμικής λειτουργίας του όλου οργανισμού
της με τις απαράβατες συνταγματικές επιταγές της χρηστής διοικήσεως και του
κράτους δικαίου.
39. Οι ανωτέρω επισημάνσεις
υπογραμμίζονται μεταξύ άλλων και από την ΣτΕ
1294/2003, που έκρινε εύστοχα ότι ενώπιον των
πειθαρχικών συμβουλίων του Ν. 5383/1932 πρέπει απαραιτήτως να τηρείται, μεταξύ
άλλων, και το «δικαίωμα της
προηγουμένης ακροάσεως, που κατοχυρώνεται από την διάταξη του άρθρου 20 § 2 του
Συντάγματος, ερμηνευομένη σε συνδυασμό με την διάταξη της § 3 του άρθρου 6 της
Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών,
ως εκ τούτου δε η δυνατότητα αυτή δεν θα ήταν συνταγματικώς επιτρεπτό να
αποκλεισθεί από τον κοινό νομοθέτη… κατά την διαδικασία ενώπιον των
εκκλησιαστικών δικαστηρίων».
40. Απαιτείται συνεπώς να πληροί και
η εκκλησιαστική δίκη τα εχέγγυα μιας «δίκαιης δίκης», σύμφωνα με το Σύνταγμα
και την ΕΣΔΑ, αλλά και τις βασικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου (ΟλΣτΕ
825/1988 κ.α.). Η παραβίαση συνεπώς των συναφών διατάξεων συνεπάγεται απόλυτη
ακυρότητα των όποιων πράξεων εκδίδουν τα λεγόμενα ‘εκκλησιαστικά δικαστήρια’,
με αποφάσεις του καθ’ ύλην αρμοδίου Συμβουλίου της Επικρατείας. Εν προκειμένω,
ως προς την επίδικη υπόθεση, προσβάλλονται οι προμνημονευόμενες εκκλησιαστικές
πράξεις για τους εξής ακυρωτικούς λόγους και με τις παρατιθέμενες αιτιολογίες :
Β. Λόγοι Aκυρώσεως των Προσβαλλόμενων Πράξεων
Β.1. Διπλή
παραβίαση ουσιώδους διαδικαστικού τύπου:
μη κλήση μας σε προηγούμενη ακρόαση
(άρθ. 6 ΚΔιοικΔιαδ, 20 § 2 Συντ.)
41. Όπως ήδη αναλυτικώς εκτέθηκε
στο Ιστορικό Μέρος της αιτήσεώς μας, αμφότερες οι προσβαλλόμενες αποφάσεις,
τόσο του Επισκοπικού Δικαστηρίου όσο και
του Συνοδικού, εκδόθηκαν χωρίς
τήρηση εκ μέρους των δύο αυτών εκκλησιαστικών οργάνων της συνταγματικής-νόμιμης
υποχρεώσεώς τους περί κλήσεως του θιγόμενου διοικουμένου σε προηγούμενη ακρόαση,
ως προς τις αποδιδόμενες στον ίδιο κατηγορίες (άρθ. 6 ΚΔιοικΔιαδ, άρθ. 20 § 2 Συντ.).
Και ειδικότερα:
42. Το προσβαλλόμενο κλητήριο επίκριμα υπ’ αριθ. 491/17.12.2012, που εκδόθηκε από τον
Μητροπολίτη μετά την ολοκλήρωση της ανακριτικής διαδικασίας, συμπεριέλαβε
αυθαιρέτως στο περιεχόμενό του και για πρώτη φορά νέα, πρόσθετη κατηγορία σε
βάρος του κατηγορουμένου π. Ιγνατίου (ήτοι ότι «δεν υπακούει … αποφάσεις και εντολές της
Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της 12ης – 10 – 2001»). Κατηγορία που
όμως δεν είχε μέχρι το σημείο εκείνο αποδοθεί στον αιτούντα, ώστε ο ίδιος να
δυνηθεί να ασκήσει το δικαίωμά του της προηγούμενης ακρόασης, δεδομένου ότι τις
εν λόγω Συνοδικές Αποφάσεις/Εντολές της 12.10.2001, ο ίδιος ο αιτών αγνοούσε
πλήρως (ίδ. το προηγηθέν Ιστορικό Μέρος καθώς και το Υπόμνημα που θα
υποβάλλουμε με όλη τη σχετική σειρά εγγράφων κατά την εκδίκαση της υποθέσεως).
43. Για τον ίδιο λόγο, ο π.
Ιγνάτιος υπέβαλε κατά την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του Επισκοπικού Δικαστηρίου
της Ι. Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου (21.12.2012), την μνημονευθείσα ‘Ένσταση
- Αίτηση Εξαιρέσεως’, ζητώντας την κατ’ άρθρο 117 παρ. 1 Ν. 5383/1932
συμπλήρωση της γενόμενης ανακρίσεως. Άλλωστε, το Επισκοπικό Δικαστήριο δεν αρνήθηκε το αποδεδειγμένο γεγονός
ότι στον κατηγορούμενο ουδέποτε κοινοποιήθηκαν οι πιο πάνω Συνοδικές Πράξεις
του 2001, αποπειρώμενο απλώς να καλύψει την προφανή αυτή διαδικαστική παρανομία
με την αναφορά του στο περιεχόμενο πολύ μεταγενέστερων, αλλά διαφορετικών,
Συνοδικών Αποφάσεων.
44. Ωστόσο, σε ανάλογη παραβίαση
του ίδιου ουσιώδους διαδικαστικού τύπου προέβη και το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό
Δικαστήριο. Και τούτο διότι με το προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. 4361/1927/2013 κλητήριο θέσπισμα
απηγγέλθη πάλι αιφνιδίως και για πρώτη κατά του αιτούντος μία νέα μέχρι εκείνη
τη στιγμή, κατηγορία, ήτοι της εκ μέρους του προτροπής των πιστών για συμμετοχή σε άκυρα μυστήρια (ίδ. Ιστορικό
Μέρος).
45. Ως εκ των ανωτέρω παρανομιών,
ο συνήγορος υπεράσπισης του αιτούντος κ. Ν. Αντωνιάδης υπέβαλλε αρμοδίως
ενώπιον του Συνοδικού Δικαστηρίου τις προρρηθείσες βάσιμες ενστάσεις (α) περί απόλυτης ακυρότητας του κλητηρίου
θεσπίσματος, και (β) περί απόλυτης
ακυρότητας της προδικασίας.
46. Σε κάθε περίπτωση, το
Επισκοπικό αλλά και το Συνοδικό Δικαστήριο δεν κάλεσαν τον αιτούντα π.
Ιγνάτιο σε προηγούμενη ακρόαση, ως όφειλαν από τη συνταγματική και
διοικητική νομοθεσία, αφού αυτός εθίγετο, και δη άμεσα και σε υπέρτατο βαθμό, από
τις ληφθείσες από τα δύο αυτά εκκλησιαστικά όργανα αποφάσεις.
47. Ως γνωστόν, σύμφωνα με το
άρθ. 6 (‘Προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου)
του Ν. 2690/1999, ‘Κώδικας
Διοικητικής Διαδικασίας’:
(1) Οι διοικητικές αρχές, πριν από κάθε ενέργεια ή
μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν
να καλούν τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, εγγράφως ή προφορικώς,
ως προς τα σχετικά ζητήματα.
(2) Η κλήση προς ακρόαση είναι
έγγραφη, αναφέρει τον τόπο, την ημέρα και την ώρα της ακρόασης, προσδιορίζει δε
το αντικείμενο του μέτρου ή της ενέργειας. Η κλήση κοινοποιείται στον
ενδιαφερόμενο τουλάχιστον πέντε (5) πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα της
ακρόασης. Ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να λάβει γνώση των σχετικών αποδεικτικών
στοιχείων και να προβεί σε ανταπόδειξη. Η τήρηση της προαναφερόμενης διαδικασίας,
καθώς και η λήψη υπόψη των απόψεων του ενδιαφερομένου, πρέπει να προκύπτουν από
την Αιτιολογία της διοικητικής πράξης. Το υιοθετούμενο μέτρο πρέπει να λαμβάνεται μέσα σε εύλογο χρονικό
διάστημα από την ακρόαση του ενδιαφερομένου.
(3). Αν η άμεση λήψη του δυσμενούς μέτρου
είναι αναγκαία για την αποτροπή κινδύνου ή λόγω επιτακτικού δημόσιου
συμφέροντος, είναι, κατ’ εξαίρεση, δυνατή η, χωρίς προηγούμενη κλήση του
ενδιαφερομένου, ρύθμιση. Αν η κατάσταση που ρυθμίστηκε είναι δυνατόν να
μεταβληθεί, η διοικητική αρχή, μέσα σε χρονικό διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών,
καλεί τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του σύμφωνα με τις προηγούμενες
παραγράφους, οπότε και προβαίνει σε τυχόν νέα ρύθμιση. Αν η πιο πάνω προθεσμία
παρέλθει άπρακτη, το μέτρο παύει αυτοδικαίως, και χωρίς άλλη ενέργεια, να
ισχύει.
(4). Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2
εφαρμόζονται και όταν οι σχετικές με τη δυσμενή διοικητική πράξη διατάξεις
προβλέπουν δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής.
Όπως όμως είναι από το
Ιστορικό Μέρος αλλά και το σύνολο των προσαγόμενων εγγράφων πρόδηλο, ουδαμώς τηρήθηκε η ανωτέρω τυπική αλλά και
ουσιαστική, για τα δικαιώματα του
διοικουμένου, διαδικασία, που έπρεπε ωστόσο να τηρηθούν με σχολαστικότητα.
48. Οι προσβαλλόμενες
ωστόσο διοικητικές πράξεις είναι αντίθετες και προς τις πάγιες επιταγές της
νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας
(ΟλΣτΕ 825/1988, ΣτΕ 1294/2003 κ.λπ.), κατά τις οποίες επί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων επιβάλλεται η αναλογική εφαρμογή των
διατάξεων περί πειθαρχικών συμβουλίων, ήτοι, εν προκειμένω, των διατάξεων των
άρθρων 106-146 (‘Πειθαρχικά Παραπτώματα
και Βασικές Αρχές’) του Ν. 3528/2007, «Κώδικας Κατάστασης Δημοσίων
Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ» [ερμηνεία των διατάξεών του
βλ. ιδίως σε: Α. Τάχος – Ι. Συμεωνίδης,
Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα (ΕρμΥΚ), τόμ.
ΙΙ, Θεσσαλονίκη ³2007, 1183 επ. • Ε. Σπηλιωτόπουλος – Χ. Χρυσανθάκης,
Βασικοί θεσμοί Δημοσιοϋπαλληλικού Δικαίου,
Αθήνα-Κομοτηνή 62006, 49 επ. • βλ. και Π. Λαζαράτος, Το δικαίωμα ακροάσεως στη διοικητική
διαδικασία, Αθήνα-Κομοτηνή 1992, ιδίως 171 επ., 232-233, 256, passim].
49. Όπως παρατηρείται, απαραίτητη
προϋπόθεση της πειθαρχικής διαδικασίας είναι «το σχεδόν ταυτόσημο δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης ενώπιον
Δικαστηρίου, όσο και ενώπιον Διοικητικής Αρχής κατά τις παρ. 1 και 2 του άρθ.
20 του Συντάγματος» (Τάχος –
Συμεωνίδης, ΕρμΥΚ, ό.π., σ. 1184).
50. Επιβολή πειθαρχικής ποινής
δεν επιτρέπεται για πειθαρχικά αδικήματα μη μνημονευόμενα στο έγγραφο επί του οποίου
ερείδεται η πειθαρχική δίωξη [ΣτΕ
1495/1985 • ΣτΕ 2780/198 • Τάχος – Συμεωνίδης, ΕρμΥΚ,
ό.π., σ. 1336]. Τούτο ρητώς επιτάσσεται και από το άρθ. 124 (‘Διαδικασία και συνέπειες παραπομπής’) του Ν. 3528/2007 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 Ν. 4057/2012), που
ορίζει ότι στο σχετικό έγγραφο πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς κατά τόπο
και χρόνο τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα και ο
διωκόμενος υπάλληλος.
51. Αν τα σχετικά με την
πειθαρχική διαδικασία έγγραφα δεν είναι
πλήρη και συντεταγμένα σύμφωνα με τους τύπους που ορίζουν οι πιο πάνω
ρυθμίσεις, τότε η πειθαρχική
διαδικασία είναι άκυρη (Τάχος –
Συμεωνίδης, ΕρμΥΚ, ό.π., σ. 1341].
52. Έχει συναφώς κριθεί, ότι το πειθαρχικό όργανο δεν δύναται να
αποφανθεί περί της πειθαρχικής ευθύνης του διωκόμενου αναφορικά με πειθαρχικά
παραπτώματα μη περιλαμβανόμενα στο αρχικό παραπεμπτήριο έγγραφο, χωρίς να
εκδοθεί συμπληρωματικό. Η παράλειψη εκδόσεως του απαιτούμενου συμπληρωματικού
παραπεμπτηρίου εγγράφου, δεν θεραπεύεται ακόμη και με τη μη προβολή
παραπόνου από τον διωκόμενο [ΣτΕ
4255/1999 • Τάχος – Συμεωνίδης,
ΕρμΥΚ, ό.π., σ. 1341-1342].
53. Λόγος αναφερόμενος σε ατέλεια
του αρχικού παραπεμπτηρίου εγγράφου, η οποία συνίσταται σε μη προσδιορισμό σε αυτό των αποδιδόμενων στον διωκόμενο συγκεκριμένων
πράξεων ή παραλείψεων, για τις οποίες διώχθηκε πειθαρχικώς, πρέπει να
εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, διότι ανάγεται στο κύρος του εν λόγω εγγράφου, που αποτελεί ουσιώδη τύπο της
πειθαρχικής διαδικασίας [ΣτΕ
1741/2000 • ΣτΕ 3954/1980 • ΣτΕ 4545/1997 • ΣτΕ 1913/1996 • ΣτΕ 1138/1995 • ΣτΕ 1062/1994 • ΣτΕ 4265/1987 • ΣτΕ 1830/1985 • Τάχος – Συμεωνίδης, ΕρμΥΚ, ό.π., σ. 1343].
54. Η ανωτέρω παραβίαση και
ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω μη εκδόσεως συμπληρωματικού παραπεμπτηρίου από
το αρμόδιο όργανο για το μη αρχικώς αναφερόμενο πειθαρχικό παράπτωμα, τότε μόνον θεραπεύεται όταν ο
πειθαρχικώς διωκόμενος απολογήθηκε
ενώπιον του πειθαρχικού οργάνου και για την κατηγορία αυτή, χωρίς να προβάλλει
καμία ένσταση σχετικά με τη μη έκδοση συμπληρωματικού παραπεμπτηρίου [ΣτΕ 708/1999 • Τάχος – Συμεωνίδης, ΕρμΥΚ,
ό.π., σ. 1345].
Β.2. Ευθεία
παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας
των διοικητικών οργάνων διατάξεων
(άρθ. 7 ΚΔιοικΔιαδ)
55. Ως γνωστόν, σύμφωνα με το άρθ. 7 (‘Αμεροληψία των διοικητικών οργάνων’) του Ν. 2690/1999, «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας» (ΕτΚ Α΄
45/1999):
(1). Τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά,
πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των
αρμοδιοτήτων τους.
(2). Τα μονομελή όργανα, καθώς και τα μέλη των
συλλογικών οργάνων, οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που
συνιστά συμμετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης εφόσον: α) η
ικανοποίηση προσωπικού συμφέροντός τους συνδέεται με την έκβαση της υπόθεσης, ή
β)… ή γ) έχουν ιδιαίτερο δεσμό ή
ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους.
(3). Το όργανο ή το μέλος του συλλογικού οργάνου,
εφόσον κρίνει ότι συντρέχει στο πρόσωπό του λόγος που επιβάλλει την αποχή του,
οφείλει να το δηλώσει αμέσως στην προϊστάμενη αρχή ή στον προεδρεύοντα του
συλλογικού οργάνου, αντιστοίχως, και να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια. Στις
περιπτώσεις αυτές, η προϊστάμενη αρχή, ή το συλλογικό όργανο, αποφαίνεται το
ταχύτερο δυνατόν.
(4). Αίτηση εξαίρεσης μονομελούς οργάνου, ή μέλους
συλλογικού οργάνου, μπορούν να υποβάλουν οι ενδιαφερόμενοι σε όλα τα στάδια της
διαδικασίας. (…).
(5). Η εξαίρεση μπορεί να διατάσσεται και
αυτεπαγγέλτως από την προϊστάμενη αρχή ή το συλλογικό όργανο.
56. Όπως ήδη αναλυτικώς εκτέθηκε
στο Ιστορικό Μέρος της παρούσας αιτήσεως ακυρώσεως, μεταξύ του Μητροπολίτη κ.
Ιεροθέου Βλάχου και του αιτούντος υφίσταται ήδη μία υπερ-δωδεκαετής σφοδρότατη
δικαστική και εξώδικη αντιδικία, με κατάληξη, μέχρι στιγμής, την έκδοση μεγάλου
αριθμού εκκλησιαστικών διοικητικών πράξεων ή δικαστικών αποφάσεων, των
εκκλησιαστικών αλλά και πολιτειακών δικαστηρίων. Αποτελεί πλέον γεγονός
πασίδηλο –ήτοι τόσο γνωστό, ώστε να μην
χρήζει αποδείξεως– στον ευρύτερο εκκλησιαστικό χώρο αλλά και στην τοπική (εκκλησιαστική
ή μη), κοινωνία της Ναυπάκτου, ότι η εχθρότητα αυτή οδήγησε στην σχετικώς ακόμη
πρόσφατη έκδοση, μετά από ενέργειες του Μητροπολίτη και της Ι. Συνόδου, του υπ’
αριθ. 5/17-1-2013 Προεδρικού Διατάγματος για τη «Διάλυση της «Ιεράς Ανδρώας
Κοινοβιακής Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σκάλας Ναυπάκτου» και τη συγχώνευσή
της με την «Ιερά Μονή Αμπελακιωτίσσης της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου
Βλασίου» (ΕτΚ Α΄ 14/17-1-2013).
57. Η πρωτοφανής για τα σύγχρονα
εκκλησιαστικά χρονικά αυτή εχθρική προς τη Μονή και την Αδελφότητά της ενέργεια
των εκκλησιαστικών αρχών, έχει ήδη προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του
Συμβουλίου της Επικρατείας, για σωρεία λόγων παραβίασης της νομιμότητας, αναμένεται
δε η συζήτηση της υποθέσεως. Επιπλέον, αναφέρθηκε ήδη και το εξόχως λυπηρό
γεγονός ότι ο ίδιος Μητροπολίτης δεν δίστασε να επιδιώξει τον πλειστηριασμό της
πατρικής οικίας του αιτούντος, για την ικανοποίηση χρηματικής απαιτήσεως του
πρώτου. Εν προκειμένω, τα σχόλια περιττεύουν…
58. Μετά από τα ανωτέρω, ευλόγως
θα ανεμένετο ότι ο ίδιος Μητροπολίτης δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να
προεδρεύσει και του Επισκοπικού Δικαστηρίου που θα καταδίκαζε τον αιτούντα,
ζητώντας ο ίδιος την εξαίρεσή του και αποχή από τη σχετική διαδικασία, λόγω της
σοβούσης αντιπαλότητας. Και τούτο διότι η παροιμιώδης και μακροχρόνια εχθρότητα
μεταξύ των δύο μερών, μπορεί να χρησιμεύσει ακόμη και ως ‘σχολικό’ παράδειγμα
διδασκαλίας στα αμφιθέατρα των νομικών μας σχολών, περί του πότε συντρέχει
αμάχητο τεκμήριο εχθρότητας μεταξύ κρίνοντος και κρινομένου, στο πλαίσιο της
πειθαρχικής διαδικασίας, και άρα αδιαμφισβήτητης εφαρμογής του άρθ. 7 Ν.
2690/1999.
59. Ένδειξη προφανώς τού ότι η
προσωπική αυτή εχθρότητα έχει υπερβεί κάθε μέτρο, αποτελεί και το γεγονός της
μη αυτο-εξαιρέσεως του Μητροπολίτη από την εκδίκαση μίας στην ουσία προσωπικής
του υποθέσεως. Και όχι μόνον αυτό: ο ίδιος αφενός μεν έδωσε εντολή στον
υπηρεσιακό του υφιστάμενο πρωτοπρεσβύτερο Θωμά Βαμβίνη να διεξαγάγει κατά του
αιτούντος π. Ιγνατίου ανακρίσεις, δεχόμενος στη συνέχεια τη συμμετοχή του ίδιου
αυτού ανακριτή και … ως μέλους στη σύνθεση του Επισκοπικού Δικαστηρίου.
Τυγχάνει βεβαίως απορίας άξιο αν ο εν λόγω ανακριτής θα αποτολμούσε ποτέ,
εφόσον διαφωνούσε συνειδησιακά ο ίδιος με χειρισμούς του προϊσταμένου του
Μητροπολίτη, και μέσα στο πλαίσιο αυτό της οξύτατης αντιπαράθεσης, να
διαφοροποιήσει ατομικά την κρίση του και να αποκλίνει από τις θέσεις ή τους
χειρισμούς του προϊσταμένου του Μητροπολίτη.
60. Ακριβώς όμως επειδή για τους
λόγους αυτούς θεσπίσθηκε η προστασία των διοικουμένων, με τη θέση σε ισχύ του άρθ. 7 του Ν. 2690/1999,
υποβλήθηκε, όπως εξετέθη, η προρρηθείσα ‘Ένσταση - Αίτηση Εξαιρέσεως’ (21.12.2012), με την οποία
ζητήθηκε η εξαίρεση του Μητροπολίτη από την προεδρία του Επισκοπικού
Δικαστηρίου.
61. Το Επισκοπικό Δικαστήριο, με
την υπ’ αριθ. 2/2012 Παρεμπίπτουσα Απόφασή
του, έκρινε ότι η υποβληθείσα αίτηση περί εξαιρέσεως δήθεν «προσκρούει στο άρθ.
33 του Ν. 5383/1932», κατά το οποίο δεν επιτρέπεται η εξαίρεση του Μητροπολίτη
από το Επισκοπικό Δικαστήριο.
62. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός
δεν είναι πειστικός για κατ’ αρχάς δύο σημαντικούς λόγους:
(α) Πρώτον, διότι έρχεται σε
προφανή εσωτερική αντίφαση αφενός μεν με το άρθ. 4
εδάφιο
γ του Ν. 5383/1932, διάταξη κατά την οποία «Τον
Μητροπολίτην απόντα ή κωλυόμενον αναπληροί ο Πρωτοσύγκελλος ή ο Γενικός Αρχιερατικός
Επίτροπος», καθώς και με τη διάταξη του άρθ. 5 εδάφ. γ του ίδιου νόμου,
σύμφωνα με την οποία: «Καθ’ ην περίπτωσιν,
εν ελλείψει, απουσία ή άλλω κωλύματι του Μητροπολίτου, το Επισκοπικόν Δικαστήριον
συγκροτείται μόνον εκ πρεσβυτέρων, πάντα τα μέλη του Δικαστηρίου έχουσιν αποφασιστικήν
ψήφον». Συνεπώς, ο ίδιος Ν. 5383/1932 προβλέπει σε παράλληλες διατάξεις του
τη μη συμμετοχή του Μητροπολίτη στο Επισκοπικό Δικαστήριο, όταν συντρέχει
κάποιο κώλυμα, και εδώ πραγματικά συνέτρεχε ένα ιδιαίτερα σοβαρό.
(β) Δεύτερον, διότι η διάταξη
αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το ειρημένο άρθ. 7 παρ. 1 & 2 Ν.
2690/1999, καθώς προέκυπταν σε βάρος του Μητροπολίτη βάσιμες υπόνοιες
μεροληψίας, που θεμελίωναν πλέον υπηρεσιακή του υποχρέωση να υποβάλλει αίτηση
αυτοεξαιρέσεως και αποχής του από τα καθήκοντα του Προέδρου του Επισκοπικού
Δικαστηρίου.
63. Πέραν όμως αυτού, λόγος
αποκλεισμού από τη συμμετοχή του στη σύνθεση του Επισκοπικού Δικαστηρίου
συνέτρεχε και για τον ανακριτή πρωτοπρεσβύτερο Θωμά Βαμβίνη, καθώς, σύμφωνα με
τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την πειθαρχική διαδικασία,
δεν είναι νόμω επιτρεπτή, για λόγους προστασίας της αντικειμενικής και
απροσωπόληπτης διεξαγωγής της πειθαρχικής δίκης, η σύμπτωση σε ένα πρόσωπο των
ιδιοτήτων του οργάνου που διεξάγει την ανάκριση και εκείνου το οποίο ασκεί, ως
προϊστάμενο όργανο, πειθαρχικές αρμοδιότητες [ΣτΕ 4206/1990 • Τάχος – Συμεωνίδης,
ΕρμΥΚ, ό.π., σ. 1363].
64. Υπογραμμίζεται
συναφώς ότι:
(α)
σύμφωνα με τις ΣτΕ 2425/1978, 1922/1976,
κατά γενική αρχή του πειθαρχικού δικαίου, περί του αμερολήπτου της πειθαρχικής
κρίσεως, ο διενεργών την ανάκριση κωλύεται να την διενεργήσει εάν υφίστανται
σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το ανεπηρέαστο της κρίσεώς του.
(β)
κατά τις ΣτΕ 5128/1987, 1975/1980,
δεν μπορεί να συμμετάσχει στη σύνθεση του πειθαρχικού συμβουλίου το μέλος του
εκείνο που άσκησε καθήκοντα ανακριτή για την ίδια υπόθεση,
(γ)
σύμφωνα με τις ΣτΕ 1487/1997, 1231/1996,
η ενέργεια της ανακρίσεως κωλύει τη συμμετοχή του ενεργήσαντος αυτήν στη
σύνθεση του πειθαρχικού συμβουλίου.
(δ)
σύμφωνα με τις ΣτΕ 936/1966, 1507/19650
κ.ά., αποκλείεται η συμμετοχή στο πειθαρχικό συμβούλιο μέλους διεξαγαγόντος
σχετικές ανακρίσεις και υποβαλλόντος πόρισμα, αδιαφόρως του είδους της
ανακρίσεως ως κυρίας ανακρίσεως ή προανακρίσεως.
65. Συναφώς, το άρθ. 39 του Ν.
5383/1932, προβλέπει την εκούσια εξαίρεση του ανακριτή αλλά και κάθε ‘δικαστή’
εκκλησιαστικού δικαστηρίου, μη διακρίνοντας μερταξύ επισκοπικών ή άλλων
εκκλησιαστικών δικαστηρίων (Άρθρον 39. «Εκουσία εξαίρεσις.
Δικαστής, ανακριτή ή γραμματεύς, συνειδώς εαυτώ λόγον εξαιρέσεως, υποβάλλει
τούτον τω εις ο ανήκει Δικαστηρίω προς απόφασιν. Τούτο δ’ αποφαίνεται άνευ
συμμετοχής του αιτούντος την εαυτού εξαίρεσιν»).
66. Συνεπώς, η
σύνθεση του Επισκοπικού Δικαστηρίου έπασχε, η δε όλη διαδικασία ήταν άκυρη, και
για το λόγο συμμετοχής στο Επισκοπικό Δικαστήριο του διατελέσαντος ανακριτή
στην ίδια υπόθεση Θωμά Βαμβίνη, ο οποίος ώφειλε να ζητήσει ο ίδιος την εξαίρεσή
του από τη σύνθεση του εν λόγω Δικαστηρίου.
Β.3.
Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης του Πρωτοβάθμιου
Συνοδικού Δικαστηρίου (άρθ. 140 Ν. 3528/2007)
67. Κατά την πάγια νομολογία του
Συμβουλίου της Επικρατείας, η πειθαρχική απόφαση πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη,
με παράθεση τόσο των συγκεκριμένων πραγματικών στοιχείων και περιστατικών, τα
οποία συνιστούν εξ αντικειμένου το αποδιδόμενο στον τιμωρούμενο πειθαρχικό
παράπτωμα, όσο και της ιδίας του πειθαρχικού οργάνου εκτιμήσεως περί της,
ενόψει των συντρεχουσών συνθηκών, επιληψίμου συμπεριφοράς. Εκτός δε της
εξαντλητικής παραθέσεως των συνιστώντων το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα
πραγματικών περιστατικών, πρέπει να
περιέχεται και απάντηση σε όλους τους προβαλλόμενους από τον εγκαλούμενο
ισχυρισμούς, οι οποίοι αφορούν είτε στην αντικειμενική υπόσταση του
παραπτώματος, είτε στην υποκειμενική αυτού συμπεριφορά [ΣτΕ 2553/1990, 2030/1976, 2685/1975,
1595/1970, 2708/1970 • Τάχος – Συμεωνίδης, ΕρμΥΚ, ό.π., σ. 1424].
68. Την έλλειψη των ανωτέρω
στοιχείων δεν μπορεί να καλύψει απλή μνεία ότι ελήφθησαν υπόψη λ.χ. το πόρισμα
της ανάκρισης ή η κλήση σε απολογία του εγκαλούμενου, αλλά απαιτείται αναλυτική
παράθεση του αιτιολογικού/σκεπτικού της πειθαρχικής κρίσεως [ΣτΕ 3865/1988, 2548/1985, 4419/1984 • Τάχος
– Συμεωνίδης, ΕρμΥΚ,
ό.π., σ. 1424].
69. Εν προκειμένω, ενώ ετέθησαν
υπό την κρίση του Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου όλα τα ανωτέρω στοιχεία
(παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, λόγοι εξαιρέσεως του
Μητροπολίτη από την προεδρία του Επισκοπικού Δικαστηρίου κ.ο.κ.), μαζί με
πλήρες, αναλυτικό και εμπεριστατωμένο Υπόμνημα, συνοδευόμενο από όλα τα
απαραίτητα έγγραφα στοιχεία, εντούτοις η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 36/2013 Απόφαση του Πρωτοβάθμιου
Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος
είτε δεν απάντησε διόλου,
είτε περιορίσθηκε να επαναλάβει όσα είχαν ήδη καταγραφεί
στην Απόφαση του Επισκοπικού Δικαστηρίου (αυτολεξεί ή με άκρως συνοπτικό τρόπο).
70. Όλως ενδεικτικώς, και προς
επιστήριξη των ανωτέρω, σημειώνεται ότι επί των υποβληθεισών υπό του συνηγόρου
υπερασπίσεως του αιτούντος κ. Ν. Αντωνιάδη ενστάσεων,
• επί της μεν πρώτης, σχετικώς με την απόλυτη
ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος ενώπιον του Συνοδικού Δικαστηρίου, λόγω της
προσθήκης σε αυτό νέας και άγνωστης, έως την στιγμή της ακροαματικής δίκης,
κατηγορία σε βάρος του αιτούντος (ήτοι της εκ μέρους του προτροπής των πιστών
για συμμετοχή σε άκυρα μυστήρια), ουδεμία
απάντηση εδόθη,
• επί της δε δεύτερης, σχετικώς με την απόλυτη
ακυρότητα της προδικασίας, λόγω της μη (αυτό)εξαιρέσεως του Μητροπολίτη, η
Συνοδική Απόφαση ουσιαστικώς ‘αντέγραψε’ σχεδόν επί λέξει όσα ακριβώς
διελάμβανε και εκείνη του Επισκοπικού Δικαστηρίου.
71. Η κατ’ αντιπαραβολήν ανάγνωση
των δύο αποφάσεων (Επισκοπικού – Συνοδικού Δικαστηρίου) δίνει την εντύπωση όχι
μίας πραγματικής επανεκτιμήσεως του συνόλου των νομικών και πραγματικών
ζητημάτων από το δεύτερο και ανώτερο εκκλησιαστικό όργανο, αλλά μάλλον μίας
διεκπεραίωσης, χωρίς ουσιαστικότερη διάγνωση της διαφοράς, και δη εκ μέρους των
Μητροπολιτών Μελών του Συνοδικού Δικαστηρίου οι οποίοι, λόγω της δεδομένης
πείρας αυτών ήταν σε θέση να ανατάμουν βαθύτερα τα προκύψαντα σοβαρά ζητήματα.
Γ. Έννομο
Συμφέρον – Παραδεκτό της Αιτήσεως Ακυρώσεως
72. Ως γνωστόν, έννομο
συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού για την άσκηση ακυρωτικού ελέγχου,
συντρέχει όταν η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ή παράλειψη επιφέρει υλική
ή/και ηθική βλάβη στο προσφεύγον φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Το τελευταίο
βλάπτεται όταν συνδέεται με την επίδικη πράξη με μία ειδική έννομη υλική ή
ηθική σχέση [ενδεικτικώς περί του συνόλου των ζητημάτων, βλ.: Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο,
Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2011, 5η έκδοση, ενημερωμένη από Π. Λαζαράτο &
Θ. Παπαγεωργίου, ιδίως σελ. 489 επ. • Σ. Δεληκωστόπουλος, Αι προϋποθέσεις
του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας,
Αθήναι 1973, σ. 311-313].
73. Ηθικό είναι
το έννομο συμφέρον όταν συνδέεται με την ηθική υπόσταση του
προσβάλλοντος τη διοικητική πράξη διοικουμένου (Β. Οικονομοπούλου, Αίτηση
ακυρώσεως, Αθήνα 1998, σ. 185), υπό την έννοια δε αυτή η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας αντιμετώπισε παγίως την
προστασία του ηθικού συμφέροντος με ιδιαίτερη ευρύτητα (Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., 503 επ.). Επί παραδείγματι,
έγινε δεκτό μέχρι στιγμής και ότι δικηγόρος, λόγω της ιδιότητάς του, μπορεί να
προσβάλλει το διάταγμα μεταγλωττίσεως του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΣτΕ 5148/1987) ή και τον διορισμό
διευθυντή φυλακών στο Υπουργείο Δικαιοσύνης (ΣτΕ 44/1946), ή ότι κάτοικος πόλεως έχει έννομο συμφέρον να
προσβάλλει την απόρριψη της αιτήσεώς του περί μετονομασίας της πόλεως (ΣτΕ 4/1949).
74. Περαιτέρω, το έννομο συμφέρον πρέπει
να υπάρχει (κρίσιμος χρόνος) κατά τον
χρόνο εκδόσεως της πράξεως και της καταθέσεως του ένδικου βοηθήματος αλλά και
να εξακολουθεί να υφίσταται κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και μέχρι την έκδοση
της δικαστικής αποφάσεως (Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό
Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., 505).
75. Επί των εκκλησιαστικής φύσεως υποθέσεων,
το έννομο
συμφέρον είναι πολύ συχνά ηθικό και
μόνον. Από την πλούσια σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας,
αναφέρουμε εδώ ενδεικτικά τις:
• ΟλΣτΕ
4113/1983: ηθικό έννομο συμφέρον ενοριτών ιερού ναού, που ανήκει στη
Μητρόπολη από την οποία απομακρύνθηκε ο Μητροπολίτης τους, να προσβάλλουν τη
σχετική εκκλησιαστική πράξη.
• ΟλΣτΕ
3608/1980, ΤοΣ 1980, σ. 279:
μεταξύ του ενορίτη και του
επισκόπου του «υπάρχει ιδιαίτερος και στενός πνευματικός δεσμός, ώστε ο
ενορίτης να μη λογίζεται ως απλός αποδέκτης των υπηρεσιών του εν λόγω ιεράρχη,
αλλά ως αναγκαίος και απαραίτητος παράγοντας στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας,
συμπράττων μετά του ιεράρχου εις την τέλεσιν της θείας λατρείας, η οποία
κατοχυρούται συνταγματικώς (άρθ. 13 Συντάγματος)».
• ΟλΣτΕ
894/1979: ηθικό έννομο συμφέρον ενοριτών χριστιανών κατά της εκλογής
Μητροπολίτη, «ως έχοντες ηθικόν έννομον συμφέρον όπως ο διαποιμαίνων
αυτούς Ιεράρχης αναδεικνύεται κατά νόμιμον τρόπον».
• ΟλΣτΕ
3178/1976, ΤοΣ 1976, σ. 705
επ. – ΟλΣτΕ 894/1979, ΤοΣ 1979, σ.
318: ηθικό έννομο
συμφέρον ενοριτών να προσβάλλουν την
πράξη εκλογής του οικείου Μητροπολίτη.
• ΟλΣτΕ
936/1938: ηθικό έννομο συμφέρον απλών χριστιανών προς ακύρωση της
εκλογής του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, ως υπαγόμενων στην πνευματική και
εκκλησιαστική δικαιοδοσία του.
Ακόμη βλ. και ΣτΕ
707/1983, ΟλΣτΕ 511/1983, ΟλΣτΕ 1571/1985 κ.λπ.
76. Περαιτέρω, είναι γνωστό ότι, κατά τη
νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν προσβάλλονται παραδεκτά με αίτηση
ακυρώσεως όσες εκκλησιαστικές πράξεις θεωρούνται ότι έχουν «πνευματικό
χαρακτήρα», όπως μεταξύ άλλων είναι και το λεγόμενο «επιτίμιο ακοινωνησίας».
Σειρά παλαιότερων αποφάσεων έκρινε ότι το επιτίμιο της ακοινωνησίας δεν
προβλέπεται από πολιτειακό νόμο, διότι ανάγεται στην εσωτερική μυστηριακή σχέση
κοινωνίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους λειτουργούς της. Επιβάλλεται από την
Εκκλησία ως πνευματικό οργανισμό κατ’ εφαρμογή ιερών κανόνων πνευματικής φύσεως
και, συνεπώς, δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, ώστε να υπόκειται στον
ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΟλΣτΕ 2976-2991/1996,
615-616/2004, 685-688/2001 κ.ά.).
77.
Συνεπεία των
ανωτέρω, έχει επιπλέον κριθεί ότι όσοι, υπόκεινται στο εν λόγω «επιτίμιο»,
στερούνται του εννόμου συμφέροντός τους να ασκήσουν παραδεκτά αίτηση ακυρώσεως
ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Ακυρωτικού.
78.
Η νομολογιακή
όμως αυτή κρίση, επέτρεψε (άθελά της,
βεβαίως) τη συχνή και ευκαίρως-ακαίρως επιβολή εκ μέρους ορισμένων
εκκλησιαστικών αρχών του εν λόγω «επιτιμίου», και δη χωρίς την τήρηση της
όποιας ελάχιστης σύννομης ή κανονικής διαδικασίας, ως ενός κατ’ ουσίαν κατασταλτικού διοικητικού μέτρου για τον
πειθαναγκασμό όποιου κληρικού ή μοναχού τολμούσε, ασκώντας το συνταγματικό του δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, ως
αναπόσπαστου στοιχείου της ελεύθερης ανάπτυξης, ακόμη και της θρησκευτικής
πλευράς, της προσωπικότητάς του [άρθ.
13 Συντ.: θρησκευτική ελευθερία & ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως –
άρθ. 5 παρ. 1-2 Συντ. και άρθ. 2 παρ. 1 Συντ.: ελεύθερη ανάπτυξη της
προσωπικότητας, ακόμη και ως προς τις θρησκευτικές της αναφορές), να
ασκήσει υπεύθυνη κριτική κατά αμφιλεγόμενων πράξεων των εκκλησιαστικών
διοικητικών ή δικαστικών αρχών.
79.
Με άλλη
διατύπωση, σε ουκ ολίγες περιπτώσεις δεν κατέστη δυνατός ο ακυρωτικός έλεγχος
αποφάσεων που εξέδωσαν εκκλησιαστικά δικαστήρια, προσβάλλοντας κατάφωρα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά που αμέσως πιο
πάνω αναφέρθηκαν -και τούτο παρά τη σχετική ευοίωνη ενθάρρυνση που παρείχε
η ΟλΣτΕ 825/1988 και όσες αποφάσεις ακολούθησαν την ερμηνευτική της γραμμή- ακριβώς
διότι τέτοιες εκκλησιαστικές κατασταλτικές αποφάσεις εξεδόθησαν εν γνώσει του
ότι, τυχόν προσφυγή του αδικούμενου στο Συμβούλιο της Επικρατείας, θα
απορριπτόταν ως απαράδεκτη.
80.
Όπως όμως
είναι προφανές, με τον τρόπο αυτόν καθίσταται ανέφικτη η δικαστική προστασία
των ατομικών συνταγματικών δικαιωμάτων των προσφευγόντων κληρικών ή μοναχών –οι
οποίοι, και τούτο ας μην παραβλέπεται, δεν παύουν να είναι Έλληνες πολίτες– από
παράνομες διοικητικές προσβολές της προσωπικότητας και των συνταγματικών τους
ελευθεριών, εκ μέρους διοικητικών οργάνων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου τα
οποία όμως, ως εκ της ιδιότητάς τους ακριβώς αυτής, θα όφειλαν να πρωτοστατούν
στην τήρηση των αρχών της συνταγματικής
νομιμότητας, της χρηστής διοίκησης αλλά και του κράτους δικαίου.
81.
Χαρακτηριστικό,
επί παραδείγματι, υπήρξε το σκεπτικό της μειοψηφούσας –σαφώς όμως υποψιασμένης
ως προς το τι τελικώς διακυβεύεται από την επιβολή του «επιτιμίου της
ακοινωνησίας» για τα δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών– γνώμης της ΣτΕ 2154/1988 (Αρμ. 1988, σ. 1052 επ. –
ΝοΒ 1988, σ. 976 επ.), της πρώτης απόφασης του Ανώτατου Διοικητικού Ακυρωτικού η
οποία ασχολήθηκε σχετικά με το επιχείρημα περί της αντισυνταγματικότητας της
εκκλησιαστικής αυτής ποινής. Κατά την εν λόγω γνώμη, η εκτελεστότητα μίας
προσβαλλόμενης πράξης πρέπει κατ’ αρχάς να κρίνεται ενόψει του συνόλου του
περιεχομένου της. Για το λόγο αυτό, όταν τα «πνευματικά εκκλησιαστικά επιτίμια»
αποδοκιμάζουν ατομικά δικαιώματα των πολιτών, έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με
το ίδιο το Σύνταγμα, διότι κωλύουν την άσκηση δικαιωμάτων που αυτό παρέχει στον
πολίτη. Τέτοια συνιστά η περίπτωση που το επιτίμιο απαγορεύει στον πολίτη την
ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του (άρθρ. 5 § 1 Σ.). Έτσι όμως, το
αποτέλεσμα που παράγει η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι πια επιτίμιο πνευματικής
φύσης, καθώς τότε «η πράξη (αυτή) εισβάλλει στο χώρο των ατομικών και πολιτικών
δικαιωμάτων των πολιτών. Παραβιάζει ευθέως το Σύνταγμα και καμιά πράξη της
Εκκλησίας που παραβιάζει το Σύνταγμα της Πολιτείας δεν μπορεί να θεωρηθεί πράξη
πνευματική και ανέλεγκτη». Επιπλέον «το άρθρο 25 § 1 Συντ. ορίζει ότι όλα τα
όργανα του κράτους, άρα και τα δικαιοδοτικά, έχουν υποχρέωση να διασφαλίζουν
την ανεμπόδιστη άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του
κοινωνικού συνόλου. Η ακυρωτική απόφαση τούτο ακριβώς το αποτέλεσμα θα είχε:
την άρση της προσβολής που ο αιτών έχει υποστεί στην προσωπικότητά του καθώς
και την άρση του εμποδίου που η προσβαλλόμενη πράξη έχει θέσει στη λειτουργία
του Συντάγματος και του νόμου. Η αντίθεση, λοιπόν, της προσβαλλόμενης πράξης
στο Σύνταγμα αναιρεί τον πνευματικό χαρακτήρα του επιτιμίου, που θα έπρεπε να
θεωρηθεί πράξη εκτελεστή (και βέβαια μη νόμιμη), η δε κρινόμενη αίτηση έπρεπε
να θεωρηθεί παραδεκτή».
82. Εν όψει των ανωτέρω νομολογιακών
δεδομένων, επί της προκειμένης υποθέσεως ο αιτών έχει προφανές έννομο
συμφέρον να προσβάλλει παραδεκτά τις ειρημένες πράξεις των εκκλησιαστικών
δικαστηρίων, για τρεις κυρίως λόγους:
πρώτον, διότι από τις εν λόγω εκκλησιαστικές
πράξεις θίγεται αμέσως, προσωπικώς και ηθικώς ο ίδιος, καθώς υπέστη παρανόμως
αφαίρεση μίας αναπόσπαστης, εδώ και δεκαετίες, με την ηθική του προσωπικότητα ιδιότητας,
ήτοι αυτής του κληρικού. Και τούτο με εκκλησιαστικές πράξεις οι οποίες
παραβιάζουν ουσιώδεις διαδικαστικούς τύπους αλλά και τον ίδιο το νόμο περί
λειτουργίας της πειθαρχικής δικαιοσύνης, ερχόμενες σε προφανή αντίθεση με την
πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά την οποία τα εκκλησιαστικά
δικαστήρια οφείλουν, επί ποινή ακυρότητας των αποφάσεών τους, να λειτουργούν
επί τη βάσει των βασικών αρχών του γενικού πειθαρχικού δικαίου,
δεύτερον, διότι με τον ως άνω τρόπο
λειτουργίας των εκκλησιαστικών δικαστηρίων προσβλήθηκαν κατάφωρα ατομικά
συνταγματικά δικαιώματα του προσφεύγοντος [άρθ. 13 Συντ.: θρησκευτική ελευθερία
& ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως – άρθ. 5 παρ. 1-2 Συντ. και άρθ. 2
παρ. 1 Συντ.: ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, ακόμη και ως προς τις
θρησκευτικές της αναφορές),
τρίτον, διότι με τις εν λόγω παράνομες
εκκλησιαστικές πράξεις προσβάλλεται ευθέως αυτή τούτη η εύνομη λειτουργία του
ίδιου του εκκλησιαστικού οργανισμού, την
οποία έχει προφανές έννομο συμφέρον να αξιώσει και ο αιτών, ως άμεσα θιγόμενος
αλλά και ως απλό μέλος της Εκκλησίας, εύνομης λειτουργίας περί της
οποίας διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το άρθρ. 3 του Συντάγματος, αφού τα
λεγόμενα ‘εκκλησιαστικά δικαστήρια’, όταν εκδίδουν αποφάσεις με τον τρόπο που αναλυτικά
εκτέθηκε, έρχονται σε αντίθεση με την υποχρέωση της Εκκλησίας να λειτουργεί
εναρμονισμένη με το συνταγματικό πλαίσιο των αρχών της νομιμότητας και του
κράτους δικαίου, αφού παραμένει μέχρι σήμερα ενωμένη με το ελληνικό κράτος
(άρθ. 3 Συντ.).
Επειδή οι ανωτέρω
προσβαλλόμενες εκκλησιαστικές διοικητικές πράξεις πρέπει να ακυρωθούν, διότι,
όπως εκτέθηκε, συνιστούν σωρευτική παραβίαση
διατάξεων της κείμενης συνταγματικής και κοινής πολιτειακής και εκκλησιαστικής νομοθεσίας,
ιδίως του δικαιώματός μου περί προηγουμένης ακροάσεως, της αμεροληψίας των
πειθαρχικών/δικαιοδοτικών οργάνων της Εκκλησίας καθώς και των συνταγματικών
ανθρώπινων δικαιωμάτων μου και ατομικών μου ελευθεριών.
Επειδή
οι προσβαλλόμενες πράξεις αποτελούν εκτελεστές
διοικητικές πράξεις, δεκτικές προσβολής
με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Επειδή βασίμως
ζητείται η ακύρωση των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων, για παραβίαση σειράς
διατάξεων νόμων, κατά τα αναλυτικώς προλεχθέντα.
Επειδή έχω προφανές έννομο συμφέρον προς άσκηση
της παρούσας αιτήσεως ακυρώσεως, σύμφωνα με το
άρθρ. 47 του Π.Δ. 18/1989 «Κωδικοποίηση
διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας», που προβλέπει ότι αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο,
τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα, έστω και
μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν. Όπως ήδη εκτέθηκε, από τις προσβαλλόμενες
διοικητικές πράξεις υπέστην βαρύτατη
ηθική ζημία στην προσωπικότητά μου.
Επειδή
η άσκηση της
παρούσας αιτήσεως ακυρώσεως δεν χρειάζεται την οιαδήποτε έγκριση της Ι.
Μητροπόλεως [ad hoc: ΣτΕ 34/2009 (ΤΝΠ ‘Νόμος’, 476473), που έκανε δεκτή σχετική αίτηση
ακύρωσης Μονής κατά πράξεως του Μητροπολίτη, νομολογώντας ότι «για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης δεν
απαιτείτο έγκριση από τον επιχώριο Μητροπολίτη … οι σχετικοί Ιεροί Κανόνες δεν
υπερισχύουν διατάξεων του πολιτειακού δικαίου».
Επειδή
εμπρόθεσμα ασκώ την παρούσα αίτηση ακυρώσεως, όπως προκύπτει από τα συνημμένα
έγγραφα, διότι έλαβα γνώση της Αποφάσεως του Συνοδικού Δικαστηρίου στις 28 Ιανουαρίου 2014. Επιπλέον,
παραδεκτώς, νομίμως και εμπροθέσμως συμπροσβάλλονται και οι υπόλοιπες
παρεμπίπτουσες εκκλησιαστικές πράξεις/αποφάσεις, ως ειδικότερες μίας σύνθετης διοικητικής ενέργειας,
τελευταία της οποίας είναι η υπ’ αριθ. 36/2013 Απόφαση του Πρωτοβάθμιου
Συνοδικού Δικαστηρίου.
Επειδή κατά τα
ανωτέρω, νόμιμα, εμπρόθεσμα και παραδεκτά προσβάλλω τις ανωτέρω Πράξεις-Αποφάσεις.
Επειδή κατά την
άσκηση της παρούσας καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη και παράβολα.
ΔΙΑ
ΤΑΥΤΑ
και για όσους λόγους νόμιμα και εμπρόθεσμα θα προσθέσω
με ιδιαίτερο δικόγραφο Πρόσθετων Λόγων, και με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματός μου
ΑΙΤΟΥΜΑΙ
Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτηση ακυρώσεώς μου σε όλο το περιεχόμενο αυτής
(ιστορικό, νομικό και αιτητικό).
Να ακυρωθούν
οι δι’ αυτής προσβαλλόμενες: (α) υπ’ αριθ. 36/2013
Απόφαση του Πρωτοβαθμίου για Πρεσβυτέρους, Διακόνους και Μοναχούς Συνοδικού
Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος, (β) υπ’ αριθ. 4361/1927/2013 κλητήριο
θέσπισμα του Πρωτοβαθμίου για Πρεσβυτέρους, Διακόνους και Μοναχούς Συνοδικού
Δικαστηρίου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, (γ) υπ’ αριθ. 1/2012
Απόφαση του Επισκοπικού Δικαστηρίου του ΝΠΔΔ,
υπό την επωνυμία «Ιερά Μητρόπολις Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου», που εδρεύει στη
Ναύπακτο και εκπροσωπείται νόμιμα, (δ) υπ’ αριθ. 2/2012 Παρεμπίπτουσα Απόφαση του αυτού
Επισκοπικού Δικαστηρίου, και, (ε) υπ’ αριθ. 491/2012 κλητήριο επίκριμα
του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου
κ. Ιεροθέου Βλάχου, που εξέδωσε υπό την ιδιότητά του ως Πρόεδρος του
Επισκοπικού Δικαστηρίου του ΝΠΔΔ υπό την
επωνυμία «Ιερά Μητρόπολις Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου».
Να καταδικασθεί η καθ’ ης στη δικαστική μου δαπάνη και την αμοιβή των
πληρεξουσίων μου Δικηγόρων.
Αντίκλητό μου στην Αθήνα διορίζω τον Δικηγόρο και
κάτοικο Αθηνών κ. Νικόλαο Αντωνιάδη
(Α.Μ. Δ.Σ.Α. 17494), οδός Βαλαωρίτου
9Β, ΑΘΗΝΑ 10671, τηλ. 210-3390557, fax.
210-3390558.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου