Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ


Γ Ν Ω Μ Ο  Δ Ο Τ Η Σ Η
Κων. Παπαγεωργίου, Λέκτορα Εκκλησιαστικού Δικαίου, Νομικής Σχ. Πανεπ. Θεσσαλονίκης
 
Ι. Ι σ τ ο ρ ι κ ό

1.- Με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 4362/2077/23.10.2012 έγγραφό της, η Διαρκής Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ενημερώνει τον μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου κ. Ιερόθεο ότι, κατόπιν διαμειφθείσας μεταξύ αυτών αλληλογραφίας, το συνοδικό όργανο, σε συνεδρίασή του, που έλαβε χώρα στις 8 Οκτωβρίου 2012, αποφάσισε

− αφενός μεν να άρει την «ένεκεν επιεικείας, αλλά και εξυπηρετήσεως των λειτουργικών και λατρευτικών αναγκών της Ι. Μητροπόλεως» αναστολή της επιβολής του «πνευματικού επιτιμίου της ακοινωνησίας» (υπογραμμίσεις ιδικές μας) σε τρεις κληρικούς της Ι. Ανδρώας Κοινοβιακής Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σκάλας Ναυπάκτου της αυτής Ι. Μητροπόλεως,
− αφετέρου δε να επεκτείνει το ίδιο επιτίμιο σε όλα, πλέον, τα μέλη της Αδελφότητας της Ι. Μονής.
Με τον τρόπο αυτό, όπως ανακοινώνεται στο ίδιο συνοδικό έγγραφο, «σύμπασα η Αδελφότης τελεί πλέον υπό το Πνευματικόν Επιτίμιον της Ακοινωνησίας» (υπογραμμίσεις ιδικές μας).
2.- Ακολούθως, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 4714/2078/23.10.2012 έγγραφό της, η Δ.Ι.Σ. υποστηρίζει ότι, εφόσον επιβλήθηκε πνευματικό επιτίμιο ακοινωνησίας σε όλα τα μέλη της Αδελφότητας, τότε συντρέχει, σύμφωνα με την άποψη του ίδιου εκκλησιαστικού οργάνου, ΚΑΙ ανάγκη «συννόμου, κανονικής και χρηστής διοικήσεως και διαχειρίσεως» της Ι. Μονής (υπογραμμίσεις ιδικές μας), παραγγέλλοντας περαιτέρω στον τοπικό μητροπολίτη «τον διορισμόν Τριμελούς Διοικητικής και Διαχειριστικής Επιτροπής» της Μονής.
3.- Την ίδια κιόλας ημεροχρονολογία, στο υπ’ αριθμ. πρωτ. 4715/2079 έγγραφό του το Συνοδικό Σώμα, «κατόπιν της πληροφορίας», όπως το ίδιο αορίστως σημειώνει, που είχε, ότι οι αδελφοί της Μονής ιερομόναχος Ιγνάτιος Σταυρόπουλος και ιεροδιάκονος Χρυσόστομος Τρομπούκης επέδειξαν «πνεύμα ανυπακοής», που οδηγούσε σε «διάσπαση της ενότητος» της Μοναστικής αυτής Αδελφότητας, ενημερώνει τον μητροπολίτη ότι τελικώς «απεφάσισεν» η ίδια η Σύνοδος τη διαγραφή των ανωτέρω κληρικών από το Μοναχολόγιο της Μονής.
Όλα τα ανωτέρω έγγραφα κοινοποιήθηκαν αμέσως από την Ι. Μητρόπολη προς τους αρμοδίους.

ΙΙ. Ε ρ ω τ ή μ α τ α

Μετά την έκδοση των ανωτέρω δημόσιων εγγράφων, καθώς και από τα υπόλοιπα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, εκλήθην να απαντήσω ως προς τα ακόλουθα ερωτήματα:
Α.- Ποιά είναι, σύμφωνα με την πολιτειακή και εκκλησιαστική νομοθεσία, αλλά και τη σχετική νομολογία των ελληνικών και ευρωπαϊκών δικαιοδοτικών οργάνων, η νομική και κανονική φύση του λεγόμενου ‘επιτιμίου της ακοινωνησίας’; Ειδικότερα, υπό ποιες προϋποθέσεις αυτό επιβάλλεται και, εφόσον επιβληθεί κανονικώς και συννόμως, ποιό μπορεί να είναι το πραγματικό εύρος των συνεπειών του;
Β.- Υπό ποιες προϋποθέσεις, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, αποφασίζεται η διαγραφή μοναχού από το ‘Μοναχολόγιο’ της Μονής όπου ο ίδιος είναι εγγεγραμμένος και στην οποία εγκαταβιώνει, καθώς και η μετάπεμψή του σε άλλη Μονή;

ΙΙΙ. Α π α ν τ ή σ ε ι ς

Επί του ερωτήματος Α:

[1]. Γίνεται παγίως δεκτό από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, ότι το λεγόμενο ‘επιτίμιο της ακοινωνησίας’ δεν προβλέπεται από διάταξη πολιτειακού νόμου, αλλ’ ανάγεται στην εσωτερική μυστηριακή σχέση κοινωνίας της Εκκλησίας με τους λειτουργούς τηςεπιβάλλεται από την Εκκλησία ως πνευματικό οργανισμό, κατ’ εφαρμογή ιερών κανόνων πνευματικής φύσεως, και δεν αποτελεί διοικητική πράξη με ανάλογες διοικητικές συνέπειες, ούτε υπόκειται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας (ενδεικτικώς: ΟλομΣτΕ 2976-2991/1996, ΣτΕ 615-616/2004, ΣτΕ 685-688/2001, ΣτΕ 2154/1988 κ.ά.).

Ως εκ της αμιγώς πνευματικής του φύσεως που δηλώνεται ολοφάνερα και από τον ίδιο αυτόν κανονικό όρο το επιτίμιο της ‘ακοινωνησίας’ (εξ ου και ο παράλληλος όρος ‘θεία κοινωνία’), αφορά καθαρά και μόνον τις τελετουργικές ή ιεροπρακτικές αρμοδιότητες των κληρικών, δηλαδή την τέλεση ή συμμετοχή στη θεία λειτουργία, τα μυστήρια και τις διάφορες ιεροπραξίες. Εφόσον επιβλήθηκε σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θέτουν, πλέον, οι ιεροί κανόνες (ζήτημα που επίσης στασιάζεται και θα μάς απασχολήσει πιο κάτω), το εν λόγω επιτίμιο περιορίζεται στο χώρο του κανονικού δικαίου και δεν αφορά, δεν κωλύει, ούτε ασφαλώς στερεί στους κληρικούς την άσκηση αρμοδιοτήτων διοικητικής, διαχειριστικής ή οικονομικής φύσεως. Οι τελευταίες, ακριβώς επειδή έχουν χαρακτήρα μόνον διοικητικό (και όχι τελετουργικό), απορρέουν ή συνδέονται με την άσκηση καθηκόντων διοικήσεως, και μάλιστα, στην προκείμενη περίπτωση, ενός ΝΠΔΔ, από διοικητική θέση την οποία οι εν λόγω κληρικοί κατέχουν, υπηρετώντας τον σχετικό οργανωτικό φορέα.

Οι ανωτέρω, άλλωστε, αρμοδιότητες ορίζονται όχι από τους ι. κανόνες αλλά από διατάξεις της κείμενης πολιτειακής νομοθεσίας (δηλ., κατά βάση, εκείνες του ισχύοντος Ν. 590/1977, «περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», ΦΕΚ Α΄ 146/1977), και μπορεί να συνδέονται στενά με τις ανάγκες διοικήσεως και διαχειρίσεως ενός Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, όπως είναι και η ανωτέρω Ι. Μονή [βλ. και ad hoc ΔΠρΜεσολογγίου 191/2010 (Μον.): «μόνη η επιβολή σε βάρος των προσφευγόντων (ιερομονάχων) τού, αμιγώς πνευματικού χαρακτήρα, μέτρου του ‘επιτιμίου της ακοινωνησίας’ με την οικεία απόφαση της Ι. Συνόδου, δεν επηρέασε, πολλώ δε μάλλον, δεν έλυσε, την υπηρεσιακή τους σχέση ως κληρικών με το νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας και τα δικαιώματά τους που απορρέουν από αυτήν»].

Πολύ περισσότερο, προδίδει φανερή άγνοια ―αν όχι υποτίμηση― των θεμελιωδών συνταγματικών διατάξεων μίας δικαιοκρατικής και σύγχρονης δημοκρατίας η ιεροκρατική αντίληψη ότι η επιβολή ενός τέτοιου εκκλησιαστικού ‘επιτιμίου’ μπορεί και να οδηγεί σε κάποια μορφή αποστερήσεως των ατομικών αστικών, πολιτικών ή άλλων δικαιωμάτων ενός κληρικού, μοναχού ή λαϊκού, στον οποίο αυτό επιβλήθηκε. Και τούτο, καθώς κανένα εκκλησιαστικό ‘επιτίμιο’ δεν οδηγεί σε απώλεια της ιδιότητας του Έλληνα πολίτη και του συνόλου των συνταγματικών δικαιωμάτων που αυτή συνεπάγεται, αφού η εν λόγω ιδιότητα διακρίνεται σαφώς από εκείνην του ‘πιστού’, στην οποία μόνον αφορά το επιτίμιο της ακοινωνησίας [περί του ζητήματος αυτού, βλ. αντί πολλών το εξαίρετο κείμενο του Ομότιμου Καθηγητή τού Συνταγματικού Δικαίου, και ήδη Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, ΑΝΤΩΝΗ ΜΑΝΙΤΑΚΗ, «Η διάκριση του πιστού από τον πολίτη», ‘Το Σύνταγμα’, Διμηνιαία Επιθεώρηση Συνταγματικής Θεωρίας και Πράξης 4-5/2000, σ. 641-645, ο οποίος εύστοχα υπογραμμίζει ότι είναι δημοκρατικά αθέμιτο να καλλιεργείται σύγχυση μεταξύ της ιδιότητας του πιστού και εκείνης του πολίτη, διότι οι ιδιότητες αυτές είναι «διακριτές σε μια δημοκρατική κοινωνία ... η δημοκρατία θεμελιώνεται και προϋποθέτει μια καταστατική διάκριση: τη διάκριση μεταξύ της ιδιωτικής ζωής του ανθρώπου και της δημόσιας του πολίτη ... ως πολίτης και μέλος μιας πολιτικής κοινωνίας, κάθε άνθρωπος διαθέτει ίσα δικαιώματα με τους άλλους πολίτες και συμμετέχει μαζί τους στην διαχείριση των κοινών ή δημόσιων υποθέσεων»].

Είναι χαρακτηριστικό ότι τη διάκριση αυτή είχε υπόψη της και η ΣτΕ 2154/1988 (Αρμενόπουλος 1988, 1052 επ. - Νομικό Βήμα 1988, 976 επ.), η οποία, αφού δέχθηκε ότι το υπό κρίση επιτίμιο δεν έχει διοικητική φύση ή διοικητικές συνέπειες, παρατηρούσε ωστόσο στη μειοψηφία της ότι, όταν τα ‘πνευματικά εκκλησιαστικά επιτίμια’ αποδοκιμάζουν ατομικά δικαιώματα των πολιτών, έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με το ίδιο το Σύνταγμα, διότι κωλύουν την άσκηση δικαιωμάτων που αυτό παρέχει στον πολίτη. Όμως τέτοια συνιστά η περίπτωση που το επιτίμιο απαγορεύει στον πολίτη την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του (άρθρ. 5 § 1 Συντ.) και το δικαίωμά του να συμμετέχει στη δημόσια ζωή, αναλαμβάνοντας δημόσιες θέσεις ή αξιώματα. Υπό την έννοια αυτή −συνέχιζε η ανωτέρω γνώμη− είναι απαράδεκτο το λεγόμενο επιτίμιο ακοινωνησίας «να εισβάλλει στο χώρο των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών», διότι τότε «παραβιάζει ευθέως το Σύνταγμα ... το άρθρο 25 § 1 Συντ. ορίζει ότι όλα τα όργανα του Κράτους, άρα και τα δικαιοδοτικά, έχουν υποχρέωση να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου. Η ακυρωτική απόφαση τούτο ακριβώς το αποτέλεσμα θα είχε: την άρση της προσβολής που ο αιτών έχει υποστεί στην προσωπικότητά του καθώς και την άρση του εμποδίου που η προσβαλλόμενη πράξη έχει θέσει στη λειτουργία του Συντάγματος και του νόμου».

Κατόπιν των ανωτέρω, δεν πρέπει να ξενίζει ο προβληματισμός της σχετικώς πρόσφατης απόφασης της 3-5-2011 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επί της προσφυγής αρ. 56759/08 στην υπόθεση Νεγρεπόντης-Γιαννίσης κατά Ελλάδας, κατά την οποία είναι αμφίβολο αν ιεροί κανόνες του έβδομου και ένατου αιώνα πληρούν την έννοια του σύγχρονου θετικού δικαίου ή τα κριτήρια της σαφήνειας, της ακρίβειας και της προβλεψιμότητας, ώστε να μην προσκρούουν στην αρχή της αναλογικότητας [Παράγραφοι 65, 71 («Το Δικαστήριο δίνει μεγάλη σημασία στην φύση των κανόνων στους οποίους στηρίχτηκε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για να αποφανθεί ότι η υιοθεσία από μοναχό αντίκειται στην δημόσια τάξη: τον 6ο Αποστολικό Κανόνα, τον 3ο Κανόνα της Έβδομης Οικουμενικής Συνόδου, τον 11ο Κανόνα της ΠρωτοΔευτέρας Συνόδου, τον 3ο Κανόνα της γενόμενης στην Χαλκηδόνα Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, τους Αποστολικούς Κανόνες 6, 81, 83 και τον 45ο Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου»), 72 («Το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι κανόνες αυτοί είναι όλοι εκκλησιαστικής φύσης και ανατρέχουν στον έβδομο και ένατο αιώνα»), 87 («Ο προσφεύγων ανταπαντά ότι η ερμηνεία από τα εθνικά δικαστήρια των ανωτέρω εννοιών δεν πρέπει να γίνεται αυθαίρετα και δυσανάλογα, αλλά πρέπει να βασίζεται σε συγκεκριμένα κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη και τις κοινωνικές συνθήκες και αξίες κάθε εποχής», 91 («Λαμβάνοντας υπόψη τα κείμενα στα οποία στηρίχτηκε ο Άρειος Πάγος ... και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ως προς αυτό υπό το πρίσμα του άρθρου 8 της Σύμβασης, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η αρχή της αναλογικότητας δεν τηρήθηκε ούτε ως προς το άρθρο 6 §1 της Σύμβασης», 92 («Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου αυτού»)].

[2]. Πέραν όμως των ανωτέρω, που αφορούν τη νομιμότητα (legalité) του λεγόμενου επιτιμίου ακοινωνησίας, έντονες επιφυλάξεις εκφράζονται, και μάλιστα από πολλές πλευρές, ακόμη και για το κανονικό έρεισμα (κανονικότητα, normalité) ή την κανονική του φύση [από την πλούσια βιβλιογραφία για το θέμα, που φυσικά δεν θα επιλύσουμε εδώ, βλ. τα αντιπροσωπευτικά κείμενα των ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΜΑΡΙΝΟΥ (Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και πρώην Ειδικού Νομικού Συμβούλου της Εκκλησίας της Ελλάδος), «Σκέψεις για την κρίση στην Ελλαδική Εκκλησία», Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου 1/1994, και ΒΛΑΣΙΟΥ ΦΕΙΔΑ (Ομότιμου ήδη Καθηγητή του Κανονικού Δικαίου της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών), «Η εκκλησιαστική ακοινωνησία μεταξύ επιτιμίου και ποινής», Εκκλησία 71 (1994) 684-690].

Παρά τις όποιες επιμέρους διαφωνίες μεταξύ των σεβαστών ειδικών, κοινή, νομίζω, είναι η θέση αυτών ότι το εν λόγω επιτίμιο έχει «ευχαριστιοκεντρικό χαρακτήρα», ήτοι συνδέεται στενά με την τέλεση ή συμμετοχή στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας (θείας κοινωνίας). Εφόσον όμως ισχύει τούτο, πρέπει περαιτέρω να δεχθούμε —πέραν του αμιγώς πνευματικού χαρακτήρα του— και ότι, για τον ίδιο λόγο, το επιτίμιο αυτό δεν αποτελεί στην ουσία του τίποτε περισσότερο παρά «μικρό αφορισμό», ο οποίος, ως γνωστόν, συνδέεται με το μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως, στο πλαίσιο του οποίου και μόνον μπορεί να επιβληθεί. Με άλλη διατύπωση, η κανονική επιβολή του επιτιμίου ακοινωνησίας προϋποθέτει την εκούσια προσέλευση του πιστού στο μυστήριο της εξομολογήσεως (κάτι που όμως, όπως γνωρίζουμε, δεν συνέβη στην υπό κρίση περίπτωση).

Διαφορετικά έχουν τα πράγματα, αν γίνει δεκτό ότι το ανωτέρω πνευματικό μέτρο αποτελεί όχι «επιτίμιο», αλλά «εκκλησιαστική ποινή», διότι τότε κρίνεται απαραίτητη η συνεπής εφαρμογή της πλήρους δικονομικής διαδικασίας και των τύπων που προβλέπουν οι διατάξεις του Ν. 5383/1932, «περί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας» [βλ. σχολιασμένο το νομοθέτημα σε Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ – Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Θρησκευτική Νομοθεσία, Αθήνα 2009, σ. 1677-1729].

Αλλά αφού και αυτό δεν προηγήθηκε, η εκ του μακρόθεν και δι’ αλληλογραφίας (!) επιβολή ενός τέτοιου μέτρου —είτε επιτίμιο το θεωρήσει κανείς είτε ποινή, και μάλιστα από όσους θέλουν να του προσδώσουν τις σοβαρές διαστάσεις στερήσεως της διοικήσεως και διαχειρίσεως ενός Νομικού Προσωπικού Δημοσίου Δικαίου— δεν σημαίνει τίποτε άλλο από το ότι η σχετική απόφαση είναι άκυρη, ως στερούμενη κάθε νομιμότητας και κανονικότητας.

Άλλωστε, για τον λόγο αυτόν, η εν έτει 2004 απόφαση της Μείζονος Ενδημούσης Συνόδου, που συγκλήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη, επιβάλλοντας "ακοινωνησία" στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρό Χριστόδουλο, όχι μόνον ήγειρε τις αντιρρήσεις του περί της κανονικότητας της ποινής, αλλά και, πολύ περισσότερο, ουδαμώς τού στέρησε την άσκηση των δικαιωμάτων διοικήσεως, που συνεπαγόταν ο αρχιεπισκοπικός θρόνος (αναλόγως συνέβη, όταν το ίδιο επιτίμιο επιβλήθηκε παλαιότερα στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων κυρό Διόδωρο, αφού συνέχισε ο ίδιος, και μετά ταύτα, την απρόσκοπτη άσκηση των διοικητικών του καθηκόντων, χωρίς να συναντά άρνηση ή επιφύλαξη αποδοχής των διοικητικών του αποφάσεων, ακόμη και από εκείνους οι οποίοι τού επέβαλαν το σχετικό επιτίμιο).

[3]. Ως εκ τούτου, η σύμφωνη με τους ι. κανόνες ή μη (αδιάφορο) επιβολή του επιτιμίου περί ακοινωνησίας, δεν επηρεάζει τη νόμιμη συγκρότηση, σύνθεση και λειτουργία της διοικήσεως ενός ΝΠΔΔ, ούτε επάγεται ακυρότητα των διοικητικών ενεργειών ή πράξεών του. Εν προκειμένω, νόμιμη συγκρότηση συνεχίζει πλήρως να έχει το εκλεγέν από την ίδια τη Μοναχική Αδελφότητα Ηγουμενοσυμβούλιο (Ηγούμενος και Μέλη) της οικείας Μονής, όργανο το οποίο, εξάλλου, δεν διορίστηκε από τον Μητροπολίτη, ώστε και να δύναται, αμέσως ή εμμέσως, να παυθεί από αυτόν.

Τα ανωτέρω καθίστανται πρόδηλα και από το συνδυασμό των διατάξεων των:

― άρθ. 39 παρ. 5 Ν. 590/1977 («Ὁ Ἡγούμενος καὶ τὰ μέλη τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου, ὧν ὁ ἀριθμὸς ὁρίζεται ἀναλόγως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μοναχῶν ἑκάστης Μονῆς ὑπὸ τοῦ Ἐσωτερικοῦ Κανονισμοῦ αὐτῆς, ἐκλέγονται, ἐὰν αὕτη ἔχῃ πέντε (5) τοὐλάχιστον ἐγκαταβιοῦντας μοναχούς, ὑπὸ τῆς μοναχικῆς ἀδελφότητος, ἄλλως ὁρίζονται ὑπὸ τοῦ ἐπιχωρίου Ἀρχιερέως. Ὁ οὑτωσὶ ἐκλεγεὶς Ἡγούμενος εἶναι ἰσόβιος, ἐπιφυλασσομένων τῶν διατάξεων τοῦ νόμου περὶ Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων»),

― άρθ. 8 Κανονισμού 39/1972, «περί των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Ι. Μονών και των Ησυχαστηρίων» («Ἡγούμενος. Πᾶν θέμα ἀναφερόμενον εἰς τὰ τῆς ἐκλογῆς, καταστάσεως κλπ. τοῦ Ἡγουμένου καθορίζεται ὑπὸ τοῦ Κανονισμοῦ ἑκάστης Ἱ. Μονῆς, ἐν συνδυασμῷ καὶ πρὸς τὰς διατάξεις τοῦ Γενικοῦ Ἐσωτερικοῦ Μοναστι­κοῦ Κανονισμοῦ), και

άρθ. 17 εδάφ. στ΄, 18 εδ. β΄ του Εσωτερικού Κανονισμού της Μονής,

σύμφωνα με τις οποίες, ο Ηγούμενος και το Ηγουμενοσυμβούλιο διορίζονται από τον Μητροπολίτη, μόνον αν η Αδελφότητα δεν αριθμεί τουλάχιστον πέντε (5) αδελφούς, εγγεγραμμένους στο Μοναχολόγιο αυτής [ad hoc: ΣτΕ 1952/2000 [ΝοΒ 49 (2001) 760]: προϋπόθεση για την εκλογή Ηγουμένου και Ηγουμενοσυμβουλίου αποτελεί η ύπαρξη πέντε (5) τουλάχιστον μοναχών, σύμφωνα με το Μοναχολόγιο της Μονής. Είναι παράνομη η πράξη του Μητροπολίτη, με την οποία διορίσθηκαν η Ηγουμένη και τα μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου Ι. Μονής∙ ΣτΕ 511/1983 [ΕΔΔΔ 27 (1983) 189]: και μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 590/1977, εξακολουθεί να ισχύει η διάταξη που ορίζει ότι η εκλογή του Ηγουμένου και των Συμβούλων γίνεται από τη μοναχική Αδελφότητα. Ο διορισμός μέλους του Ηγουμενοσυμβουλίου από το Μητροπολίτη δεν είναι νόμιμος].

[4]. Όπως είναι προφανές, η τυχόν διενέργεια πράξεων διοικήσεως οι οποίες, ενώ ανήκουν στη σφαίρα ενός νόμιμα συγκροτημένου και λειτουργούντος διοικητικού οργάνου, επιχειρούνται εντούτοις από άλλο, δήθεν νόμιμο και αρμόδιο ‘όργανο’, που εμφανίζεται δημόσια και ψευδώς ως τέτοιο, συνιστά, κατά το διοικητικό δίκαιο, νόσφιση εξουσίας (σφετερισμό εξουσίας, αντιποίηση αρχής). Οι πράξεις που εκδίδονται από τέτοιο όργανο κατ’ ενάσκηση νοσφίσεως εξουσίας, είναι νομικώς πλήρως ανίσχυρες, διότι είναι ανυπόστατες [Ε. ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 13η έκδοση, Αθήνα 2010, σ. 129∙ Α. ΤΑΧΟΣ, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 9η έκδοση, Θεσσαλονίκη 2008, 639∙ Π. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η έκδοση, Αθήνα 1997, σ. 101∙ ΣτΕ 531/1971].

Περαιτέρω, τέτοιες ενέργειες πληρούν τη νομοτυπική μορφή (αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση) του εγκλήματος της αντιποιήσεως αρχής (άρθρ. 175 παρ. 1 Ποινικού Κώδικα) για όσα φυσικά πρόσωπα εμπλέκονται σχετικώς (τόσο ως φυσικοί, όσο και ως ηθικοί αυτουργοί): βλ. σχετικώς Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ – Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Θρησκευτική Νομοθεσία, όπ.π., σ. 58 επ.∙ ΑΠ 454/1966, Ποινικά Χρονικά 17 (1967) 101-105, με τη σχετική αγόρευση του Εισαγγελέα Β. Σακελλαρίου: αντιποίηση υπηρεσίας θρησκευτικού λειτουργού στοιχειοθετεί η άσκηση όχι μόνον ιερατικών, αλλά και διοικητικών καθηκόντων, που ανατίθενται από το νόμο στους θρησκευτικούς λειτουργούς].
[5]. Τέλος, η επιβολή του εν λόγω επιτιμίου σε μία τέτοια ευρεία κλίμακα, επί όλων δηλαδή των μελών της Αδελφότητας, πέραν των σοβαρών, κανονικής φύσεως, επιφυλάξεων που η ενέργεια αυτή μπορεί να εγείρει (αφού ανάλογη δεν μαρτυρείται στην κανονική παράδοση της Εκκλησίας), αναμφίβολα προσβάλλει με τρόπο ιδιαίτερα βίαιο τη θρησκευτική ελευθερία των μελών της Αδελφότητας, υπό την ειδικότερη μορφή της ελευθερίας της λατρείας. Τυχόν περιορισμοί της τελευταίας, που, ως γνωστόν, προστατεύεται συνταγματικά (13 παρ. 2 Συντ.), είναι επιτρεπτοί εφόσον προβλέπονται από το νόμο, τη δημόσια τάξη, τα χρηστά ήθη και δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας (25 § 1, εδ. δ΄ Συντ.). Η συνοδική όμως απόφαση παραβιάζει, πλην άλλων, και την αρχή της αναλογικότητας, επιβάλλοντας υπερβολικούς περιορισμούς της θρησκευτικής ελευθερίας όλων, μάλιστα, των μελών της Μοναχικής Αδελφότητας.
Επί του ερωτήματος Β:

[Α].- Όπως γίνεται από τη νομολογία δεκτό [ΕφΛαρ 377/2010, ΤΝΠ ‘Νόμος’ 577946], περί του βιβλίου του «Μοναχολογίου» (ήτοι, του μητρώου των μελών της μοναχικής αδελφότητας), κατ’ ερμηνευτική εφαρμογή των διατάξεων των άρθ. 1 εδ. β΄ Ν.Δ. 1918/1942, «περί τροποποιήσεως του Ν. ΓΥΙΔ/1909, ‘‘περί Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου’’», 56 παρ. 4 και 6 Ν. 590/1977: «σαφώς προκύπτει ότι η ισχύουσα για την Εκκλησία της Ελλάδος νομοθεσία γνωρίζει ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο για την απόδειξη της ιδιότητας κάποιου μοναχού ως μέλους μίας Μονής μόνον το Μοναχολόγιο που τηρείται στη Μονή αυτή, αγνοεί δε την ύπαρξη τυχόν άλλου «Μοναχολογίου». Ουδεμία δε διάταξη προβλέπει παράλληλη τήρηση Μοναχολογίου και από τη Μητρόπολη, στην οποία οργανικά υπάγεται η Μονή. Γι’ αυτό και προβλέπεται ότι, ακόμη και αν ζητηθεί έγγραφη βεβαίωση για τη μοναχική ιδιότητα και τη σύνδεση κάποιου μοναχού με ορισμένη Μονή, το προαναφερόμενο άρθ. 1 εδ. β’ του ΝΔ 1918/1942 ορίζει ότι αποτελεί πλήρη απόδειξη η Βεβαίωση του οικείου Μητροπολίτη, εφόσον όμως στηρίζεται «εις υπεύθυνον δήλωσιν του ηγουμενοσυμΒουλίου ότι ούτος φέρεται εγγεγραμμένος εν τω Μοναχολογίω της Μονής». Η νομοθεσία, συνεπώς, αποδίδει πλήρη αποδεικτική δύναμη στα Μοναχολόγια των Μονών, αγνοεί δε την ύπαρξη τυχόν άλλων ομότιτλων Βιβλίων, που ενδεχομένως τηρούνται ως ανεπίσημα (αλλά όχι δημόσια) έγγραφα από άλλους φορείς (βλ. και ΣτΕ 1952/2000, Νομικό Βήμα 49 (2001), 760)» (υπογραμμίσεις ιδικές μας).

Περαιτέρω, με ενεργοποίηση της περιεχόμενης στην § 4 του άρθ. 39 Ν. 590/1977 νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, εκδόθηκε ο «Εσωτερικός Κανονισμός της Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σκάλας Ναυπακτίας» [δημοσιεύθηκε στο δελτίο ‘Εκκλησία’, Παράρτημα του Τεύχους υπ’ αριθ. 23-24/1-15.12.1984, έτους ΞΑ´ (1984), σ. 43-53]. Η ίδια Μονή είχε ιδρυθεί λίγα έτη πριν, δυνάμει του Π.Δ. 601/5.7.1980, «περί ιδρύσεως Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος παρά τη θέσει Αγ. Τριάς της Κοινότητος Σκάλας της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου», (ΕτΚ Α´ 160/15.7.1980).

Σύμφωνα όμως με:

- το άρθ. 4 περίπτ. ζ΄ του άνω Εσωτερικού Κανονισμού, ο μητροπολίτης: «Εγκρίνει την μετάπεμψιν Αδελφού τινός εις ετέραν Ιερά Μονήν και εγκαταβίωσιν Αδελφού ετέρας Ιεράς Μονής εις την Ιεράν Μονήν».

- το άρθ. 32 περίπτ. 4 του αυτού Κανονισμού: «Το Ηγουμενοσυμβούλιον τηρεί τα εξής Βιβλία... 4. Μοναχολόγιον και μητρώον δοκίμων».

- το άρθ. 61 του αυτού Κανονισμού: «Απόσπασις, μετάπεμψις και πάσα άλλη μεταβολή αδελφού δεν επιτρέπεται να γίνη άνευ συμφώνου γνώμης του Ηγουμενοσυμβουλίου» (υπογραμμίσεις ιδικές μας).

Από τα ανωτέρω, καθίστανται σαφή τα εξής:

(α) Το Βιβλίο του Μοναχολογίου αποτελεί δημόσιο έγγραφο, που τηρείται εγκύρως μόνον από την οικεία Ι. Μονή (ΝΠΔΔ). Κάθε άλλο ομότιτλο βιβλίο (το οποίο ενδεχομένως τηρείται ανεπίσημα αλλά όχι δημόσια, από άλλους φορείς) αγνοείται από τη νομοθεσία και τη σχετική νομολογία, που αρνούνται να θεωρήσουν τις εγγραφές σε αυτό σαν νόμιμες και έγκυρες.

(β) Κάθε νόμιμη και έγκυρη μεταβολή στο περιεχόμενο του Μοναχολογίου της Μονής (διαγραφή μέλους Αδελφότητας, μετάπεμψις κ.λπ.), προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, απόφαση της ίδιας της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, η οποία πρέπει να ληφθεί από τα αρμόδια διοικητικά της όργανα, ώστε να ακολουθήσει η μητροπολιτική έγκριση.

[Β].- Από το ιστορικό καθίσταται πρόδηλο, ότι η συνοδική απόφαση υπ’ αριθμ. 4715/2079 (διαγραφή από το μοναχολόγιο), προτίθεται να λειτουργήσει κατ’ ουσίαν σαν εκκλησιαστική ποινή. Ως τέτοια, όμως, πάσχει κατ’ αρχάς διττώς, διότι:

(α) Η σχετική ‛ποινή’ δεν προβλέπεται από τις διατάξεις του ρηθέντος Ν. 5383/1932. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθ. 11 (Ποιναὶ ἐπιβλητέαι εἰς μοναχούς) του εν λόγω νόμου: «Τὸ Ἐπισκοπικὸν Δικαστήριον δύναται νὰ ἐπιβάλῃ εἰς τοὺς μοναχοὺς καὶ ἀγάμους κληρικοὺς τὰς ἑξῆς ποινὰς, ἐφ’ ὅσον δὲν ὁρίζεται ἑτέρα τις ὑπὸ εἰδικοῦ τινος νόμου: α) Ἐπίπληξιν, β) Ἐπὶ ἱερωμένων, ἀργίαν ἀπὸ πάσης ἱεροπραξίας μέχρις ἑνὸς ἔτους, γ) Σωματικὸν περιορισμὸν ἐν τῷ σωφρονιστηρίῳ τῆς οἰκείας μονῆς μέχρι δύο μηνῶν, δ) Σωματικὸν περιορισμὸν μέχρι 3 ἐτῶν ἐν τῷ εἰδικῷ σωφρονιστηρίῳ τῶν κληρικῶν ἢ ἐν ἄλλῃ μονῇ, ε) Ἔκπτωσιν ἀπὸ τοῦ ἀξιώματος (ὀφφικίου) ἢ τῆς θέσεως».

Δεν μάς είναι σαφές ποια ακριβώς από τις ανωτέρω ποινές ‘επέβαλε’ η Σύνοδος∙ είναι όμως σε κάθε νομομαθή απολύτως σαφές, ότι οποιαδήποτε τέτοια έγκυρη επιβολή ποινής δεν γίνεται δι’ αλληλογραφίας, αλλά με συνεπή τήρηση της δικονομικής διαδικασίας του Ν. 5383/1932, κάτι που όμως εδώ ουδόλως προηγήθηκε [βλ. σχετικώς ΑναστΣτΕ 1138/2009, ΤΝΠ ‘Νόμος’ (556237): εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 5383/1932 και επιβολή από Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο της ποινής της καθαίρεσης, με αφαίρεση του μοναχικού σχήματος και διαγραφή από το μοναχολόγιο της μονής].

(β) Σε κάθε περίπτωση, δεν εκλήθησαν οι κληρικοί, περί των οποίων αφορούσε το υπό κρίση μέτρο, να εκθέσουν τις απόψεις τους, καθώς η συνοδική απόφαση αρκέσθηκε σε μία παντελώς αόριστη επίκληση «πληροφοριών» περί των ενεργειών των ανωτέρω (ότι αυτοί, όπως ισχυρίζεται, επέδειξαν «πνεύμα ανυπακοής», που οδηγούσε σε «διάσπαση της ενότητος» της Αδελφότητος).

Με το μη νόμιμο ωστόσο αυτό ‘αιτιολογικό’, όχι μόνον προκαλεί, η ίδια αυτή απόφαση, διάσπαση της Αδελφότητας, αλλά και παραβιάζεται η βασική συνταγματική υποχρέωση περί του δικαιώματος της ακροάσεως των ανωτέρω ιερομονάχων (20 § 2 Συντάγματος).

ΙV. Σ υ μ π ε ρ ά σ μ α τ α

[1] Το λεγόμενο ‘επιτίμιο της ακοινωνησίας’ αφορά καθαρά και μόνον τις τελετουργικές ή ιεροπρακτικές αρμοδιότητες των κληρικών (τέλεση ή συμμετοχή στη θεία λειτουργία, τα μυστήρια και τις διάφορες ιεροπραξίες). Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι τούτο επιβλήθηκε στα μέλη της αδελφότητας της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου κανονικώς και συννόμως, οι επενέργειές του ωστόσο:

(α) δεν αφορούν την άσκηση καθηκόντων διοικήσεως και διαχειρίσεως του ΝΠΔΔ της εν λόγω Μονής,

(β) δεν στερούν τα μέλη των διοικητικών οργάνων και της αδελφότητας της ίδιας Μονής ούτε από τα διοικητικά τους καθήκοντα, ούτε από την απόλαυση των συνταγματικά κατοχυρωμένων λοιπών αστικών ή πολιτικών τους δικαιωμάτων, καθώς οι εν λόγω ιερομόναχοι και μοναχοί δεν παύουν να φέρουν την ιδιότητα των Ελλήνων πολιτών.

(γ) Η επιβολή του εν λόγω επιτιμίου σε μία τέτοια ευρεία κλίμακα, επί όλων δηλαδή των μελών της Αδελφότητας, πέραν των σοβαρών, κανονικής φύσεως, επιφυλάξεων που εύλογα εγείρει, παραβιάζει αναμφίβολα την αρχή της αναλογικότητας (25 § 1, εδ. δ΄ Συντ.) αναφορικώς προς το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ελευθερίας της λατρείας των μελών της οικείας μοναχικής Αδελφότητας.

[2] Είναι ιδιαιτέρως αμφίβολο αν οι ιεροί κανόνες προβλέπουν τέτοια ποινή, όπως την επιβάλλει το συνοδικό όργανο. Το γνωστό σε όλους μας επιτίμιο της ακοινωνησίας (μικρός αφορισμός), ακριβώς επειδή συνδέεται στενά με τη συμμετοχή στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, προϋποθέτει εκούσια προσέλευση στο μυστήριο της εξομολογήσεως (κάτι που όμως δεν συνέβη στην υπό κρίση περίπτωση). Αν όμως γίνει δεκτό ότι το ανωτέρω μέτρο αποτελεί «εκκλησιαστική ποινή» και όχι «επιτίμιο», τότε απαιτείται η πλήρης και προηγούμενη τήρηση της δικονομικής διαδικασίας που προβλέπουν οι διατάξεις του Ν. 5383/1932, «περί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας».

[3] Η Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ως ΝΠΔΔ, έχει νόμιμη και κανονική διοίκηση, με νομίμως συγκροτημένα και λειτουργούντα διοικητικά όργανα, οι πράξεις των οποίων είναι, κατά το ελληνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο, έγκυρες (αν δεν πάσχουν από άλλο λόγο). Η σύμφωνη με τους ι. κανόνες ή μη (αδιάφορο) επιβολή του επιτιμίου περί ακοινωνησίας, δεν επηρεάζει τη νόμιμη συγκρότηση, σύνθεση και λειτουργία των οργάνων διοικήσεως της ανωτέρω Μονής, ούτε επάγεται ακυρότητα των διοικητικών ενεργειών ή πράξεών τους.

Τυχόν διενέργεια ‘πράξεων διοικήσεως’ της Μονής από οποιαδήποτε άλλο εξωτερικό αυτής δήθεν όργανο, φερόμενο σαν ‘Διοικητική Επιτροπή’ της Μονής, συνιστά νόσφιση εξουσίας (σφετερισμό εξουσίας) της διοικήσεως της Μονής. Οι πράξεις που τυχόν εκδοθούν από ένα τέτοιο όργανο κατά νόσφιση εξουσίας, είναι νομικώς πλήρως ανίσχυρες, ως ανυπόστατες. Περαιτέρω, ποινική ευθύνη των φυσικών ή ηθικών αυτουργών τέτοιων ενεργειών, δεν πρέπει να αποκλεισθεί, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων περί αντιποιήσεως αρχής (175 § 1 Π.Κ.).

[4] Το Βιβλίο του Μοναχολογίου τηρείται εγκύρως μόνον από την οικεία Ι. Μονή. Κάθε άλλο ομότιτλο βιβλίο (που ενδεχομένως τηρείται ανεπίσημα αλλά όχι δημόσια, από άλλους φορείς) αγνοείται από τη νομοθεσία και τη σχετική νομολογία, που αρνούνται να θεωρήσουν τις εγγραφές σε αυτό σαν νόμιμες και έγκυρες.

[5] Κάθε νόμιμη και έγκυρη μεταβολή στο περιεχόμενο του Μοναχολογίου της ανωτέρω Μονής (διαγραφή μέλους Αδελφότητας, μετάπεμψις κ.λπ.), προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, απόφαση της ίδιας της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, η οποία πρέπει να ληφθεί από τα αρμόδια διοικητικά της όργανα, ώστε να ακολουθήσει η μητροπολιτική έγκριση.

[6] Η ποινή της διαγραφής από το Μοναχολόγιο, που επιβλήθηκε από την υπό κρίση Συνοδική απόφαση 4715/2079, είναι ανυπόστατη, όχι μόνον διότι τέτοια ποινή δεν προβλέπεται από τις διατάξεις του ρηθέντος Ν. 5383/1932 (που άλλωστε δεν εφαρμόσθηκε σχετικά), αλλά και διότι, δεν εκλήθησαν οι κληρικοί, περί των οποίων αφορούσε το υπό κρίση μέτρο, να εκθέσουν τις απόψεις τους (20 παρ. 2 Συντ.).

Θεσσαλονίκη, 14 Νοεμβρίου 2012

Ο γνωμοδοτών
ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΕΚΚΛΗΣΤΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ( Α.Μ. Δ.Σ.Θ.: 4495)
 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου