Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Εξώδικο προς Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης

Με το κατωτέρω εξώδικο, κοινοποιείται και προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα, αλλά και τον αρμόδιο Υπουργό, η  συμπεριφορά του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, που ενήργησε αναπαράγοντας σε δημόσιο υπηρεσιακό έγγραφο, τους από 20.7.2011 ψευδείς ισχυρισμούς του μητροπολίτη Ναυπάκτου. Οφείλει, τουλάχιστο να απαντησει ο κ. Γενικός, στο ερώτημα: τί ακριβώς γίνεται όταν διαπιστωθεί ότι σε δημόσιο έγγραφο βεβαιώνονται εν γνώσει του συντάκτη του ψευδή γεγονότα;

(Βλ.το πλήρες κείμενο στο εξώδικο).

ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΑΡΧΗΣ

ΕΞΩΔΙΚΗ AITHΣΗ – ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ - ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ

Με επιφύλαξη δικαιωμάτων

Ιγνατίου Σταυρόπουλου, ιερομόναχου – αρχιμανδρίτη, (κατά κόσμο Πλάτωνος-Αποστόλου) του Σπυρίδωνος, Διδάκτορος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Πτυχιούχου Θεολογικής Σχολής Πανεπ. Αθηνών, Πτυχιούχου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μπάρι Ιταλίας, υπ. Διδάκτωρος Νομικής, κατοίκου Ναυπάκτου Αιτωλοακαρνανίας, εγκαταβιούντος και φιλοξενουμένου στην (-προσωρινώς- τέως) Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Σκάλα Ναυπακτίας, κατοίκου επίσης Ναυπάκτου Αιτωλοακαρνανίας, οδός Καρακουλάκη αρ. 2.

ΠΡΟΣ

Λέανδρο Ρακιντζή, Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, Λεωφόρος Κηφισίας αρ. 1 – Αθήνα.

Κοινοποίηση:

1. Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών – Γραφείο κ. Προϊσταμένης, πρώην Σχολή Ευελπίδων – Κτίριο 16.

2. Υπουργείο Ανάπτυξης & Ανταγωνιστικότητας – Γραφείο Υπουργού, οδός Νίκης αρ. 5-7 – Αθήνα.

Κύριε,

Με σειρά εγγράφων σας προς το Υπουργείο Ανάπτυξης & Ανταγωνιστικότητας (χρησιμοποιείται η σημερινή ονομασία του Υπουργείου), με τα οποία κοινοποιήσατε σειρά, επίσης, αναφορών και εγγράφων του μητροπολίτη Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου (κατά κόσμον Γεωργίου Βλάχου), ζητήσατε με χαρακτηριστική επιμονή (εννοείται, για «την πλήρη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου»...), την εξέταση του αιτήματος του ανωτέρω μητροπολίτη περί ανακλήσεως της υπ' αριθμ. 64131/ΝΝ711/Ν. 1892/90/4.12.1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, με την οποία υπήχθη στις διατάξεις του Ν. 1892/90 επένδυση της «Ιεράς Ανδρώας Κοινοβιακής Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σκάλας Ναυπάκτου». Η εν λόγω Ιερά Μονή, (που, όπως άριστα γνωρίζετε, επιτυχώς ολοκλήρωσε προ ετών την εν λόγω επένδυση, ενώ όλοι οι έλεγχοι του Κεντρικού Οργάνου Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομίας & Οικονομικών –με τελευταία αυτή της 10.11.2009 – Σχετικό 1, κατέληξαν σε απολύτως ΘΕΤΙΚΕΣ υπέρ της Μονής εκθέσεις), διαλύθηκε – συγχωνεύτηκε, με το Π.Δ. 5/18.12.2012 (Σχετικό 2), για την πρόκληση του οποίου (και παράλληλα με την αίτηση ακύρωσής του στο ΣτΕ – Σχετικό 3) έχει κατατεθεί μηνυτήρια αναφορά στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών (Σχετικό 4), κατόπιν της οποίας διατάχθηκε προκαταρκτική εξέταση κατά του μητροπολίτη, μετά το πέρας της οποίας η δικογραφία εκκρεμεί στην Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών κ. Σαπφώ Κατσανάκη υπό στοιχεία ΕΓ124-2013/79.

Με αίτημα των μελών της Αδελφότητας (μεταξύ των οποίων και εμού) προς το Υπουργείο, ζητήθηκαν πλήρη αντίγραφα του φακέλου βάσει του οποίου εκδόθηκε εν τέλει, μετά την συνεχή πίεση τόσο του μητροπολίτη Ναυπάκτου όσο και –δυστυχώς– υμών, κ. Γενικέ (για άγνωστους –πλην ερευνητέους αρμοδίως, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα– σε εμένα λόγους: φτάσατε στο σημείο να «απειλήσετε» τους αποδέκτες του από 11.9.2012 εγγράφου σας με ποινικές και πειθαρχικές συνέπειες), η υπ' αριθμ. πρωτ. 7781/ΝΝ711/ν.1892/90/21.02.2013 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων περί ανάκλησης της ως άνω υπ' αριθμ. 64131/ΜΜ711/ν.1892/90/4.12.1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας.

Μετά από συνεχείς προσπάθειες και μεγάλη καθυστέρηση (χρειάστηκε να καταθέσουμε τρία διαδοχικά αιτήματα), μας χορηγήθηκαν (δια του πληρεξουσίου δικηγόρου που ορίσαμε στο αίτημά μας), με το υπ' αριθμ. πρωτ. 18632/18.4.2013 διαβιβαστικό έγγραφο (Σχετικό 5) είκοσι πέντε (25) έγγραφα, εκ των οποίων δικά σας είναι μόνον τα από 6.9.2011, 9.9.2011 και 11.9.2012 (Σχετικά 6-8), και τα οποία, παραδόξως, «παραλείψατε» να κοινοποιήσετε και στην άμεσα ενδιαφερόμενη Ιερά Μονή (παρά τα κοινοποιούσατε μόνο στον κ. Ιερόθεο, με τον οποίο και μόνον θεωρούσατε ότι «οφείλατε» να επικοινωνείτε, διατηρώντας την επικοινωνία σας αυτή κρυφή από την Μονή), από τα επίμαχα δε έγγραφα του μητροπολίτη μας χορηγήθηκε μόνον το από 1.9.2011 έγγραφό του προς υμάς (και ευτυχώς, τουλάχιστον αυτό – θα εξηγήσω κατωτέρω το λόγο: Σχετικό 9).

Ανεξαρτήτως των ποινικών ευθυνών των αρμοδίων υπαλλήλων του Υπουργείου που ΔΕΝ μας χορήγησαν πλήθος κρίσιμων εγγράφων, και του υφυπουργού κ. Παναγιώτη Μηταράκη που εξέδωσε την επίμαχη παράνομη απόφαση (με την οποία, πέραν των άλλων, ανακάλεσε απόφαση ... άλλου Υπουργείου – Βλ. την σχετική αίτηση ακύρωσης της απόφασης στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών – Σχετικό 10), και προκειμένου να ασκήσω τα νόμιμα δικαιώματά μου κατά παντός υπευθύνου με νέα μηνυτήρια αναφορά για το δεύτερο κατά σειρά (μετά τη διάλυση-συγχώνευση) πλήγμα σε βάρος της Ι.Μ. (σημειωτέον ότι Ιερά Μονή, ούτε οι αλλόδοξοι κατά καιρούς κατακτητές διανοήθηκαν να διαλύσουν...), σας καλώ όπως εντός τριών ημερών από της επιδόσεως της παρούσης μου χορηγήσετε το σύνολο των δικών σας εγγράφων και των εγγράφων του μητροπολίτη Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου που αφορούν στο ζήτημα της ανάκλησης της επίμαχης επιδότησης, εκτός των ανωτέρω αναφερομένων που ήδη χορηγήθηκαν στα μέλη της Αδελφότητας.

Περαιτέρω, σας καλώ όπως, επίσης εντός τριών ημερών από της επιδόσεως της παρούσης, μου απαντήσετε εγγράφως (προκειμένου, μετά την ολοκλήρωση των ενεργειών σας, να προβώ στις δέουσες δικαστικές διαδικασίες) στα κάτωθι καίρια ερωτήματα, και ειδικότερα:

Στο από 6.9.2011 έγγραφό σας προς το Υπουργείο (Σχετικό 6) αναφέρετε επί λέξει:

«...αποστέλλουμε συνημμένα φωτοτυπία του (στ) σχετικού (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η από 20.7.2011 απάντηση της Ιεράς Μητρόπολης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, η οποία ΔΕΝ μας έχει χορηγηθεί) και παρακαλούμε, στα πλαίσια της εξέτασης του θέματος από την υπηρεσία σας, να συνεξετάσετε και συνεκτιμήσετε αναλυτικά τα αναφερόμενα και να μας γνωρίσετε το συντομότερο δυνατόν (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η υπογράμμιση είναι δική σας) τις ενέργειές σας και τα αποτελέσματα αυτών, για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Εννοείται...). Κρίνουμε σκόπιμο να επισημάνουμε ιδιαίτερα τα αναφερόμενα στο παραπάνω έγγραφο (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Μη τυχόν και ξεφύγει τίποτα από το Υπουργείο...Την ίδια αγωνία, βέβαια, δεν επιδείξατε στο επόμενο έγγραφό σας – Βλ. στη συνέχεια) όπως «...το σημαντικό είναι ότι δεν υπάρχει άδεια με τα εγκεκριμένα σχέδια, οπότε και μόνο αυτό ακυρώνει την επένδυση..., το κτίριο του Ξενώνος ανεγέρθηκε αποδεδειγμένως χωρίς άδεια από την Ναοδομία ή την Πολεοδομία και κατατέθηκαν παραπλανητικά στοιχεία για να ληφθεί η επένδυση (σχετ. το αρ. 4658/2-10-2008 έγγραφο της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, σελ. 15 της αναφοράς)... η Ιερά Μονή έδωσε ψευδή και παραπλανητικά στοιχεία στο Υπουργείο ότι δήθεν το κτίριο του ξενώνος καλύπτεται από πλευράς αδείας από την άδεια του ΟΔΕΠ (Ν. 1892/1990, αν διαπιστωθεί ότι έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία η γνώση των οποίων θα μπορούσε να οδηγήσει στον αποκλεισμό της υπαγωγής της επένδυσης)...».

(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Να μας πείτε, βεβαίως, κ. Γενικέ, και με την ιδιότητά σας, άλλωστε, του αρεοπαγίτη ε.τ., και τί ακριβώς γίνεται όταν διαπιστωθεί ότι σε δημόσιο έγγραφο βεβαιώνονται εν γνώσει του συντάκτη του ψευδή γεγονότα...-Βλ. στη συνέχεια).

Τρεις μόλις ημέρες μετά, την 9.9.2011, με επόμενο έγγραφό σας προς το Υπουργείο (Σχετικό 7), αναφέρετε επί λέξει: «Σε συνέχεια των (α-ζ) σχετικών [ΣΗΜΕΙΩΣΗ: όπου (ζ) σχετικό είναι το αμέσως προηγούμενο έγγραφό σας], σας αποστέλλουμε συνημμένα φωτοτυπία του (η) σχετικού (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το από 1.9.2012 έγγραφο του μητροπολίτη – Σχετικό 9) με συνημμένη έκθεση αυτοψίας – επιβολή προστίμου αυθαίρετης κατασκευής της Πολεοδομίας Ναυπάκτου για το κτίριο της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σκάλας και του αρ. 4658/2008 εγγράφου της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών (ΕΚΥΟ) για ενημέρωση του σχετικού φακέλου της υπηρεσίας και συνεκτίμηση στα πλαίσια της εξέτασης του θέματος για την υπηρεσία σας, για την πλήρη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Είπαμε ... εννοείται ... όπου, βέβαια, διασφάλιση των συμφερόντων «βγάζει μάτι» ότι για εσάς ήταν η ανάκληση της επιδότησης, δηλαδή αυτό που επιμόνως απαιτούσε ο μητροπολίτης στη –για κάποιο λόγο, που εσείς μόνο γνωρίζετε, κρυφή από εμάς– μεταξύ σας αλληλογραφία, την οποία κάθε φορά προωθούσατε, ως ... κοινός κλητήρας της Μητρόπολης Ναυπάκτου, στο Υπουργείο για ... τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου... Και αναρωτιέμαι: Δεν μπορούσε ο μητροπολίτης να αποστέλλει απευθείας στο Υπουργείο τις αναφορές του και τα αιτήματά του, παρά τα έστελνε μέσω υμών; Προφανώς, όμως, έτσι αποκτούσαν αυξημένο κύρος και βαρύτητα, ως διαβιβαζόμενα από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, ασκείτο η μεγίστη δυνατή πίεση προς το Υπουργείο, ώστε να εξασφαλιστεί η επίτευξη του –κοινού, ως φαίνεται– στόχου της ανάκλησης της επιδότησης, προς το συμφέρον -πάντα- του Δημοσίου, ο οποίος στόχος, άλλωστε, και επετεύχθη...).

Τί λέει όμως το από 1.9.2011 έγγραφο του μητροπολίτη κ. Γενικέ; Δύο απλές σειρούλες είναι, πλην όμως ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΕΣ:

«Κατά της αποφάσεως της Πολεοδομίας η Ι. Μονή προσέφυγε στο Διοικητικό Εφετείο Πατρών, εδόθη αναστολή και η αίτηση ακυρώσεως εκκρεμεί» !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Μετά ταύτα:

Ερώτημα 1ο κ. Γενικέ:

Γιατί το καταλυτικό αυτό γεγονός (που, όπως γνωρίζετε από τις νομικές σας γνώσεις, σημαίνει ότι η έκθεση αυτοψίας, ως ανασταλείσα, ΔΕΝ ισχύει και όλα, κατά το χρόνο εκείνο, ήταν απολύτως ΝΟΜΙΜΑ, ως προς όλα τα πολεοδομικά ζητήματα –και εξακολουθούν να είναι, και μάλιστα προς το πολύ χειρότερο για τον «καταγγέλλοντα» μητροπολίτη και τους υπευθύνους της Πολεοδομίας –για τους οποίους, τώρα να σας δούμε τί θα πράξετε...) ΔΕΝ ΚΡΙΝΑΤΕ ΣΚΟΠΙΜΟ ΝΑ ΕΠΙΣΗΜΑΝΕΤΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ (όπως πράξατε τρεις ημέρες πριν με τα «επιχειρήματα» του μητροπολίτη), αναφέροντας στο έγγραφό σας μόνον την έκθεση αυτοψίας-επιβολή προστίμου και το έγγραφο της ΕΚΥΟ, «ρίχνοντας τον προβολέα» στα δύο αυτά έγγραφα (που εξυπηρετούσαν τον στόχο της ανάκλησης της επιδότησης), δίδοντας την ξεκάθαρη εντύπωση ότι θέλατε να αποφύγετε να υποψιάσετε τους αποδέκτες του εγγράφου σας, «μπας και» τους ξεφύγει το κυρίαρχο γεγονός στην ενημέρωση που τους κάνατε;

Ερώτημα 2ο κ. Γενικέ:

Το εν λόγω έγγραφο του μητροπολίτη πότε το παραλάβατε (και επομένως λάβατε γνώση της αναστολής του Διοικητικού Εφετείου);

Σε αυτό το ερώτημα θα σας διευκολύνω εγώ, δίνοντας την απάντηση:

Στις 2 Σεπτεμβρίου 2011 (Βλ. πρωτόκολλο παραλαβής 14159/2-9-2011).

Στο επόμενο ερώτημα απαιτώ απάντηση (άλλως –και σε κάθε περίπτωση θα τη δώσετε αρμοδίως, διότι ήρθε και η δική σας ώρα να δώσετε λόγο στη Δικαιοσύνη): Γιατί, λοιπόν τότε, κ. Γενικέ, στις 6 Σεπτεμβρίου 2011, τέσσερις (4) ημέρες ΜΕΤΑ το έγγραφο του μητροπολίτη, κρίνατε σκόπιμο να επισημάνετε στους αποδέκτες του δημοσίου υπ' αριθμ. πρωτ. ΓΕΕΔ. Φ. 1515/2010/14350/6.9.2011 εγγράφου σας, τα περί έλλειψης αδειών και παραπλανητικών στοιχείων, αναπαράγοντας στο δημόσιο αυτό έγγραφό σας τους από 20.7.2011 ψευδείς ισχυρισμούς του μητροπολίτη, εν ΠΛΗΡΗ ΓΝΩΣΕΙ ΣΑΣ, κατά το χρόνο αυτό, της δικαστικής απόφασης; Πρόκειται για το ανωτέρω (ρητορικό) ερώτημα που σας έθεσα («Να μας πείτε, βεβαίως, κ. Γενικέ, και με την ιδιότητά σας, άλλωστε, του αρεοπαγίτη ε.τ., και τί ακριβώς γίνεται όταν διαπιστωθεί ότι σε δημόσιο έγγραφο βεβαιώνονται εν γνώσει του συντάκτη του ψευδή γεγονότα»).

Τέλος, για να κλείσω με το θέμα της Πολεοδομίας Ναυπάκτου, σας ενημερώνω ότι μετά το «ράπισμα» από το Διοικητικό Εφετείο Πατρών στα ψεύδη του μητροπολίτη (που εσείς, προδήλως εκ προθέσεως, αναπαράγατε στο από 6.9.2011 έγγραφό σας), για την περιβόητη έκθεση αυτοψίας-επιβολή προστίμου και την εν γένει διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Πολεοδομία Ναυπάκτου, ασκήθηκε ποινική δίωξη από την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου και παραπέμπονται σε δίκη τέσσερις υπάλληλοι της Πολεοδομίας Ναυπάκτου (μεταξύ των οποίων η διευθύντρια και ο συντάξας την έκθεση αυτοψίας) για σωρεία ποινικών αδικημάτων (παράβαση άρθρων 224 § 2-1, 227 § 1, 232Α και 259 του Ποινικού Κώδικα), όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στο πολυσέλιδο σε βάρος τους κλητήριο θέσπισμα (Σχετικό 10).

Το να ζητήσω μετά ταύτα από εσάς να επιληφθείτε κατά νόμον της υπόθεσης, μετά τα ανωτέρω καταγγελλόμενα, έχω την αίσθηση ότι θα ήταν μάταιο και επιπλέον θα υποβίβαζα και ακύρωνα εαυτόν.

Δεκτικό παραλαβής των αιτουμένων εγγράφων και της έγγραφης απάντησής σας στα ανωτέρω ερωτήματα ορίζω τον δικηγόρο Αθηνών Νίκο Αντωνιάδη, κάτοικο Αθηνών, οδός Βαλαωρίτου αρ. 9Β, τηλ. 2103390557 – 6971540626.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα αναφερόμενα στην παρούσα έγγραφα θα υποβληθούν στην κ. Προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών. Τόσο εσείς όσο και το Υπουργείο τα γνωρίζετε και τα κατέχετε ήδη. Παρά ταύτα, είναι στη διάθεση αμφοτέρων, εφόσον ζητηθούν.

Αρμόδιος Δικαστικός Επιμελητής παραγγέλλεται να επιδώσει την παρούσα προς αυτόν στον οποίο απευθύνεται, προς γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, αντιγράφοντας ολόκληρη την παρούσα στην έκθεση επίδοσής της.

Αθήνα, 15 Ιουλίου 2013

Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος: ΝΙΚΟΣ Ι. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ Α.Μ. Δ.Σ.Α. 17494 ΒΑΛΑΩΡΙΤΟΥ 9Β – 106 71 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 2103390557 – FAX: 2103390558

 

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Απόφ. Συμβουλίου της Επικρατείας αρ. 2094/2002


Το Συμβούλιο Επικρατείας στην παρούσα απόφαση έκανε δεκτή την αίτηση του Αρχιμ. Ιγνάτιου Σταυρόπουλου και ακύρωσε την υπ αριθμ. ΝΖ /17.4.2000 Πράξη του Μητροπολίτη Ναυπάκτου, της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου (ΦΕΚ 107/24.4.2000, τεύχος ΝΠΔΔ), περί απολύσεως του αιτούντος από την θέση του ιεροκήρυκα της ως άνω Ιεράς Μητροπόλεως. Επίσης, διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και Επιβάλλει στην Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου το ποσόν των επτακοσίων εξήντα (760) ευρώ, ως δικαστική δαπάνη του αιτούντος.

Η "αντιδικία" συνεχίζεται στις αίθουσες των διοικητικών δικαστηρίων...


Δικαστήριο: ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Τόπος:ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 2094
Ετος:2002

Περίληψη

Εκκλησία - Ιεροκήρυκες -. Τα ζητήματα της υπηρεσιακής καταστάσεως των κατεχόντων οργανική θέση ιεροκήρυκα του άρθρου 25 του ν. 817/1978 διέπονται από τις γενικές διατάξεις των κανονισμών 5/1978 και 13/1970, εφαρμοζόμενες αναλόγως, διότι η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων αυτών δεν αποκλείεται ούτε από ειδικές ρυθμίσεις του νομοθέτη, ούτε από ειδικές κανονιστικές διατάξεις εκδοθείσες κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 42 § 2 του ν. 590/1977. Ειδικώτερα, δεν είναι επιτρεπτό να αποκλεισθεί με κανονιστική διάταξη η αρμοδιότητα υπηρεσιακού συμβουλίου για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης στους ιεροκήρυκες - εκκλησιαστικούς υπαλλήλους των Ιερών Μητροπόλεων, διότι μία ρύθμιση με αυτό το περιεχόμενο θα ήταν αντίθετη προς το άρθρο 42 § 2 του ν. 590/1977. Αντιθέτως, θα ήταν επιτρεπτό να συγκροτηθούν γι' αυτούς με κανονιστική διάταξη, ειδικά υπηρεσιακά συμβούλια αν ήθελε επιδιωχθεί από τον κανονιστικό νομοθέτη η εξαίρεσή τους από την πειθαρχική αρμοδιότητα των υπηρεσιακών συμβουλίων του Κανονισμού 5/1978.

Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 2094/2002
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Απριλίου 2002, με την εξής σύνθεση: Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ' Τμήματος, Α. Γκότσης, Ν.Μαρκουλάκης, Σύμβουλοι, Γ. Ποταμιάς, Κ. Πισπιρίγκος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ.Μουζάκη, Γραμματέας του Γ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 3 Ιουνίου 2000 αίτηση :
του Ιγνάτιου Σταυρόπουλου, Ιεροκήρυκα, κατοίκου Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος Ναυπάκτου, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Χρ. Πολίτη (Α.Μ. 2740), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά των : 1) Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Ηλ. Παπανικολάου (Α.Μ. 1424), που τον διόρισε με πρακτικό της η Διαρκής Ι. Σύνοδος, 2) Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Διον. Πελέκη (Α.Μ. 2014), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ αριθμ. 283/17.4.2000 πράξη του Μ. της Ι. Μ. Ν. και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Κ. Πισπιρίγκου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους πληρεξουσίους της Ε. της Ελλάδος και της Ι. Μ. Ν. και Αγίου Βλασίου, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου, κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση κατεβλήθησαν τα νόμιμα τέλη (διπλότυπα υπ αριθμ. 2721111/2000 της Δ.Ο.Υ. Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (υπ αριθμ. Α. 189263, 4978603-4/2000 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, καθ ερμηνείαν του δικογράφου, η ακύρωση της υπ αριθμ. ΝΖ /17.4.2000 πράξεως του Μητροπολίτη της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου (ΦΕΚ 107/24.4.2000, τεύχος ΝΠΔΔ), με την οποία ο αιτών απολύθηκε από την θέση του ιεροκήρυκα της ως άνω Ιεράς Μητροπόλεως.
3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το ένδικο βοήθημα έχει χαρακτήρα αιτήσεως ακυρώσεως και όχι προσφυγής ουσίας του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος, διότι με αυτό δεν προσβάλλεται απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, αλλά πράξη άλλου οργάνου, με την οποία απαγγέλλεται η απόλυση υπαλλήλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΣτΕ 1770, 2293/1983 Ολομ. κ.α.).
4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση αφορά την υπηρεσιακή κατάσταση ιεροκήρυκα του νομικού προσώπου της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, δηλαδή εκκλησιαστικού υπαλλήλου, ο οποίος δεν χαρακτηρίζεται ανώτατος από την νομοθεσία που τον διέπει (βλ. άρθρο 25 του Ν. 817/1978, Α 170, και άρθρα 1 παρ. 2 εδαφ. β , 27 παρ. 3 και 150 του Κανονισμού υπ αριθμ. 5/1978 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «Περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων», Α 48, όπως το άρθρο 150 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του Κανονισμού υπ αριθμ. 12/1980, Α 272). Συνεπώς, αρμόδιο για την εκδίκαση της αιτήσεως είναι, κατ αρχήν, το Διοικητικό Εφετείο Πατρών, στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου (άρθρα 1 παρ. 1 και 2 και 3 παρ. 1 του Ν. 702/1977, Α 268, όπως το άρθρο 1 ισχύει μετά την αντικατάστασή του αρχικά με το άρθρο 29 παρ. 1 του Ν. 2721/1999, Α 112, και στη συνέχεια με το άρθρο 1 του Ν. 2944/2001, Α 222). Λόγω, όμως, της σπουδαιότητος των νομικών ζητημάτων της υποθέσεως, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να κρατήσει και να δικάσει την αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 1968/1991 (Α 150).
5. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση δεν ζητείται η ακύρωση πράξεως οργάνου διοικήσεως του νομικού προσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Παρά ταύτα, η Εκκλησία της Ελλάδος παρέστη κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου με πληρεξούσιο δικηγόρο και εζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως ακυρώσεως χωρίς να έχει ασκήσει παρέμβαση με κατάθεση δικογράφου σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ. 2 του Π.δ/τος 18/1989 (Α 8). Με τα δεδομένα αυτά, δεν υπήρξε νόμιμη η παράσταση στην παρούσα δίκη του νομικού προσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ούτε ως κυρίου διαδίκου, ούτε ως παρεμβαίνοντος.
6. Επειδή, στην παρ. 2 του άρθρου 42 του Ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας» (Α 146) ορίζονται τα εξής : «Τα προσόντα, η διαδικασία διορισμού, προαγωγής, μεταθέσεως, χορηγήσεως πάσης φύσεως αδειών, τα της πειθαρχικής διώξεως και χορηγήσεως ηθικών αμοιβών, τα των θέσεων, ως και παν έτερον ζήτημα αφορών εις την εν γένει υπηρεσιακήν κατάστασιν του υπαλληλικού προσωπικού της Εκκλησίας της Ελλάδος, των Ιερών Μητροπόλεων, των Ιερών ενοριακών ναών, του ΟΔΕΠ, της Αποστολικής Διακονίας, του Διορθοδόξου Κέντρου, των Ιερών Μονών, ως και παντός ετέρου εκκλησιαστικού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών του Κλήρου Οργανισμών, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 38 του παρόντος, ρυθμίζονται κατ αναλογίαν των διατάξεων του Κώδικος περί δημοσίων υπαλλήλων, ως αύται εφαρμόζονται επί υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., δι αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως . . .». Κατ επίκληση της εξουσιοδοτικής αυτής διατάξεως εκδόθηκε ο Κανονισμός υπ αριθμ. 5/1978 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «Περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων» (Α 48), ο οποίος περιέλαβε ειδικές ρυθμίσεις για τους ιεροκήρυκες. Σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 2, 27 παρ. 3 και 150 του Κανονισμού αυτού, όπως το άρθρο 150 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Κανονισμού υπ αριθμ. 12/1980 (Α 272), οι ιεροκήρυκες είναι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις των γραφείων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, Κλάδου ΑΤ6 Ιεροκηρύκων, εξελίσσονται σε βαθμούς υπαλληλικής ιεραρχίας με εισαγωγικό τον 6ο και καταληκτικό τον 2ο, χαρακτηρίζονται ανώτεροι υπάλληλοι εφ όσον κατέχουν βαθμούς από τον 5ο μέχρι τον 2ο και υπάγονται για τα θέματα της υπηρεσιακής καταστάσεώς τους, ανάλογα με τον βαθμό τους, στην κρίση πενταμελούς ή τριμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου, τα οποία λειτουργούν στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο και συγκροτούνται κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 2 του Κανονισμού υπ αριθμ. 5/1978. Τα υπηρεσιακά αυτά συμβούλια είναι και πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια σύμφωνα με τα άρθρα 101 περιπτ. Β και 107 παρ. 1 και 2 του ως άνω Κανονισμού, αρμόδια για την επιβολή στους ιεροκήρυκες όλων των προβλεπομένων από τις διατάξεις του ίδιου Κανονισμού πειθαρχικών ποινών, συμπεριλαμβανομένης και της ποινής της οριστικής παύσεως, η οποία προβλέπεται για τα πειθαρχικά παραπτώματα της παρ. 4 του άρθρου 93. Τέλος, εάν επιβληθεί η πειθαρχική ποινή οριστικής παύσεως από το πρωτοβάθμιο ή το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο και καταστεί εκτελεστή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 101 και 124, ακολουθεί έκδοση πράξεως απολύσεως σύμφωνα με τα άρθρα 126 παρ. 1 και 136 περιπτ. α . Οι διατάξεις αυτές του Κανονισμού υπ αριθμ. 5/1978 συμπληρώνουν τις διατάξεις του Κανονισμού υπ αριθμ. 13/1970 «Περί των Ιεροκηρύκων της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Α 242), σύμφωνα με τις οποίες άγαμοι κληρικοί, πτυχιούχοι θεολογικής σχολής, διορίζονται σε θέσεις ιεροκηρύκων με σχετικές πράξεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου προκειμένου να υπηρετούν στις Ιερές Μητροπόλεις ως επίκουροι των Μητροπολιτών στο κήρυγμα του χριστιανικού λόγου και στην διδασκαλία των χριστιανών, έχοντας όμως ιδιότητα υπαλλήλων (δοκίμων κατά τον διορισμό τους και μονίμων ύστερα από διετή ευδόκιμη υπηρεσία) του νομικού προσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος και όχι των Μητροπόλεων, στις οποίες υπηρετούν από τον διορισμό ή την έκδοση μεταγενέστερης πράξεως περί μεταθέσεώς τους (βλ. άρθρα 1, 2,7, 8 και 10 του Κανονισμού υπ αριθμ. 13/1970).
7. Επειδή, σε μεταγενέστερο χρόνο, με τις διατάξεις των παρ. 1, 5 και 6 του άρθρου 25 του Ν. 817/1978 (Α 170) ο νομοθέτης συνέστησε εβδομήντα (70) νέες θέσεις ιεροκηρύκων, προέβλεψε την κατανομή των θέσεων αυτών στις Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με έκδοση Π.Δ/τος και όρισε ότι τις θέσεις αυτές καταλαμβάνουν άγαμοι κληρικοί, πτυχιούχοι θεολογικής σχολής, οι οποίοι διορίζονται με πράξη του οικείου Μητροπολίτη και υπόκεινται σε ειδικό νομοθετικό καθεστώς μισθοδοσίας, υγειονομικής περίθαλψης και ασφάλισης. Μία από τις θέσεις αυτές κατανεμήθηκε στην Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου με το άρθρο μόνο του Π.Δ/τος 582/1980 (Α 158). Στην θέση αυτή διορίσθηκε ο αιτών, με την υπ αριθμ. 2/10.10.1983 πράξη του Μητροπολίτη της ως άνω Ιεράς Μητροπόλεως. Τέλος, από την θέση αυτή απολύθηκε ο αιτών, με την πράξη που προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως.
8. Επειδή, η θέση του άρθρου 25 του Ν. 817/1978, στην οποία διορίσθηκε ο αιτών, έχει χαρακτήρα οργανικής θέσεως ιεροκήρυκα εκκλησιαστικού υπαλλήλου του νομικού προσώπου της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου. Συνεπώς, τα ζητήματα της υπηρεσιακής καταστάσεώς του διέπονται από τις αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη γενικές διατάξεις των Κανονισμών υπ αριθμ. 5/1978 «Περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων», και υπ αριθμ. 13/1970 «Περί των Ιεροκηρύκων της Εκκλησίας της Ελλάδος», εφαρμοζόμενες αναλόγως, διότι η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων αυτών δεν αποκλείεται ούτε από ειδικές ρυθμίσεις του νομοθέτη, ούτε από ειδικές κανονιστικές διατάξεις εκδοθείσες κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 42 παρ. 2 του Ν. 590/1977 «Περί του Κατασταστικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος». Συγκεκριμένα, εφαρμόζονται αναλόγως, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις του άρθρου 7 του Κανονισμού υπ αριθμ. 13/1970 σχετικά με την μονιμότητα, καθώς επίσης και οι διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2, 93 παρ. 4, 101, 107 παρ. 1 και 2, 124, 126 παρ. 1 και 136 περιπτ. α του Κανονισμού υπ αριθμ. 5/1978 σχετικά με την πειθαρχική δίωξη που καταλήγει σε έκδοση αποφάσεως υπηρεσιακού συμβουλίου περί επιβολής πειθαρχικής ποινής οριστικής παύσεως και, περαιτέρω, σε έκδοση πράξεως απολύσεως, εφαρμόζονται δηλαδή οι διατάξεις που διέπουν τους ιεροκήρυκες εκκλησιαστικούς υπαλλήλους του νομικού προσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος σχετικά με τα ζητήματα αυτά. Ειδικότερα δε, εν όψει του περιεχομένου της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 42 παρ. 2 του Ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», η οποία παρατίθεται στην έκτη σκέψη και με την οποία ο νομοθέτης επιτρέπει την κανονιστική ρύθμιση των θεμάτων υπηρεσιακής καταστάσεως των εκκλησιαστικών υπαλλήλων των ιερών Μητροπόλεων μόνον «. . . κατ αναλογίαν των διατάξεων του Κώδικος περί δημοσίων υπαλλήλων, ως αύται εφαρμόζονται επί υπαλλήλων ΝΠΔΔ . . .», δεν είναι, πάντως, επιτρεπτό να αποκλεισθεί με κανονιστική διάταξη η αρμοδιότητα υπηρεσιακού συμβουλίου για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως στους ιεροκήρυκες εκκλησιαστικούς υπαλλήλους των Ιερών Μητροπόλεων, διότι μία ρύθμιση με αυτό το περιεχόμενο θα ήταν αντίθετη με την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη. Αντιθέτως, θα ήταν επιτρεπτό να συγκροτηθούν γι αυτούς με κανονιστική διάταξη ειδικά υπηρεσιακά συμβούλια, αν ήθελε επιδιωχθεί από τον κανονιστικό νομοθέτη η εξαίρεσή τους από την πειθαρχική αρμοδιότητα των υπηρεσιακών συμβουλίων του Κανονισμού υπ αριθμ. 5/1978.
9. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου εξέδωσε την προσβαλλομένη πράξη απολύσεως του αιτούντος από την θέση του ιεροκήρυκα της ως άνω Ιεράς Μητροπόλεως, διότι κατελόγισε σ αυτόν το πειθαρχικό παράπτωμα της συμμετοχής σε εταιρεία περιωρισμένης ευθύνης, το οποίο επισύρει την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 4 περιπτ. ιβ και το άρθρο 36 παρ. 1 του Κανονισμού υπ αριθμ. 5/1978 «Περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων», καθώς επίσης και τα παραπτώματα της κακής συμπεριφοράς, των αδικαιολογήτων μετακινήσεων μακράν της Ιεράς Μητροπόλεως και της απειθείας. Σύμφωνα, όμως, με τα εκτεθέντα, η προσβαλλομένη πράξη απολύσεως εκδόθηκε παρανόμως, δεδομένου ότι δεν προηγήθηκε απόφαση αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου, κατά τις διατάξεις του ως άνω Κανονισμού, για την επιβολή στον αιτούντα της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή γι αυτόν τον λόγο ακυρώσεως που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως (πρβλ. ΣτΕ 2306/1991, 157/1983, 3526/1980) και αποβαίνει αλυσιτελής η έρευνα των προβαλλομένων λόγων.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την αίτηση.
Ακυρώνει την υπ αριθμ. ΝΖ /17.4.2000 Πράξη του Μητροπολίτη της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου (ΦΕΚ 107/24.4.2000, τεύχος ΝΠΔΔ), περί απολύσεως του αιτούντος από την θέση του ιεροκήρυκα της ως άνω Ιεράς Μητροπόλεως.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και
Επιβάλλει στην Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου το ποσόν των επτακοσίων εξήντα (760) ευρώ, ως δικαστική δαπάνη του αιτούντος.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11 Απριλίου 2002
Ο Πρόεδρος του Γ' Τμήματος Η Γραμματέας του Γ' Τμήματος
Γ. Σταυρόπουλος Δ. Μουζάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Ιουλίου 2002.
Η Πρόεδρος του Α' Τμήματος Η Γραμματέας Διακοπών
Αθ. Τσαμπάση Δ. Τετράδη

Πρόεδρος:Γ. Σταυρόπουλος
Εισηγητές:Κ. Πισπιρίγκος, Πάρεδρος
Λήμματα:Εκκλησία ,Ιεροκήρυκες

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ 
Δημοσίευση:NOMIKO BHMA
Ετος:2003
Τόμος:44
Σελ.:1088