Λόγω επικαιρότητας, και με την προσωπική άδεια του καθηγητή εκκλησιαστικού δικαίου κ. Κωνσταντίνου Γ. Παπαγεωργίου*, καταχωρείται το κατωτέρω κείμενό του, σχετικά με τα έκτροπα στη μητρόπολη Λευκάδος, κατά του κοινοβίου της Ι. Μονής Φανερωμένης.
(οι υπογραμμίσεις δικές μας)
Με αφορμή διάφορα αναληθή και ανακριβή δημοσιεύματα αναφορικά με τις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας 462/2017 και 463/2017, οι οποίες από άλλα προσεκτικότερα μέσα του ηλεκτρονικού τύπου χαρακτηρίσθηκαν ως «‘κόλαφος’ για την Ιερά Μητρόπολη Λευκάδος και Ιθάκης και ‘δικαίωση’ της Ιεράς Μονής Φανερωμένης Λευκάδος», προβαίνουμε στην έκδοση του παρόντος, προς αποκατάσταση της αλήθειας.
[1]. Κάποιοι, επιθυμώντας να απαλύνουν στα μάτια του πιστού λαού της τοπικής Εκκλησίας – που όμως γνωρίζει άριστα πρόσωπα και πράγματα - αλλά και του ευρύτερου κοινού, που αγαπά το Μοναχισμό και νοιάζεται για την Ορθόδοξη Εκκλησία, το σαφές περιεχόμενο αλλά και το αυστηρό μήνυμα των ανωτέρω αποφάσεων του Ανώτατου Ακυρωτικού της Χώρας μας, έσπευσαν δημοκοπικά να τις ερμηνεύσουν κατά το δοκούν, δείχνοντας ήδη από τώρα ότι δεν είναι διατεθειμένοι να σεβαστούν το διατακτικό τους, που όμως τους αφορά άμεσα.
Στην πραγματικότητα, και εμείς αλλά και οι ίδιοι, ουδόλως αιφνιδιασθήκαμε από το περιεχόμενο των εν λόγω αποφάσεων, όντας πεπεισμένοι εδώ και χρόνια για το δικανικό σκεπτικό που θα ακολουθούσαν. Και τούτο διότι, η πάγια μέχρι σήμερα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας – αρεστή ή όχι σε μερικούς, αδιάφορο – είναι από μακρού χρόνου σαφής, μη αφήνοντας περιθώρια παρερμηνειών: κάθε Ιερά Μονή της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο Μοναχολόγιο της οποίας είναι εγγεγραμμένοι πέντε (5) τουλάχιστον Μοναχοί, δικαιούται ελεύθερα να εκλέξει τον ισόβιο Ηγούμενό της και τα αιρετά Μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου της.
Νόμιμο δικαίωμα εκλογής αιρετής διοίκησης είχε και η Ιερά Μονή Φανερωμένης Λευκάδος προ του έτους 2010 και εξακολουθεί να έχει μέχρι και σήμερα αφού στο Μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής ήταν και είναι εγγεγραμμένοι τουλάχιστον πέντε (5) Μοναχοί.
[2]. Ήδη από το 2010, στην ασκηθείσα κατά της Ιεράς Μητρόπολης αίτηση ακυρώσεως, μνημονεύαμε τις συναφούς περιεχομένου αποφάσεις:
ΣτΕ 511/1983 [δημοσιευμένη στο περιοδικό Επιθεώρηση Δημοσίου & Διοικητικού Δικαίου 27 (1983), σελ. 189], και την όμοια
ΣτΕ 1952/2000 [δημοσιευμένη στο περιοδικό Νομικό Βήμα 49 (2001), σελ. 760].
[3]. Τα έτη που μεσολάβησαν μέχρι την εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως, εκδόθηκαν και οι πιο κάτω, δικαιώνοντας σαφώς τις θέσεις μας και προδικάζοντας την έκβαση και της δικής μας υπόθεσης:
ΣτΕ 510/2015 [δημοσιευμένη στο περιοδικό: Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου 2015, σελ. 683 επ.], που έκρινε τα εξής: Αίτηση ακύρωσης εκ μέρους Ι. Μονής κατά της απόφασης Μητροπολίτη, με την οποία αυτός διόρισε προσωρινή Διαχειριστική Επιτροπή στην αιτούσα Ιερά Μονή. Το ΣτΕ έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως.
Δεν δημιουργείται ενδοστρεφής δίκη, αφού η Ιερά Μονή και η Ιερά Μητρόπολη είναι διακριτά Νομικά Πρόσωπα Δημόσιου Δικαίου. Για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος των μοναχών, αρκεί η εγγραφή τους στο Μοναχολόγιο.
Το ηγουμενοσυμβούλιο αρμοδίως λαμβάνει απόφαση περί άσκησης ένδικων βοηθημάτων και μέσων από την οικεία Ιερά Μονή και παρέχει πληρεξουσιότητα σε δικηγόρο.
Δεν χορηγείται στον επιχώριο Μητροπολίτη η εξουσία αντικατάστασης του Ηγουμενοσυμβουλίου με άλλο όργανο ή αποψίλωσης των αρμοδιοτήτων του.
Η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε χωρίς νόμιμο έρεισμα. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.
ΣτΕ 11/2012 (Τριμελές Συμβούλιο Συμμορφώσεως): Άκυρη η απόφαση Μητροπολίτη περί διορισμού Ηγουμενοσυμβουλίου σε μονή, διότι οι μοναχές που εγκαταβιούσαν σε αυτήν δεν ήταν λιγότερες των πέντε. Αδικαιολόγητη η παράλειψη του Μητροπολίτη προς συμμόρφωση.
[4]. Κάποιοι, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, επιχείρησαν να διαστρεβλώσουν ερμηνευτικά το περιεχόμενο των ΣτΕ 462/2017 και 463/2017, εστιάζοντας επιλεκτικά σε φράσεις που νομίζουν ότι απαλύνουν τις καταδικαστέες πρακτικές τους.
[5]. Κάποιοι, υπό τα ανωτέρω δεδομένα και γνωρίζοντας εδώ και χρόνια ότι θα δικαιωθούμε, αποτόλμησαν στην απόγνωσή τους να προβούν σε αυθαίρετη διαγραφή μελών της Αδελφότητάς μας, προκειμένου να μειώσουν την αριθμητική της δύναμη, εκδίδοντας παράνομα μάλιστα απολυτήρια. Και τούτο, μολονότι είναι γνωστό ακόμη και σε φοιτητές της Νομικής, ότι μία τέτοια ενέργεια, αν δεν γίνεται από την ίδια τη Μονή, θεωρείται σοβαρό ποινικό αδίκημα, ως παράνομη επέμβαση στο Μοναχολόγιο που τηρεί η ίδια η Μονή, ως το σημαντικότερο Δημόσιο Βιβλίο της (Απόφαση Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λαρίσης 377/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ‘Νόμος’ 577946).
[6]. Ενόψει των ανωτέρω, επιθυμούμε να ενημερώσουμε κάθε ενδιαφερόμενο ότι:
6.1. Επειδή η ανοχή μας τελείωσε, πλην άλλων, ακόμη και στις συκοφαντικές δυσφημήσεις που δεχόμαστε, το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, θα προβούμε σε όλες τις νόμιμες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες ενώπιον της ποινικής, διοικητικής και αστικής δικαιοσύνης για την προάσπιση των δικαίων της Ιεράς Μονής μας και της Αδελφότητάς της, όπως προβλέπουν οι ιεροί κανόνες, το Σύνταγμα, ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος και η λοιπή ποινική, διοικητική και αστική νομοθεσία.
6.2. Επειδή όλα αυτά τα χρόνια έχουμε ήδη λάβει πικρή πείρα και γνωρίζουμε τις «προληπτικές» μορφές καταστολής που κάποιοι θα αποτολμήσουν – όπως την ανακάλυψη δήθεν «κανονικών αδικημάτων» εκ μέρους των μελών της Αδελφότητας, ώστε να μας απειλήσουν με εκκλησιαστικά δικαστήρια, ή την ξανα-ανακάλυψη δήθεν «οικονομικών σκανδάλων», ώστε να μας φιμώσουν με τη διενέργεια οικονομικών ελέγχων – τους γνωστοποιούμε ότι ο καθαρός ουρανός, αστραπές δεν φοβάται.
Και ας μη λησμονούν, ότι οι αποφάσεις ΣτΕ 462/2017 και 463/2017, τους στέλνουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα: υπάρχουν δικαστές στην Αθήνα, υπάρχουν δικαστές σε όλη την Ελλάδα, στην αμερόληπτη κρίση των οποίων μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη.
*Ο Κωνσταντίνος Γ. Παπαγεωργίου είναι Δικηγόρος - Επίκουρος Καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης, Νομικός Σύμβουλος της Ιεράς Μονής Παναγίας Φανερωμένης Λευκάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου