Μετά από σχετική προσφυγή του Αρχιμ. Ιγν. Σταυρ. (1293/ 22-3-05), για παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, ενώπιον της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, εκδόθηκε απόφαση σταθμός για τα ελληνικά δεδομένα, που τελικά έγινε αιτία να αλλάξει ο σχετικός νόμος, να γίνει σύσταση στον αρμόδιο Υπουργό Παιδείας και στον Μητροπολίτη Ναυπάκτου.
Η Αρχή έκρινε:
Παράνομη την αποστολή από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων σε επιχώριο Μητροπολίτη καταλόγου αλλοδόξων της περιοχής του προκειμένου ο τελευταίος να γνωμοδοτήσει για το αίτημά τους προς ίδρυση ευκτηρίου οίκου του δόγματός τους. Σύσταση στον επιχώριο Μητροπολίτη, ο οποίος έδωσε εντολή σε ιεροκήρυκα να συλλέξει στοιχεία για τους αιτούντες, κοινοποιώντάς του τον κατάλογο, να απέχει στο μέλλον από ενέργειες που συνιστούν επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, συνήλθε μετά από πρόσκληση του Προέδρου της σε τακτική συνεδρίαση την 15-12-2005 στο κατάστημά της αποτελούμενη από τον Δ. Γουργουράκη, Πρόεδρο, και τους Ν. Φραγκάκη, ο οποίος έχει ορισθεί εισηγητής της υπόθεσης, Λ. Κοτσαλή και Φ. Δωρή, μέλη, και τα αναπληρωματικά μέλη Α. Πράσσο και Γ. Πάντζιου σε αναπλήρωση των τακτικών μελών Σ. Σαρηβαλάση και Α. Πομπόρτση, αντίστοιχα, οι οποίοι αν και είχε προσκληθεί νομίμως δεν προσήλθαν λόγω κωλύματος, προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Στη συνεδρίαση δεν παρίσταντο λόγω κωλύματος το τακτικό μέλος Α. Παπανεοφύτου και ο αναπληρωτής αυτού, αν και είχαν κληθεί νομίμως. Παρόντες χωρίς δικαίωμα ψήφου ήσαν ο Φ. Μίτλεττον, ελεγκτής, ως βοηθός εισηγητής και η Γ. Παλαιολόγου ως γραμματέας.
Η Αρχή έλαβε υπόψη τα παρακάτω:
Ο Αρχιμανδρίτης Ι.Σ. υπέβαλε στην Αρχή τη με αρ. πρωτ. 1293/ 22-3-2005 προσφυγή του με την οποία καταγγέλλει παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων εκ μέρους του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΕΠΘ) και του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και συγκεκριμένα ότι επεξεργάσθηκαν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα που αφορούν θρησκευτικές πεποιθήσεις προσώπων που ζητούσαν άδεια ίδρυσης ευκτηρίου οίκου.
Μετά από εξέταση όλων των παραπάνω στοιχείων, των πρακτικών της Αρχής της 10-11-2005 κατά την οποία τα μέρη είχαν κληθεί να αναπτύξουν τις απόψεις τους και κατόπιν διαλογικής συζήτησης
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
1. Το άρθρο 9Α του Συντάγματος ορίζει τα εξής:
«Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονική μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει (…)».
Το άρθρο 2 του Ν. 2472/97 ορίζει τα εξής:
«Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως:
(…)
β) ‘Ευαίσθητα δεδομένα’, τα δεδομένα που αφορούν (…) τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, (…)».
Το άρθρο 7 του Ν. 2472/97 ορίζει τα εξής:
«1. Απαγορεύεται η συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων.
2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(…)».
Το άρθρο 1 του ΑΝ 1363/38 ορίζει τα εξής:
«Δια την ανέγερσιν ή λειτουργίαν Ναού οιουδήποτε δόγματος προαπαιτείται άδεια της οικείας ανεγνωρισμένης εκκλησιαστικής αρχής και του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, κατά τα δια Βασιλικού Διατάγματος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, ειδικώτερον καθορισθησόμενα (…)».
2. Στην κρινόμενη περίπτωση ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι το ΥΠΕΠΘ με το από 26-2-1999 έγγραφό του κοινοποίησε στον Μητροπολίτη περιοχής ... αίτημα ομάδας πολιτών που ζητούσαν άδεια ίδρυσης ευκτηρίου οίκου, συνοδευόμενο από τα πλήρη ονοματεπώνυμα των αιτούντων, ζητώντας από αυτόν να γνωμοδοτήσει σχετικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 1363/38 (όπως τροποποιήθηκε με τον ΑΝ 1672/39) και του ΒΔ 20-5/2-6-39. Ειδικότερα το ΥΠΕΠΘ ζήτησε από τον Μητροπολίτη να του γνωρίσει (α) αν στην περιοχή λειτουργεί ευκτήριος οίκος του ιδίου δόγματος, (β) αν ασκείται προσηλυτισμός από τους αιτούντες και (γ) αν έχουν εκδοθεί σχετικές καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον τους.
Ο Μητροπολίτης κοινοποίησε στον προσφεύγοντα αρχιμανδρίτη με το με αρ. πρωτ. 150/ 15-3-1999 έγγραφό του το αίτημα του ΥΠΕΠΘ και του ζήτησε να ερευνήσει τα πιο πάνω ερωτήματα καθώς και αν οι αιτούντες είναι κάτοικοι Ναυπάκτου.
Ο Αρχιμανδρίτης αρνήθηκε να συμμορφωθεί με την εντολή του Μητροπολίτη, γιατί, όπως αναφέρει στην προσφυγή του, οι συγκεκριμένες ενέργειες συνιστούσαν επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, για την οποία δεν υπήρχε ούτε άδεια της Αρχής ούτε συγκατάθεση των υποκειμένων.
3. Κατά τη διερεύνηση της υποθέσεως, το ΥΠΕΠΘ ισχυρίσθηκε ότι προέβη στην πιο πάνω ενέργεια βασιζόμενο στην υποχρέωση που προβλέπεται από το σχετικό νομικό καθεστώς (ΑΝ 1363/38, ΑΝ 1672/39 και ΒΔ 20-5/2-6-39). Ισχυρίσθηκε επίσης ότι αν και ο Ν. 2472/97 ήταν ήδη σε ισχύ, μεσολάβησε η παρέλευση ευλόγου χρονικού διαστήματος μέχρι να εναρμονισθεί η πρακτική της Διοίκησης και, τέλος, δήλωσε ότι αποφασίστηκε του λοιπού η σχετική πρακτική να περιορίζεται στη γνωστοποίηση στον οικείο Μητροπολίτη μόνο του περιεχομένου της αίτησης χωρίς αυτή να συνοδεύεται από τα ονόματα των αιτούντων.
Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου ανέφερε ότι την αίτηση για ίδρυση ευκτηρίου οίκου με τα ονόματα των αιτούντων και τα σχετικά αιτήματα απέστειλε το ΥΠΕΠΘ βάσει των προαναφερθεισών νομικών διατάξεων και ως προς τις δικές του ενέργειες ότι δεν προέβη σε οιαδήποτε έρευνα για το θέμα αυτό, αλλά απλώς ζήτησε προφορικά πληροφορίες από τον ιερέα της Ενορίας εάν οι 14 εγγεγραμμένοι στην κατάσταση διαμένουν στη Ναύπακτο . Περαιτέρω αναφέρει ότι δεν έγινε κάποια συλλογή, καταγραφή, επεξεργασία και συγκρότηση αρχείου ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και ότι δεν υπάρχουν πορίσματα ερευνών για το θέμα αυτό.
Στο με αρ. πρωτ. 149/18-3-1999 έγγραφο προς το ΥΠΕΠΘ, με το οποίο ο Μητροπολίτης απαντά στο αίτημα του Υπουργείου, αναφέρει ότι «τα αναφερόμενα στην συναπτόμενη κατάσταση ονόματα δεν γνωρίζουμε αν έχουν καταδικασθεί για προσηλυτιστικές ενέργειες και ότι από τα 14 ονόματα μόνο 4 οικογένειες διαμένουν στη ... και οι άλλοι, όπως με πληροφόρησαν οι εφημέριοι, έρχονται από άλλες περιφέρειες» και τελικά γνωμοδοτεί αρνητικά σχετικά με το αίτημα ίδρυσης του ευκτήριου οίκου.
4. Οι επίδικες πληροφορίες αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα που συνάπτονται με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των αιτούντων την ίδρυση του ευκτηρίου οίκου. Η διαδικασία για την αποδοχή ή την απόρριψη σχετικών αιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των ΑΝ 1363/38, ΑΝ 1672/39 και ΒΔ 20-5/2-6-39. Σύμφωνα με αυτές απαιτείται σχετική γνωμοδότηση του οικείου Μητροπολίτη, που δεν είναι δεσμευτική για τη Διοίκηση. Το θέμα αυτό εκφεύγει των αρμοδιοτήτων της Αρχής. Όμως οι περαιτέρω πληροφορίες που απαιτούνται, δηλαδή αν οι αιτούντες ασκούν προσηλυτισμό και αν είναι όντως κάτοικοι της περιοχής όπου πρόκειται να ιδρυθεί ο οίκος, πρέπει να κριθούν και υπό το πρίσμα των διατάξεων του Ν. 2472/97, που εισάγει νεώτερο δίκαιο και, στο μέτρο που ενσωματώνει κοινοτικό δίκαιο, ιεραρχικά ανώτερο. Στην περίπτωση αυτή ο έλεγχος της προσηλυτιστικής δραστηριότητας πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 13 § 2 του Συντάγματος καθώς και της σχετικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας που πάντως είναι προγενέστερη της θέσης σε ισχύ του Ν. 2472/97. Το ίδιο ισχύει και για τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την υποχρέωση των αιτούντων να κατοικούν στην περιοχή του υπό ίδρυση ευκτηρίου οίκου. Πάντως σε κάθε περίπτωση η σχετική αρμοδιότητα ανήκει στο ΥΠΕΠΘ και όχι στον οικείο Μητροπολίτη, ο οποίος οφείλει απλώς να γνωμοδοτεί και όχι να προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών είτε για λογαριασμό του είτε για λογαριασμό του Υπουργείου ή άλλης κρατικής ή μη αρχής.
5. Όσον αφορά το ΥΠΕΠΘ, μολονότι το Υπουργείο όφειλε να είχε συμμορφωθεί στις, μεταγενέστερες και ερειδόμενες στο άρθρο 9Α του Συντάγματος, διατάξεις του Ν. 2472/97, καθόσον δεν νοείται η Κεντρική Διοίκηση να επικαλείται την ανάγκη παρέλευσης εύλογου χρονικού διαστήματος προκειμένου να εναρμονιστεί στις επιταγές του νόμου, ενόψει της δέσμευσής του για αλλαγή της ακολουθούμενης πρακτικής, η Αρχή πρέπει να απευθύνει σύσταση σε αυτό να κοινοποιεί στον οικείο Μητροπολίτη μόνο το σχετικό αίτημα και όχι τα ονόματα των αιτούντων.
Όσον αφορά το μέρος της καταγγελίας που αφορά τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου, επειδή δεν προέκυψε από τα προσκομιζόμενα έγγραφα και την ακρόαση των μερών ότι τηρείται ειδικό αρχείο ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, η τήρηση του οποίου θα αντίκειτο στις διατάξεις του Ν. 2472/97, για τους λόγους που αναπτύχθηκαν ανωτέρω, η Αρχή πρέπει να απευθύνει σύσταση στον Μητροπολίτη Ναυπάκτου, ότι κατά την εφαρμογή της διαδικασίας γνωμοδότησης προς το ΥΠΕΠΘ σχετικά με την ίδρυση ευκτηρίων οίκων, εφόσον κοινοποιηθούν σε αυτόν τα ονόματα των αιτούντων, να μην προβαίνει σε έρευνα σχετικά με τα πρόσωπα αυτά, γιατί η ενέργεια αυτή συνιστά επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων που αντίκειται στις διατάξεις του Ν. 2472/97.
Για τους λόγους αυτούς
1. Απευθύνει σύσταση στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, όταν κατά τη διαδικασία χορήγησης αδείας ίδρυσης ευκτηρίου οίκου ζητεί τη γνωμοδότηση του οικείου Μητροπολίτη, να μην διαβιβάζει τα ονόματα των αιτούντων άδεια ίδρυσης ευκτηρίου οίκου παρά μόνον το σχετικό αίτημα.
2. Απευθύνει σύσταση στον Μητροπολίτη Ναυπάκτου να απέχει στο μέλλον από ενέργειες που συνιστούν επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων κατά την παροχή γνωμοδότησης προς το Υπουργείο Παιδείας σε σχέση με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ευκτηρίου οίκου.
Ο Πρόεδρος Δημήτριος ΓουργουράκηςΗ Γραμματέας Γεωργία Παλαιολόγου
ΥΓ.
Επίσης εκδόθηκε και η παρακάτω απόφαση Αρ. 44/ 2006, μετά από αίτηση του μητροπολίτη Ναυπάκτου, που ζήτησε διρθωση της ανωτέρω απόφασης, αλλά που δεν επέτυχε κάποια αλλαγή.
Απόφαση Αρ. 44_2006 Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακ.pdf -https://drive.google.com/file/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου