Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ του Διον. Φιλίππου



ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

Του Διονυσίου Α. Φιλίππου, Επίκουρου Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

(Η παρούσα έχει κατατεθεί ενώπιον της Υπουργού Παιδείας και του Γενικού Γραμματέα Θρησκευμάτων, διά το ζήτημα "περί προτά­σεως εκδόσεως Προεδρικού Διατάγματος προς διάλυσιν του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου" της Ι. Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Ναυπάκτου)

ΘΕΜΑ
Ισχύον νομοθετικό καθεστώς κατάργησης Ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τα όρια της επισκοπικής εποπτείας επί των Ιερών Μονών. Είναι σύννομη ή μη η διαδικασία -με πρωτοβουλία των επιχωρίου Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου- κατάργησης της Ιεράς Μονής «Ιερά Ανδρώα  Κοινοβιακή Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος» και της συγχώνευσής της, ως μετοχίου, με το ΝΠΔΔ «Ιερά Ανδρώα Κοινοβιακή Μονή Αμπελακιώτισσης της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου».

**************

Επί του ως άνω θέματος, επάγομαι τα ακόλουθα:

Ι. Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΤΟ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΟΝΩΝ- ΤΑ ΟΡΙΑ  ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙ ΑΥΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΙΧΩΡΙΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ – ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΟΝΩΝ

1. Οι Ιερές Μονές είναι θρησκευτικά καθιδρύματα που εξυπηρετούν την πραγμάτωση των σκοπών του μοναχικού βίου, την ηθική δηλαδή τελείωση και ψυχική σωτηρία των μελών της αδελφότητας με την άσκηση, την προσευχή και τη διακονία.Το μοναστήρι στο προϊσχύον δίκαιο ονομαζόταν «ασκητήριον», «σεμνείον», «φροντιστήριον», «μάνδρα», «ηγουμενείον», «μοναχών καταγώγιον», ονόματα που φανερώνουν και τους σκοπούς, στους οποίους κατατείνει η ίδρυσή του[1].

          2. Ο ισχύων Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος περιβάλλει με το ένδυμα της νομικής προσωπικότητας και μάλιστα δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), τόσο την ίδια την Εκκλησία, όσο και τις οργανωτικές υποδιαιρέσεις της που μεταξύ άλλων είναι οι Μητροπόλεις, οι Ενορίες με τους Ενοριακούς Ναούς και οι Ιερές Μονές.[2] Τα λοιπά εκκλησιαστικά ιδρύματα, μεταξύ των οποίων και τα προσκυνήματα, περιήλθαν μετά την ισχύ του Καταστατικού Χάρτη στην κατάσταση νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου.

Οι Ιερές Μονές ιδρύονται με διάταγμα. [3] Ως ν.π.δ.δ. είναι φορείς δημόσιας εξουσίας και έχουν ως αποστολή την εκπλήρωση σκοπών που έχουν άμεση σχέση με τους σκοπούς του Κράτους. Ειδικότερα, η σύνολη δράση και λειτουργία των νομικών αυτών μορφωμάτων πραγματώνεται με την συντέλεση κοινωφελών, φιλανθρωπικών έργων με γνώμονα την εξυπηρέτηση και ικανοποίηση του κοινωνικού συμφέροντος.

Οι Ιερές Μονές λειτουργούν ως αυτοδιοικούμενοι οργανισμοί.[4] Ο αυτοδιοικούμενος χαρακτήρας τους πηγάζει αμέσως και ευθέως από το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 3 του Συντάγματος, που προβλέπει γενικά την αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας, αναπόσπαστο τμήμα της οποίας τυγχάνουν και οι Ιερές Μονές. Το αυτοδιοίκητο των Ιερών Μονών συνίσταται κυρίως και προεχόντως στην ανάληψη της διοίκησης των υποθέσεων μοναστηριακής φύσεως από τα προβλεπόμενα διοικητικά όργανα της Μονής. Τα όργανα αυτά αποτελούνται από α) τον Ηγούμενο, β) το Ηγουμενοσυμβούλιο, και γ) Τη Σύναξη της Αδελφότητας.  

Τα επιμέρους και ειδικά θέματα που άπτονται της οργανώσεως, λειτουργίας και διοικήσεως των Ιερών Μονών ρυθμίζονται στο σχετικό εσωτερικό κανονισμό της κάθε Μονής που αποκτά τυπική ισχύ μετά την προβλεπόμενη δημοσίευσή του.

3. Ο Εσωτερικός Κανονισμός κάθε Ιεράς Μονής καθίσταται κανονιστική διοικητική πράξη, εκδιδόμενη βάσει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως και είναι, από την άποψη της τυπικής του ισχύος, ισοδύναμος προς τους κανόνες που παράγονται από το νομοθετικό όργανο.[5] Ο Κανονισμός, δηλαδή, συνιστά ουσιαστικό νόμο (ήτοι, αφηρημένο και γενικά δεσμευτικό κανόνα συμπεριφοράς[6]), με τον οποίο ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα που αφορούν στην οργάνωση, στη διοίκηση και εν γένει στο αυτοδιοίκητο της οικείας Ιεράς Μονής[7].

4. Επί των θεμάτων που ανάγονται στην εν γένει λειτουργία των Ιερών Μονών ασκείται η προβλεπόμενη εποπτεία από τον επιχώριο Μητροπολίτη. Τα όρια, δε, της εποπτείας αυτής προδιαγράφονται και καθορίζονται από το πλέγμα των ισχυουσών κανονιστικών διατάξεων σε συνδυασμό με τα πορίσματα της νομολογίας.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 6 Ν 590/1977, «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (ΦΕΚ Α’ 146/1977): «Ο Μητροπολίτης ασκεί επί των Ιερών Μονών της επαρχίας αυτού την κατά τους ιερούς κανόνες πνευματικήν εποπτείαν δια την κανονικήν μνημόνευσιν του ονόματος αυτού εν ταις ιεραίς ακολουθίαις, την χειροθεσίαν του ηγουμένου, την έγκρισιν της κουράς των μοναχών, την ανάκρισιν των κανονικών παραπτωμάτων, την μέριμναν για την κατά τους ιερούς κανόνες λειτουργίαν της Μονής και τον έλεγχον της νομιμότητας της οικονομικής διαχειρίσεως αυτής».

Παράλληλα στο άρθρο 6 παρ. 1 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος 39/1972 («Περί των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Ιερών Μονών και των Ησυχαστηρίων» ΦΕΚ Α’ 103), με τίτλο «Κανονικαί Δικαιοδοσίαι Επισκόπου» ορίζεται ότι: «Εκάστη Ι. Μονή διατελεί υπό την κανονικήν δικαιοδοσίαν του κατά τόπον Επισκόπου, όστις: α) μνημονεύεται εν πάσαις ταις Ι. Ακολουθίαις, β) ασκεί την ανωτάτην εποπτείαν πατρικώς και προστατευτικώς επί της Ι. Μονής και παρακολουθεί την ομαλήν κατά τους θείους και ι. κανόνας λειτουργίαν αυτής, γ) χειροθετεί τον εκλεγέντα Ηγούμενον, δ) εγκρίνει τας κουράς των μοναχών, ε) ανακρίνει τα κανονικά παραπτώματα των εν αυτή διαβιούντων και φροντίζει δια την άμεμπτον αυτών βιοτήν, στ) ελέγχει την νομιμότητα της οικονομικής διαχειρίσεως.».

Όπως καθίσταται αμέσως αντιληπτό, από την εν γένει ερμηνευτική προσέγγιση και από την γραμματική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία των ανωτέρω ταυτόσημων διατάξεων, αδιαμφισβήτητη και ρητώς εκπεφρασμένη πρόθεση του νομοθέτης τους ήταν, όχι να αναγνωρίσει έναν απεριόριστο αριθμό εξουσιών στο Μητροπολίτη ως προς τις Μονές της επαρχίας του, αλλά, αντιθέτως, να προβεί σε ρητή και συγκεκριμένη απαρίθμηση-εξειδίκευσή τους. Τούτο σαφώς συνάγεται από το κανονιστικό περιεχόμενο των διατάξεων:

(α) Της παρ. 6 του άρθρου 39 Ν. 590/1977, που αναγνωρίζει μεν την ως άνω κανονική μητροπολιτική εποπτεία, όχι όμως γενικώς και αορίστως, αλλά, όπως μας υποχρεώνει να δεχθούμε η προσθήκη της προθέσεως «δια»  αμέσως μετά στο κείμενο της διάταξης, μόνο επί των ζητημάτων που ακολουθούν την πρόθεση αυτή και απαριθμούνται ρητώς και συγκεκριμένως («… δια την κανονικήν μνημόνευσιν του ονόματος αυτού κ.λπ.»). Όπως είναι προφανές, αν πρόθεση του νομοθέτη ήταν η απονομή στο Μητροπολίτη απόλυτων εξουσιών επί των διοικητικής φύσεως υποθέσεων των Μονών, θα αρκούσε προς τούτο μια γενική διατύπωση της ίδιας διάταξης, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευσή της.

(β) Της παρ. 1 του άρθρου 6 («Κανονικαί Δικαιοδοσίαι Επισκόπου») του  Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος 39/1972.  Στην εν λόγω διάταξη επισημαίνεται ότι, αμέσως μετά τη νομοθετική πρόβλεψη περί της κανονικής δικαιοδοσίας του τοπικού Επισκόπου στις Μονές της περιφέρειάς του, την πρόθεση «δια» αντικαθιστά η λέξη «όστις», επιτελώντας ανάλογη ερμηνευτική λειτουργία εξειδίκευσης. Στη συνέχεια, η διάταξη (επαναλαμβάνοντας με σχεδόν πανομοιότυπο τρόπο την παρ. 6 άρθρ. 39 Ν. 590/1977), απαριθμεί ονομαστικά και συγκεκριμένα τις επισκοπικές δικαιοδοσίες.[8]

Η γραμματική-συστηματική και τελολογική ερμηνευτική προσέγγιση των ίδιων διατάξεων οδηγεί περαιτέρω στο συμπέρασμα ότι η απαρίθμηση- εξειδίκευση των επισκοπικών δικαιοδοσιών που περιέχουν, έχει προδήλως εξαντλητικό-περιοριστικό και σε καμία περίπτωση ενδεικτικό χαρακτήρα. Τούτο, άλλωστε, επισημαίνει και ο, εκ των συντακτών του Ν. 590/1977, Καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, διευκρινίζοντας ότι: «Οι συνήθεις σκόπιμες παρερμηνείες … του κρίσιμου όρου “πνευματική εποπτεία”, για τις σχέσεις επιχωρίου επισκόπου με τα μοναστήρια και αντιστρόφως, κατέστησαν αναγκαία την εξαντλητική περιγραφή στο άρθρο 39 παρ. 6 Ν 590/1977 του περιεχομένου του συγκεκριμένου όρου, ο οποίος καλύπτει μόνο τα ρητώς αναγραφόμενα κανονικά δικαιώματα του επιχωρίου επισκόπου».

Καθίσταται, λοιπόν, προφανές ότι, οι πιο πάνω ερμηνευόμενες ρυθμίσεις σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπουν τη συναγωγή οποιουδήποτε συμπεράσματος περί ενδεικτικού χαρακτήρα της περιεχόμενης απαριθμήσεως των επισκοπικών δικαιοδοσιών. Τυχόν τέτοια θεώρηση θα οδηγούσε σε ευθεία καταστρατήγηση του ίδιου του νόμου ως αποτέλεσμα μιας υπερβολικώς διασταλτικής και, τελικώς, contra legem ερμηνείας.[9]

5.  Η διάταξη του άρθρου 39§3 του Ν. 590/1977 προβλέπει ότι η διάλυση ή συγχώνευση υφισταμένων Ιερών Μονών γίνεται με διάταγμα κατόπιν έγκρισης της σύμφωνης γνώμης του επιχωρίου Αρχιερέως από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο.

Η κατάργηση Ιεράς Μονής και η συγχώνευσή της με άλλη, στην οποία θα ενταχθεί ως μετόχιο, συνεπάγεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 περ. α) του Κανονισμού 39/1972 της Εκκλησίας της Ελλάδος «Περί των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Ιερών Μονών και των Ησυχαστηρίων» (ΦΕΚ Α’ 103), την απώλεια της νομικής προσωπικότητάς της και την περιαγωγή της σε υποτελές παράρτημα της Μονής, στην οποία επιδιώκεται να ενσωματωθεί ως μετόχιο. [10]

Ενόψει, εντούτοις του αυτοδιοικήτου των Ιερών Μονών ως ν.π.δ.δ., των ορίων εποπτείας που ασκεί επί αυτών ο επιχώριος Μητροπολίτης και του Εσωτερικού Κανονισμού λειτουργίας κάθε Ιεράς Μονής, οι Ιερές Μονές δεν καταργούνται ή διαλύονται ή και συγχωνεύονται με άλλες από τα προβλεπόμενα εποπτικά όργανα ελευθέρως, ακωλύτως και κατά διακριτική ευχέρεια αυτών. Η διενεργούμενη εποπτεία από τον επιχώριο Μητροπολίτη δεν συνεπάγεται την άσκηση αρμοδιότητας με την οποία θα μπορούσε απεριορίστως, ελευθέρως και κατά τη διακριτική του ευχέρεια να διαλύσει συγκεκριμένη Ιερά Μονή. Το καθεστώς του αυτοδιοίκητου της οργάνωσης και λειτουργίας των ν.π.δ.δ. απαγορεύει την αυθαίρετη, ανέλεγκτη και καταχρηστική άσκηση οποιασδήποτε επέμβασης, η οποία θα προσβάλλει ευθέως και ανενδοιάστως τον κανονιστικό πυρήνα των νομικών αυτών προσώπων.

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν υφίσταται αρμοδιότητα των οικείων Μητροπολιτών να διαλύουν ελευθέρως και απεριορίστως Ιερά Μονή της περιφέρειάς του, χωρίς προηγούμενη απόφαση της Ιεράς Μονής. Άλλως, ο επιχώριος Μητροπολίτης δεν έχει διακριτική ευχέρεια να προβεί αυτοβούλως και αυθαιρέτως στη λύση/συγχνώνευση της Μονής, αλλά, απεναντίας, σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις διάλυσης/ενσωμάτωσης της σε άλλη, τότε αποκλειστικά και μόνο, και δη μετά τη λήψη σχετικής απόφασης από το αρμόδιο προς τούτο Όργανο της Ι.Μ., υποχρεούται να εκφέρει σύμφωνη γνώμη για την έκδοση του οικείου Προεδρικού Διατάγματος.

Διαφορετική ερμηνευτική εκδοχή θα επέβαλε, ενόψει της αρχής της νομιμότητας που διέπει και τη δράση των Μητροπολιτών, τούτο να καθοριζόταν κατά τρόπο ρητό και συγκεκριμένο στο πλέγμα των ισχυουσών νομοθετικών διατάξεων. Εφόσον, λοιπόν, δεν προβλέπεται τέτοιας φύσεως αρμοδιότητα, τότε πρέπει να υιοθετηθεί η άποψη ότι ο επιχώριος Μητροπολίτης δεν δύναται να αναλάβει την πρωτοβουλία της διάλυσης Ιεράς Μονής, δηλαδή να θέσει σε κίνηση τη διαδικασία κατάργησης της.

6. Συμπερασματικά:

(α) Τα ν.π.δ.δ. των Ιερών Μονών αυτοδιοικούνται μέσω των νόμιμων αποφάσεων που λαμβάνουν τα αρμόδια διοικητικά τους όργανα σύμφωνα με τις ειδικότερες ρυθμίσεις του Εσωτερικού τους Κανονισμού.

(β) Η αυτοδιοίκηση των Ιερών Μονών έναντι του οικείου Μητροπολίτη οριοθετείται σαφώς από τις διατάξεις των άρθρ. 39 παρ. 6 Ν 590/1977 και 6 παρ. 1 Κ. 39/1972, περί των επισκοπικών αρμοδιοτήτων. Οι εν λόγω ρυθμίσεις υπηρετούν ακριβώς τη διοικητική αυτοτέλεια των Ιερών Μονών ως ν.π.δ.δ., λόγος για τον οποίο ο Ν.590/1977 δεν αναγνωρίζει στο Μητροπολίτη της εξουσία να ασκήσει έλεγχο σκοπιμότητας, που θα οδηγούσε στη σοβαρή περιστολή της αυτοδιοικήσεως των πρώτων. [11]

(γ) Πρωτίστως από την αρχή του αυτοδιοίκητου των Ιερών Μονών, ως ν.π.δ.δ., και από την περιορισμένη εποπτεία που διενεργεί επί αυτών ο επιχώριος Μητροπολίτης, δευτερευόντως δε από το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετούν οι Ιερές Μονές, προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται η εκκίνηση από τον επιχώριο Μητροπολίτη της διαδικασίας κατάργησης Ιεράς Μονής, χωρίς προηγούμενη περί τούτου θετική απόφαση του αρμόδιου οργάνου διοίκησης της προς κατάργηση Ιεράς Μονής.   

ΙΙ. Η ΕΠΙΔΙΩΚΟΜΕΝΗ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΑΝΔΡΩΑΣ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗΣ ΜΟΝΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΩΣ ΜΕΤΟΧΙΟΥ ΜΕ ΑΛΛΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ

1. Με το 601/1980 π.δ/γμα (ΦΕΚ Α’ 160) του οποίου είχε προηγηθεί η αποδοχή από τον τότε Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Δαμασκηνό σχετικής αίτησης μέρους των μοναχών και του Σωτ. Σωτηρόπουλου για την ίδρυση της Μονής, ιδρύθηκε το ν.π.δ.δ. της Ιεράς Ανδρώας Κοινοβιακής Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος, στον Εσωτερικό Κανονισμό του οποίου, δημοσιευθέντα στην «Εκκλησία» (Παράρτημα του υπ’ αριθ. 23-24/1-15 Δεκεμβρίου 1984).

Από τις διατάξεις του Εσωτερικού Κανονισμού της Ιεράς Ανδρώας Κοινοβιακής Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος προκύπτει:  

(α) Ο αυτοδιοίκητος χαρακτήρας της. Όργανα Διοικήσεως της ορίζονται ο Ηγούμενος, το Ηγουμενοσυμβούλιο και  η Σύναξις της Αδελφότητος (άρθρο 15), η οποία συγκροτείται από όλους τους μοναχούς και ιερομονάχους της Μονής, πλην των δοκίμων αδελφών (άρθρο 29). Η Σύναξις της Αδελφότητος αποτελεί το ανώτατο όργανο διοικήσεως, εξοπλισμένο με τεκμήριο αρμοδιότητας επί παντός διοικητικού ζητήματος. Και τούτο, διότι ορίζεται πως είναι η μόνη αρμόδια να αποφασίσει «άπαντα τα περί μεταβολής των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού», να εγκρίνει τον ετήσιο προϋπολογισμό της Μονής, πριν αυτός υποβληθεί στη Μητρόπολη δια τα κατ’ αυτήν και έχει αρμοδιότητα «δια παν έτερον θέμα μη προβλεπόμενον υπό του παρόντος» (άρθρο 32), ενώ η μετατροπή της Ιεράς Μονής σε Μετόχιο προϋποθέτει συναίνεση πλειοψηφίας «των τριών τετάρτων (3/4) του γενικού συνόλου των μελών της Αδελφότητος» (άρθρο 62).

(β) Ο θρησκευτικός και κοινωφελής χαρακτήρας της. Η Ιερά Μονή αποτελεί ταυτοχρόνως  θρησκευτικό καθίδρυμα και μη κερδοσκοπικό νομικό πρόσωπο με κοινωφελή σκοπό και δράση (άρθρα 2,3 και 52). [12], [13] 


2. Με την από 18.8.2011 σύμφωνη γνώμη του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου και το 4904/22.8.2011 έγγραφο του Αρχιγραμματέα της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, στο οποίο αναφέρεται ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ενέκρινε, με την από 19.8.2011 απόφασή της, τη γνώμη του ως άνω Μητροπολίτη, επιχειρείται να κινηθεί η διαδικασία για την έκδοση διατάγματος περί κατάργησης της Ιεράς Ανδρώας Κοινοβιακής Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου και συγχώνευσής της ως μετόχιο με την Ιερά Ανδρώα Κοινοβιακή Μονή Αμπελακιωτίσσης της ίδιας Ιεράς Μητροπόλεως.

Η διαδικασία αυτή, όμως, δεν έχει εκκινήσει νομίμως, καθώς δεν ερωτήθηκε και δεν εξέφρασε περί τούτου θετική γνώμη η Σύναξις της Αδελφότητας Μονής, ήτοι, το αρμόδιο προς τούτο όργανο, σύμφωνα με τον Εσωτερικό Κανονισμό της (άρθρα 32 και 62) και στο πλαίσιο του αυτοδιοίκητού της.

Η επικαλούμενη στα ως άνω έγγραφα επιβολή θρησκευτικών ή και διοικητικών κυρώσεων σε βάρος μελών της Αδελφότητας που ήσκησαν διοικητικά καθήκοντα στην Ιερά Μονή δεν μπορεί να νομιμοποιήσει την εκκίνηση της διαδικασίας διάλυσης της και συγχώνευσής της, διότι η επιβολή τέτοιων κυρώσεων δεν τίθεται ως προϋπόθεση εκκίνησης τοιαύτης διαδικασίας, κατά τα προρρηθέντα.

Απεναντίας, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω, αρμόδιο όργανο για τη διαπίστωση, εν προκειμένω, της συνδρομής των προϋποθέσεων διάλυσης της Ιεράς Μονής είναι η Σύναξη της Αδερφότητας της Μονής και όχι ο επιχώριος Μητροπολίτης ο οποίος, μόνο έλεγχο νομιμότητας δύναται να ασκήσει, και σε καμία περίπτωση δεν έχει τη δυνατότητα, αυτοβούλως και αυθαιρέτως να διατάξει τη συγχώνευση αυτής με άλλη Μονή, ως διοικητική-θρησκευτική κύρωση σε βάρος των μελών της Αδερφότητας.


          ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Η επιχειρούμενη, κατά τα προεκτεθέντα, κατάργηση της Ιεράς Ανδρώας Κοινοβιακής Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου και συγχώνευσής της ως μετόχιου με την Ιερά Ανδρώα Κοινοβιακή Μονή Αμπελακιωτίσσης της ίδιας Ιεράς Μητροπόλεως:

(α) Αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 32 και 62 του Εσωτερικού Κανονισμού της, ο οποίος είναι κανονιστική διοικητική πράξη. Και τούτο, διότι η συγκεκριμένη απόφαση δεν ελήφθη από το αρμόδιο προς τούτο όργανο, ήτοι, τη Σύναξη της Αδελφότητας της Ιεράς Ανδρώας Κοινοβιακής Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος.

(β) Συνιστά υπέρβαση των αρμοδιοτήτων εποπτείας που ασκεί ο επιχώριος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου επί της Ιεράς Ανδρώας Κοινοβιακής Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος, εφ’ όσον, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν προηγήθηκε θετική απόφαση της Συνάξεως της Αδελφότητάς της.

Επομένως, ενόψει και του γεγονότος ότι, η Ιερά Ανδρώα Κοινοβιακή Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος σκοπεί στη θεραπεία δημοσίου συμφέροντος δια της εκπλήρωσης κοινωφελών και φιλανθρωπικών έργων, πρόταση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την έκδοση διατάγματος και συνακόλουθα η έκδοση διατάγματος με αντικείμενο ρύθμισης την κατάργηση της Ιεράς Ανδρώας Κοινοβιακής Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου και τη συγχώνευσή της ως μετόχιου με την Ιερά Ανδρώα Κοινοβιακή Μονή Αμπελακιωτίσσης θα ερχόταν σε αντίθεση με το κανονιστικό περιεχόμενο των ανωτέρω διατάξεων και κατά συνέπεια με αυτή καθ’ εαυτήν την αρχή της νομιμότητας.



Αθήνα, 6 Φεβρουαρίου 2012 

Ο γνωμοδοτών Επίκουρος Καθηγητής 

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Α. ΦΙΛΙΠΠΟΥ

Επ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Δ.Π.Θ.








[1] Βλ. Γ. Αποστολάκης, Το καθεστώς του Ιερού Χώρου των Αγίων Μετεώρων, Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις, Τρίκαλα-Αθήνα, 2009.
 [2] Οι Ιερές Μονές είχαν χαρακτηριστεί ρητά ως ν.π.δ.δ. για πρώτη φορά με το άρθρο 1 με το άρθρο 1 παρ. 4 του ν.δ. 126/1969. Αλλά και πριν από τη ρύθμιση αυτή  δεν είχε αμφισβητηθεί η ύπαρξη νομικής προσωπικότητας των ιερών αυτών καθιδρυμάτων. Αντίθετα μάλιστα, όπως σωστά επισημαίνεται και στη νομολογία, είχε μάλλον επικρατήσει η άποψη ότι, παρά την έλλειψη ρητής διατάξεως, πρόκειται στην ουσία για νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
[3] Βλ. άρθρο 39 παρ.3 εδ. α’ Ν. 590/1977«Περί του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος».
[4] Βλ. άρθρο 1 παρ. 4 ν. 590/1977.
[5] Βλ. Ευάγγελου Β. Βενιζέλου,  Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου (Αναθεωρημένη Έκδοση, Αθήνα-Κομοτηνή 2008, Επ. Σπηλιοτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Αθήνα 2010, τόμ. Ι, σελ. 60.
[6] Βλ. Πρ. Δαγτογλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Αθήνα 1997, σ. 73· πρβλ. Γ. Αποστολάκης, Εσωτερικοί Κανονισμοί Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος, ΕλλΔνη 50 (2009), σ. 642.
[7] Σ. Τρωιάνος- Γ. Πουλής, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, 2003, σ. 43, Ιω. Κονιδάρης, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, Θεσσαλονίκη 2011 σ. 12· Σ. Τρωιάνος, Πορίσματα εκ της εκκλησιαστικής νομολογίας του ΣτΕ των ετών 1974-1978, Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1979, Αθήνα-Κομοτηνή 1979, σ. 552.
[8] Βλ. Κ. Παπαγεωργίου, Δικαστική παράσταση των Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος (γνωμ.), ΕφΑΔ 1/2011- Έτος 4ο
[9] Οι ανωτέρω επισημάνσεις διαυγάζουν ερμηνευτικά, μεταξύ άλλων, το περιεχόμενο της δικαιοδοσίας του Επισκόπου να ασκεί έλεγχον της νομιμότητας της οικονομικής διαχειρίσεως των Μονών. Πρέπει να επισημανθεί ότι ο νομοθέτης δεν αναφέρεται σε έλεγχο οικονομικής διαχειρίσεως γενικώς, αλλά, διαχωρίζοντας τον έλεγχο νομιμότητας από τον –διαφορετικού περιεχομένου και πολύ ευρύτερο- έλεγχο σκοπιμότητας, περιορίζει την εξουσία του Επισκόπου στην άσκηση μόνον του πρώτου. Και ορθώς, διότι τούτο, όπως θα εξηγηθεί αμέσως, απορρέει από την αυτοδιοίκηση και διοικητική αυτοτέλεια που απολαύουν τα ν.π.δ.δ.
[10] Σύμφωνα με την ίδια διάταξη του άρθρου 4 περ. α) του Κανονισμού 39/1972, η Ιερά Ανδρώα Κοινοβιακή Μονή Αμπελιωτίσσης, στην οποία επιδιώκεται να ενσωματωθεί η Ιερά Ανδρώα  Κοινοβιακή Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος ως μετόχιο, θα έχει το περιουσιακό, διαχειριστικό και διοικητικό έλεγχο επί του μετοχίου. Ο διοικητικός έλεγχος θα συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, δικαίωμα της Ιεράς Ανδρώας Κοινοβιακής Μονής Αμπελιωτίσσης να ορίζει τον υπεύθυνο του μετοχίου. Αυτός θα οφείλει να περιορίζεται στις αρμοδιότητες και να αναλαμβάνει τις ενέργειες που η Μονή αυτή θα του χορηγεί και θα του υποδεικνύει, αντιστοίχως. Δοθέντος, όμως, ότι η Ιερά Ανδρώα Κοινοβιακή Μονή Αμπελιωτίσσης, με την οποία επιδιώκεται η συγχώνευση της Ιεράς Ανδρώας Κοινοβιακής Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος, έχει μόλις έναν Ιερομόναχο, ο οποίος έχει διοριστεί Ηγούμενός της από τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου και δεν είναι εκλεγμένος από Αδελφότητα της Μονής, καθίσταται προφανές το εξής: Η Ιερά Ανδρώα  Κοινοβιακή Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος θα καταστεί υποτελής ενός ανθρώπου, ο οποίος έχει διορισθεί στη θέση που κατέχει από των ως άνω Μητροπολίτη και δεν είναι εκλεγμένος με κανονικές εκλογές από την Ολομέλεια της Αδελφότητας αποτελούμενης από δέκα εννέα (19) Μοναχούς και Ιερομονάχους.

[11] Όπως γίνεται δεκτό από τη θεωρία αλλά και τη νομολογία, ο Μητροπολίτης, στα πλαίσια του ελέγχου νομιμότητας, υποχρεούται απλώς να διαπιστώσει την τήρηση των νόμιμων τύπων κατά την διενέργεια των επιμέρους διαχειριστικών πράξεων από τα αρμόδια όργανα της Μονής και ουδέν πλέον αυτού.

[12] Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι δια της  εν λόγω Ιεράς Μονής σκοπείται  «….η εν Κοινοβιακή Πολιτεία αδιάλειπτος του εν Τριάδι Θεού δοξολογία, η δια προσευχής και ασκήσεως τελεία βίωσης υπό των εν αυτή εγκαταβιούντων Αδελφών της κατά Θεόν εν Χριστώ Ιησού μυστικής ζωής προς αγιασμόν και ψυχικής, φιλοκοινωνικής και Θεολογικής δραστηριότητος διακονία του έργου της Εκκλησίας» (άρθρο 2). Η δε πραγμάτωση του σκοπού αυτού δύναται να επιτευχθεί, μεταξύ άλλων, «…δ) Δια της συστάσεως και λειτουργίας Οικοτροφείων και λοιπών Ιδρυμάτων προς ψυχικήν καλλιέργειαν της νεότητος, Γηροκομείων και λοιπών φιλανθρωπικών Ιδρυμάτων» (άρθρο 3). Ειδικώς δε η Ιερά Μονή «….προς καλυτέραν ανάπτυξιν του ιεραποστολικού αυτής έργου δύναται να ιδρύη πνευματικά κέντρα και ιδρύματα, ως και μετόχια τη αδεία του οικείου Επισκόπου εφάπαξ δι’ έκαστον τούτων παρεχομένην. Η εντός των πνευματικών τούτων κέντρων και μετοχίων ιεραποστολική, λατρευτική και κοινωνική δραστηριότης συντελείται τη καθοδηγήσει του Ηγουμένου και αποφάσει του Ηγουμενοσυμβουλίου άνευ ετέρας διατυπώσεως. Πάσα εκτός των κέντρων τούτων και μετοχίων ιεραποστολική ή λατρευτική ή κοινωνική δραστηριότης τελείται τη αδεία του επιχωρίου Επισκόπου. Τοιαύτα πνευματικά κέντρα δύνανται να εγκατασταθούν εντός των κτιριακών εγκαταστάσεων της Ιεράς Μονής ή των Μετοχίων. Ωσαύτως δύναται η Ιερά Μονή να ιδρύη και να συντηρή και να κατευθύνη Οικοτροφεία, Γηροκομεία, Ορφανοτροφεία, Νοσοκομεία και παντός είδους φιλανθρωπικά ιδρύματα» (άρθρο 52).
[13] Αναφέρονται τα ακόλουθα γεγονότα που δεικνύουν την κοινωφελή δραστηριότητα της Ιεράς Ανδρώας Κοινοβιακής Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος: α. Το έτος 1977 θεμελιώθηκαν τα κτίρια της πρώτης πτέρυγας και του Ιερού Ναού της. β. Το έτος 1986 ιδρύθηκε ν.π.ι.δ. (αρ. απ. Πρωτ. Μεσολογγίου 253/2-10-1986), το φιλανθρωπικό μη κερδοσκοπικό σωματείο «Σύλλογος Φίλοι του Μοναστηριού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου», με σκοπό την ενίσχυση των κοινωνικών και πολιτιστικών έργων της Μονής. γ. Το έτος 1987 έγιναν τα εγκαίνια της λειτουργίας του Συνεδριακού Κέντρου (αμφιθέατρο χωρητικότητας 250 ατόμων) στη Μονή. δ. Το έτος 1988 εγκαινιάστηκε πτέρυγα Γηροκομείου Απόρων στη Μονή. ε. Το έτος 1990 ιδρύθηκε ν.π.ι.δ. (αρ. απ. πρωτ. Μεσολογγίου 7/13-1-1990), το φιλανθρωπικό μη κερδοσκοπικό σωματείο «Αδελφότης Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου», με σκοπό την ενίσχυση των κοινωνικών και πολιτιστικών έργων της Μονής. ε. Το έτος 1991 εξέπεμψε για πρώτη φορά στους 96 ΜHZ στα fm ο τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός «Μοναδική Πολιτεία» που φιλοξενείται στις εγκαταστάσεις της Μονής. στ. Το έτος 1993 ξεκίνησε η λειτουργία των κατασκηνώσεων για νέους «Μεταμόρφωσις του Σωτήρος», σε μετόχι της Μονής στον τέως Δήμο Χάλκειας. ζ. Το έτος 1995 αδειοδοτήθηκε και ξεκίνησε τη λειτουργία του το ιχθυοτροφείο στις εγκαταστάσεις της Μονής. Επιχορηγήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο και την Ευρωπαϊκή Ένωση. η. Το έτος 1996 εγκαινιάσθηκε το «Μουσείο Ελληνορθοδόξου Παραδόσεως», που περιλαμβάνει διαρκή ιδιωτική συλλογή με εκθέματα που αφορούν την αρχαία, λαϊκή και εκκλησιαστική παράδοση. θ. Το έτος 1997 ιδρύθηκε το Καθολικό της Μονής. Πρόκειται για διώροφο ναό αφιερωμένο στην Παναγία Ναυπακτιώτισσα. Ο ναός περιλαμβάνει ισόγεια αίθουσα συνεδριακών εκδηλώσεων 500 τ.μ. ι. Το έτος 2000 έγιναν τα εγκαίνια της νέας πτέρυγας του Ξενώνα και του Συνεδριακού Κέντρου της Μονής. Το έργο υλοποιήθηκε με επιχορήγηση από το Ελληνικό Δημόσιο, το Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» και το σωματείο «Αδερφότης Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου». ια. Το έτος 2002 άρχισε τη λειτουργία του το Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης που φιλοξενείται μέσα στη Μονή και ως σκοπό έχει την πιστοποιημένη παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης, συνεδρίων και άλλων εκδηλώσεων καθώς και την υποβοήθηση των ανέργων της ευρύτερης περιοχής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου